Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι υπερβολικοί στον κόσμο. Η είδηση του θανάτου ενός ενενηντάχρονου με χρόνια βαριά προβλήματα υγείας ξάφνιασε πολλούς πολιτικούς και πολλά ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο. Οι αντιδράσεις όμως ήταν λες και πέθανε ένας 40χρονος εν ενεργεία αρχηγός κράτους, εν μέρη επειδή το υπερβολικό πουλάει περισσότερο, αλλά και εν μέρη επειδή ο Φιντέλ Κάστρο ήταν από τις σημαντικότερες μορφές του 20ού αιώνα. Εδώ λοιπόν είναι το πρόβλημα: πώς κρίνει ο κλασσικός Ελληνάρας τις μεγάλες προσωπικότητες, ανεξάρτητα από χώρα και αιώνα.
Ας πάρουμε ένα οικείο για εμάς παράδειγμα, τον Αντρέα Παπανδρέου. Μπορεί πλέον πολλοί να έχουν μια ορθολογική άποψη του στυλ «έκανε κάποια καλά και κάποια κακά«, πριν όμως από μερικά χρόνια ο Παπανδρέου για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού ήταν είτε ο Θεός είτε ο Σατανάς προσωποποιημένος. Ο μόνος λόγος που άλλαξε αυτή η αντίληψη είναι επειδή το ΠΑΣΟΚ έπαψε να είναι στη μόδα και επειδή πολλοί από τους φανατισμένους πλέον πέθαναν από γεράματα.
Μπορεί με το πέρασμα των χρόνων να αλλάξαμε γνώμη για τον Παπανδρέου, αλλά το μυαλό μας δεν άλλαξε καθόλου. Όλος ο κόσμος είναι μόνο άσπρο ή μαύρο. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν όλοι, μα όλοι πολιτισμένοι και γαμάτοι και όλοι οι άλλοι ήταν βάρβαροι γενοκτόνοι που όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες εκείνοι ήταν ακόμα πάνω στα δέντρα με τις μαϊμούδες. Όλα, μα όλα τα πολιτικά συστήματα είναι για τα μπάζα και μόνο αυτό που αρέσει σε εμάς είναι αξιόλογο και όποιος δεν το βλέπει είναι ηλίθιος και προδότης του λαού μας. Πόσο οικεία σας ακούγονται όλα αυτά; Θυμάμαι κάποτε έναν γνωστό μου που φορούσε μπλούζα που έγραφε «ich bin ein berliner»* και λίγες ημέρες μετά φορούσε την κλασσική μπλούζα με τη φάτσα του Τσε Γκεβάρα, αδυνατώντας να βρει κάτι το περίεργο ή το αντιφατικό, γιατί δεν καταλάβαινε τι εστί Κένεντι και τι Τσε Γκεβάρα. Ο κλασσικός Ελληνάρας ήξερε απλά ότι ήταν γαμάτοι και μη τους θίξεις κάποιον γιατί θα γίνετε μπίλιες.
Και ο Τσε Γκεβάρα, και ο Κένεντι, και ο Φιντέλ Κάστρο, μέχρι και ο Περικλής και ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν άνθρωποι που ζούσαν στην εποχή τους και έτσι πρέπει να τους κρίνουμε: ως ανθρώπους που είχαν τις γνώσεις και την λογική της εποχής τους και αναγκάστηκαν να πάρουν πολύ σημαντικές αποφάσεις. Κάποιες από αυτές τις αποφάσεις ήταν ανιδιοτελείς και κάποιες ήταν για να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν την εξουσία.
Σε κάποιο ρεπορτάζ με αντιδράσεις από την Κούβα στην είδηση του θανάτου του Κάστρο, διάβασα για μια κυρία που ήταν αντίθετη με επιλογές του Κάστρο και ευχόταν «να καταρρεύσει η δικτατορία«, αλλά συγκινήθηκε όταν έμαθε για τον θάνατό του. Κάτι σαν τους κυπρίους που όταν μιλάς μαζί τους για το κυπριακό σου παραθέτουν επιχειρήματα και για την άλλη πλευρά. Σε εμάς κάτι τέτοιο ακούγεται παράλογο, το να μη συμφωνείς ή διαφωνείς απόλυτα με κάποιον. Για να μπορείς όμως να κρίνεις κάποιο ιστορικό πρόσωπο σωστά και όχι με φανατισμό, πρέπει να αποκτήσεις παιδεία μαθαίνοντας ιστορία και για να μάθεις ιστορία υπάρχουν μόνο δύο τρόποι: ή θα τη μελετήσεις, ή θα τη ζήσεις.
Δεν είναι τυχαίο που η γενιά μας είναι αυτή που φανατίζεται πιο εύκολα. Μετά την χούντα δεν ζήσαμε ιστορικές στιγμές. Ό,τι και αν συνέβη, πέρασε και δεν μας ακούμπησε. Ίσως η πρώτη ιστορική στιγμή που πραγματικά ζούμε να είναι η κρίση των τελευταίων ετών. Μέχρι τώρα ό,τι και αν συνέβαινε ήταν απλά ενδιαφέρουσες ειδήσεις. Και δεν είναι τυχαίο που οι Κύπριοι συνήθως είναι λιγότερο φανατισμένοι: ζούνε καθημερινά εδώ και χρόνια την ιστορία τους.
Και όχι, δεν διδασκόμαστε ιστορία στα ελληνικά σχολεία. Αυτό που διδασκόμαστε είναι τα ελληνικά κατορθώματα ανά τους αιώνες. Δεν μαθαίνουμε για τις δικές μας βάρβαρες στιγμές, για τα λάθη μας και για τις μαύρες στιγμές μας. Δεν περνάει ποτέ από το μυαλό μας ότι ο Έλληνας μπορεί να είναι ο κακός σε κάποιες ιστορίες.
Όσο μας λείπει η παιδεία θα είμαστε πάντα ένας λαός μονοδιάστατος. Ο Τραμπ θα είναι ή ο απελευθερωτής από την παγκοσμιοποίηση ή η αιτία για το τέλος του κόσμου, ο Αντρέας Παπανδρέου είναι ή ο Θεός ή ο Σατανάς, ο Φιντέλ Κάστρο είναι ή ο απελευθερωτής του λαού του ή ο αδίστακτος δικτάτορας και εμείς είμαστε σίγουρα θύματα του φανατισμού και αυτών που κερδίζουν από τον φανατισμό μας. Δεν πειράζει όμως. Όσο μπορούμε και παραμένουμε Ελληνάρες για όλα τα κακά της μοίρας μας και όλες τις λάθος επιλογές μας θα μας φταίει κάποιος ξένος και όχι η παιδεία που μας λείπει.
*(Σημαίνει «είμαι Βερολινέζος», από τη διάσημη ομιλία που είχε δώσει ο Κέννεντι στο διχασμένο από το Τοίχος Βερολίνο. Για όσους δεν θυμούνται, ο Κένεντι ήταν ο αντίπαλος του Κάστρο στην πυραυλική κρίση της Κούβας όταν, όπως μάθαμε αργότερα, παραλίγο ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Κούβα να ανατινάξουν τον πλανήτη.)
Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Δημήτρη Κοντογιάννη «Δεν έχουμε Δημοκρατία: Μια κάπως μποέμ απόδειξη για κάτι που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζαμε», πατήστε εδώ!