γράφει ο Δημήτρης Κοντογιάννης.
Μέσα σε 15 ημέρες από 16 /10 μέχρι 31.10, τετραπλασιάστηκαν τα ημερήσια επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Ελλάδα. Είναι λοιπόν λογικό να αναρωτηθούμε, τι θα γινόταν αν για άλλες δύο μόνο εβδομάδες καθυστερούσαν τα μέτρα –όχι για να μελετήσουμε το ιατρικό κομμάτι, αλλά τις πολιτικές παραμέτρους και τα λάθη που έχουν κάνει τα δύο μεγάλα κόμματα.
Ας υποθέσουμε ότι αντί για περίπου 1000 ΜΕΘ είχαμε 2000. Αν αυτές οι 1000 ΜΕΘ γέμισαν μέσα σε αυτές τις 15 ημέρες, οι 2000 ΜΕΘ θα άντεχαν μόνο άλλη μία εβδομάδα. Οι 4000 ΜΕΘ που θα είχε ένα ουτοπικό σύστημα υγείας, θα άντεχαν μόνο για άλλες 2 εβδομάδες, εφόσον δεν είχαμε λάβει νέα μέτρα. Αν αυτό σας φαίνεται κάτι ακραίο, ναι, είναι ακραίο επειδή έτσι είναι οι πανδημίες.
Τι σημαίνει όμως αυτό για τον τρόπο που προσεγγίζουν τα κόμματα την αντιμετώπιση του κορωνοϊού;
Είναι λοιπόν σαφές ότι η επένδυση σε επιπλέον μονάδες ΜΕΘ δεν είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας. Στην πραγματικότητα, από την στιγμή που κάποιος ασθενής μπει στη ΜΕΘ οι πιθανότητες επιβίωσής του ούτως ή άλλως είναι εξαιρετικά χαμηλές.
Τα δύο σημαντικότερα μέτρα, από ό,τι δείχνει μέχρι στιγμής η κατάσταση παγκοσμίως, είναι η σωστή ενημέρωση του κόσμου και η τήρηση των μέτρων, δύο πράγματα πολύ διαφορετικά από αυτό που αυθόρμητα καταλαβαίνουμε.
Σωστή ενημέρωση σημαίνει σημαντική επένδυση στα Μέσα Ενημέρωσης, και όλοι μας θυμόμαστε πώς πήγε αυτό πριν από μερικούς μήνες: πολύ επιτυχημένα στο κομμάτι ενημέρωσης των πολιτών, πάρα πολύ άσχημα όμως πολιτικά για την Νέα Δημοκρατία.
Εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να χτυπήσει δυναμικά, με καθημερινές επιθέσεις στην ΝΔ για να ενημερώσει σωστά τους πολίτες, αυτή τη φορά όμως με σωστή διανομή του διαφημιστικού μπάτζετ. Εκεί μπορεί να πιέσει επίμονα ο ΣΥΡΙΖΑ, αναγκάζοντας τη ΝΔ να ξανακάνει διαφημιστική καμπάνια και, όταν φανεί η σωστή διανομή, να πανηγυρίσει για την νίκη του. Ή και το αντίθετο, αν δεν γίνει σωστή διανομή.
Φυσικά στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ανόητοι. Εννοείται ότι έχουν σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο και το έχουν απορρίψει, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή και η ηγετική του ομάδα έχει πολλά άπλυτα που μπορούν να βγουν στη φόρα (π.χ. διαφημιστικά μπάτζετ Υπουργείων και εξυπηρετήσεις σε μεγιστάνες των ΜΜΕ), και δεύτερον επειδή υπάρχει πολύ μεγαλύτερο πολιτικό όφελος με την προσπάθεια να καρπωθούν όσους είναι δυσαρεστημένοι με τον Τσιόδρα και την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα. Μη σας φαίνεται περίεργο, συμβαίνει σε πολλές χώρες του κόσμου ακριβώς το ίδιο πράγμα, με χαρακτηριστικότερη την Αμερική και την επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ στον Δρ. Φάουτσι, τον οποίο θα μπορούσε με διάφορους τρόπους εύκολα να έχει ήδη διώξει. Οι «ψεκασμένοι» είναι πολλές περισσότερες ψήφοι από όσες θα θέλαμε να παραδεχτούμε και το να τους καρπωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι καλύτερη επιλογή από το να καταλήξουν οργανωμένα σε κάποιο άλλο, μικρότερο κόμμα.
Το δεύτερο σημαντικό σημείο είναι η τήρηση των μέτρων. Όχι η εφαρμογή τους από την κυβέρνηση, αλλά η τήρησή τους από τους πολίτες. Αυτό όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουν εντατικότερη δουλειά αυτοί που μπορούν να επιβάλλουν υγειονομικά πρόστιμα, δηλαδή η Ελληνική Αστυνομία. Αυτό, όπως καταλαβαίνουμε, βραχυκυκλώνει και τα δύο μεγάλα κόμματα. Φανταστείτε τις αντιδράσεις από την κοινωνία αν η ΝΔ επένδυε στην πρόσληψη αστυνομικών για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού ή αν έμπαινε σε γραφεία –δημόσια ή ιδιωτικά- για να επιβάλλει πρόστιμα. Θα ήταν πραγματικά καταστροφικό για την δημοτικότητά της, αλλά και κάτι που είναι αδύνατον να γίνει πρακτικά και για το λόγο αυτό προβάλλεται η έννοια της ατομικής ευθύνης. Φανταστείτε αντίστοιχα να ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ καλύτερη αστυνόμευση. Πιο πολύ μοιάζει με κακόγουστο ανέκδοτο παρά με ελληνική πραγματικότητα.
Παρόλα αυτά, υπάρχει μεγάλος χώρος για δυναμική επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστυνόμευση των μέτρων στις εκκλησίες, όπου προφανώς υπάρχει μεγάλη χαλαρότητα. Η κριτική στην αστυνομία και ειδικά στον Χρυσοχοΐδη προφανώς θα ικανοποιούσε τον πυρήνα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, κερδίζοντας παράλληλα πολλούς από τους υποστηρικτές της επιστημονικής κοινότητας που έχουν απογοητευτεί από τις αντιδράσεις της εκκλησίας. Ταυτόχρονα όμως, αυτό θα σήμαινε μία ρήξη στις καλές προσωπικές σχέσεις που έχει ο Αλέξης Τσίπρας με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και την ηγεσία της Ελληνικής Εκκλησίας. Καταλήγει λοιπόν η αντιπολίτευση να επιτίθεται για την κατάσταση στα ΜΜΜ και τα σχολεία, όπου παγκοσμίως αποδεικνύεται από μελέτες –αλλά και από την ίδια την πραγματικότητα- ότι η μετάδοση του κορωνοϊού είναι πάρα πολύ χαμηλή. Καταλήγει, λοιπόν, και πάλι να εναντιώνεται στους επιστήμονες για μικροπολιτικό όφελος, ενώ υπάρχει πιο ωφέλιμη εναλλακτική επιλογή.
Είναι αναμενόμενο μια κυβέρνηση να κάνει λάθη, ειδικά σε πρωτόγνωρες και ακραίες καταστάσεις όπου φανερώνονται όλες οι αδυναμίες της και όλες οι αμαρτίες του παρελθόντος του συστήματος. Αυτό που θα περιμέναμε όμως, ειδικά αυτή την κρίσιμη περίοδο, θα ήταν η αντιπολίτευση να χτύπαγε την κυβέρνηση εκεί που πραγματικά πονάει και όχι εκεί που συμφέρει την ηγετική της ομάδα. Αυτή όμως είναι η πολιτική στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Γιατί να αλλάξουμε με την πανδημία;
Σημείωση: 16 Οκτωβρίου περάσαμε πρώτη φορά τα 500 κρούσματα. Έντεκα ημέρες μετά, στις 27 Οκτωβρίου περάσαμε τα 1000 κρούσματα και τέσσερεις ημέρες μετά, στις 31 Οκτωβρίου, περάσαμε τα 2000.
Τον Οκτώβριο ξεκίνησαν τα δωρεάν τεστ σε πλατείες (αν δεν κάνω λάθος και είχαν ξεκινήσει νωρίτερα) και σε γενικές γραμμές, αριθμητικά δεν έχουν αυξηθεί σημαντικά από τότε, οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι παρέμεινε σταθερός ο αριθμός των τεστ