Guest

Εκείνη & Εκείνος για τη ζωή που ζήσαμε

 

Υπάρχουν αυτοί, που τη ζωή που θα ζήσουμε σύντομα (και κάποιοι από μας τη ζούνε ήδη), την έχουνε ζήσει πριν πολλά, πολλά χρόνια. Αυτοί που τώρα την ξαναζούν και στήνονται σε κάθε γωνιά μέσα στην παγωνιά πουλώντας κάστανα, λαχεία, που κατεβάσανε τις σκοροφαγωμένες κουβέρτες από τα πατάρια μπας και ζεσταθούν, που καίνε μαγκάλια στα σπίτια και πεθαίνουν στον ύπνο τους. Αυτοί που κουβαλάνε την ιστορία τους σε ένα παλιό ποδήλατο που τρίζει κι ένα καρότσι του σούπερ μάρκετ. Αυτοί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μετρώντας την ύπαρξή τους μέρα με τη μέρα. Αυτοί που δεν ήξεραν αν θα υπάρξει αύριο. Κι ήρθε το δικό τους αύριο κι έγινε σήμερα που μοιάζει με το χθες. Και τώρα δεν έχουν ούτε σήμερα, ούτε αύριο.

ApotamieuwΤο μόνο που θέλησαν ήταν να ξεχάσουν. Και ξέχασαν. Ξέχασαν γιατί ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται και από μια ελπίδα. Ξέχασαν γιατί κάποια στιγμή μες το σκοτάδι κυνηγούσαν τον ήλιο… και τον έπιασαν. Κάπου εκεί γύρω στις αρχές του ’80. Εκεί που γεννηθήκαμε εμείς.

Εμείς που δε ξέραμε τι θα πει φτώχια, που δε μάθαμε να ζούμε στη φτώχια, δε μάθαμε να μετράμε τη ζωή μας με τις μέρες, εμείς που μάθαμε να σημαδεύουμε ψηλά και να κάνουμε όνειρα με κέρινα φτερά. Γιατί τα δικά μας όνειρα δεν ήτανε να αλλάξουμε τον κόσμο, τον είχαν αλλάξει εκείνοι πιο πριν· έτσι τα δικά μας όνειρα έγιναν η θέση στο δημόσιο. Η ασφάλεια της σιγουριάς.

Κι εκείνοι, οι παλιοί, μας λέγανε να απλώνουμε μέχρι που φτάνουμε. Κι εμείς γελούσαμε και στοχεύαμε στο άπειρο, πιστεύοντας πως η σίγουρη καρέκλα είναι το άπειρο.

Δύσκολο να τους κατηγορήσεις. Τους το χρωστούσε η ζωή αυτό το διάλειμμα. Μετά από μια κατοχή, έναν εμφύλιο και μια χούντα, νισάφι. Και δόθηκαν τα σπιτάκια αντιπαροχή κι ορθώθηκαν πολυόροφα εκτρώματα που μας έκρυψαν τον ήλιο. Και κλείστηκαν σε τετράγωνα κουτιά με μπαλκονάκια που βγαίνεις και γυρίζεις με την όπισθεν. Κι εκεί μέσα μεγαλώσαμε εμείς.

Εκεί που τα παιδιά παίζανε στις αλάνες και στο χώμα, τώρα αμπαρώνονται στους παιδότοπους ή παίζουν μαζί με τα σκυλοκούραδα, τις σύριγγες, τα σπασμένα μπουκάλια των αργόσχολων και τα σπασμένα προφυλακτικά στο ελάχιστο αρρωστιάρικο πράσινο. Μπαζώθηκαν οι ρεματιές και στρώθηκε τσιμέντο στις αλάνες. Και σηκώθηκαν τα δίπατα με τις γυμνές ταράτσες και τις λεγόμενες «αναμονές» να χάσκουν σα τεράστια καρφιά.

Εκείνοι που έζησαν τρώγοντας φλούδες από κρεμμύδι και μάζευαν πτώματα από τους δρόμους με τα κάρα. Εκείνοι που λέγανε σε μας να απλώνουμε μέχρι εκεί που φτάνουμε, απλώσανε μακρύτερα από όσο έπρεπε κι από όσο θα μπορούσαν να μαζέψουν μετά, γιατί πίστεψαν ότι δεν υπάρχει όριο να πιάσεις. Γιατί ήθελαν πια να ξεκουραστούν. Τους θάμπωσαν τα χαμόγελα των τραπεζιτών και η πλαστική κάρτα που σ’ αφήνει να αποκτήσεις επιτέλους όλα όσα δεν είχες ποτέ, χωρίς να τα πληρώνεις. Χωρίς να σου λέει κανείς ότι ποτέ δε θα σου ανήκουν πραγματικά. Και συνέχιζαν να ζούνε μέρα με τη μέρα κι αυγάτιζαν το κομπόδεμα κάτω από το στρώμα. Μιας ζωής στερήσεις για ένα κομπόδεμα που έγινε σκόνη. Αυτά που απέκτησαν με αίμα τα έδωσαν, αυτά και άλλα τόσα, και χρεώθηκαν τα τριπλά, αναγκασμένοι να ζουν για να τα ξεπληρώσουν, μόνο που δε θα τα ξεπληρώσουν ποτέ. Για τις «αναμονές». Για τον ένα όροφο για κάθε παιδί. Θαμπωθήκαμε κι εμείς αλλά κι εμείς θα τα πληρώσουμε.

Κι όλα για τα παιδιά που δεν ήρθαν ποτέ να ζήσουν εκεί. Γιατί εμείς γεννηθήκαμε μαζί με το πλαστικό και τα κέρινα φτερά και στοχεύαμε στο λάθος από την πρώτη στιγμή. Και οι αναμονές εκεί, να χάσκουν ακόμα. Κι όσοι όροφοι στήθηκαν, μόλις χτίστηκαν νοικιάστηκαν σε άλλους που δε θα τα αγαπήσουνε ποτέ τους τόσο. Πουλήθηκαν, κατασχέθηκαν, ή έμειναν να μαραζώνουν ώσπου ρημάχτηκαν. Κάποια πρόλαβαν και μοιράστηκαν κι εμείς σκοτωθήκαμε πάνω απ τους τάφους τους για το μεγαλύτερο μερίδιο.

Γίναμε αχάριστοι και άπληστοι ζητώντας το μεγαλύτερο μερίδιο από κάτι που δε μας ανήκε ποτέ έτσι κι αλλιώς. Χτίσαμε κι εμείς τη ζωή μας με αέρα κοπανιστό και πιστωτικά όρια. Και ζήσαμε καλά. Μα να που τέλειωσαν οι προθεσμίες και μαζί εκείνη, η καλή ζωή. Τώρα μας περιμένει η ζωή που ζήσανε κάποτε εκείνοι κι εμείς τώρα είμαστε κάπου στη μέση. Σα μπαλάκια που χοροπηδάνε ανάμεσα σε τοίχους γιατί η ζωή που ζήσαμε δεν έγινε ανάμνηση ακόμα και η ζωή που μας περιμένει δεν ήρθε ακόμα ολοκληρωτικά.

Εμείς μάλλον δεν ξέρουμε ακόμα τι είμαστε. Ήμασταν κάτι και γινόμαστε κάτι άλλο. Έτσι στη μέση κρατάμε κάτι λίγο κι από τα δύο. Περιμένουμε, τρώμε από τα έτοιμα – όσα έχουν απομείνει, αρνούμαστε να ρισκάρουμε, αρνούμαστε να αλλάξουμε την καθημερινότητά μας και συνειδητά κι από εγωισμό δεν κοιτάμε γύρω μας. Εξακολουθούμε να βγαίνουμε έξω φορώντας τα καλά μας, εξακολουθούμε να ξοδεύουμε, εξακολουθούμε να μας αρέσει το ωραίο, το μεγάλο, βλέπουμε τα πάντα αλλά κάνουμε πως δε βλέπουμε τίποτα. Είναι καιρός για αλλαγές, για ρίσκα και άλματα θανάτου κι εμείς ακόμα …αναμονές.

& Εκείνος

Αυτή είναι από εκείνες τις φορές που το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να …παραφράσω τίτλο αγαπημένου μου βιβλίου, αγαπημένου μου ανθρώπου (προσοχή, ανθρώπου και ποτέ συγγραφέα) που είχα την τιμή να γνωρίσω κάποτε. Καλά, εγώ έφυγα νωρίς!

Κι ας έχει σκοτάδι αυτούς τους μήνες κι ας είναι οι θερμοκρασίες απάνθρωπες. Η ζωή και οι συνθήκες είναι ανθρώπινες.


 

Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!

 

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος για τη ζωή που ζήσαμε

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη

Είμαστε αντιμέτωποι όχι με μία, αλλά με τρεις ζωές. Υπάρχει η ζωή που ζήσαμε (ζούσαμε), η ζωή που θα ζήσουμε κι αυτό που ζούμε τώρα. Σαν μπαλάκια που χοροπηδάνε ανάμεσα σε τοίχους.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο