γράφει ο Στάθης Κάσσιος.
Στο προηγούμενο σχετικό άρθρο (πατήστε εδώ για όσους δεν το διάβασαν) αναφέρθηκα στο τεράστιο δημόσιο χρέος της Ελλάδας σε σχέση με το τρέχον ΑΕΠ και στις πιθανές επιπλοκές από την επιθυμητή μείωση ή δυσκολία αποπληρωμής του στο άμεσο μέλλον. Ακριβώς επειδή νομίζουμε ότι δεν επηρεάζει τη καθημερινότητά μας ή επειδή ακούμε και διαβάζουμε συχνά ότι και άλλες χώρες στο κόσμο έχουν αντίστοιχου μεγέθους χρέος, εφησυχαζόμαστε.
Είναι όμως έτσι;
Διαβάζω στον Διεθνή Τύπο ότι η Αργεντινή ζήτησε μια γενναία μείωση του δημόσιου χρέους της από το ΔΝΤ, τους πιστωτές και ομολογιούχους της. Της αναγνωρίζω ότι είναι μια ξεκάθαρη θέση, μια ξεκάθαρη απαίτηση η οποία προέρχεται από το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ο κεντροαριστερός Πρόεδρος Αλμπέρτο Φερνάντεζ, θα αντιμετωπίσει το 2020 την αποπληρωμή πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για προηγούμενες χρηματοδοτήσεις. Χαρακτηρίζω ως ξεκάθαρη τη θέση γιατί η μη μείωση του μη βιώσιμου χρέους της Αργεντινής, μπορεί να εκτροχιάσει πάλι την οικονομία της, το πολιτικό σκηνικό και οποιαδήποτε προσπάθεια της τρέχουσας κυβέρνησης Φερνάντες για ομαλοποίηση της κοινωνίας και οικονομική ανάπτυξη. Ας μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι η Αργεντινή είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στη Λατινική Αμερική, έχει ήδη χρεοκοπήσει αρκετές φορές, αντιμετωπίζει αυξανόμενη φτώχεια, καλπάζων πληθωρισμό και το εφιαλτικό σενάριο να μην καταφέρει να αποπληρώσει τα δάνεια της τον ερχόμενο Μάιο και να κηρύξει μια νέα στάση πληρωμών.
Μια χώρα όπως η Αργεντινή με πάνω από 40 εκατομμύρια πολίτες πληθυσμό και πάνω από 600 δισεκατομμύρια ευρώ ετήσιο ΑΕΠ, είναι πιο εύθραυστη από ποτέ. Επειδή στην Ελλάδα φύγαμε υποθετικά από τα Μνημόνια, νομίζουμε ότι θα επιστρέψουμε στο βιοτικό επίπεδο προ δεκαετίας εν μία νυκτί;
Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τη τρόικα, βοηθούν στη σταθεροποίηση του προϋπολογισμού και στο να δανείζεται η χώρα πιο φτηνά από τις αγορές αλλά την ίδια στιγμή, τα υψηλά πλεονάσματα σημαίνουν επίσης υψηλά φορολογικά βάρη κάθε χρόνο για μισθωτούς, ιδιώτες, επιχειρηματίες. Περισσότερα φορολογικά βάρη βιώνει ο μέσος πολίτης εδώ και αρκετά χρόνια. Σκοπός των προγραμμάτων προσαρμογής και επιτήρησης των δανειστών θα πρέπει να είναι μέσω της ορθολογικής κυβερνητικής πολιτικής, η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών, όχι η συνεχιζόμενη επιβάρυνσή του πολίτη.
Στη περίπτωση της Ελλάδας, είναι σίγουρο ότι η χώρα θα μπορέσει στο τέλος της περιόδου χάριτος που της έχει αποδοθεί από τους Ευρωπαίους, να αποπληρώσει τα μεγαλύτερα δάνεια που δόθηκαν ποτέ σε κράτος στην οικονομική ιστορία; Πότε ακριβώς θα γίνει αυτό; Αυτά είναι εύλογα ερωτήματα που αντικρίζουν το μέλλον κατάματα και θα έπρεπε να συζητιούνται τόσο από τους πολίτες, τα κόμματα αλλά και στα τραπέζια των αξιολογήσεων και συνεχών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές.. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να στρουθοκαμηλίζουμε σαν έθνος και ως πολίτες. Γιατί δεν ζητάμε να διαπραγματευτούμε το χρέος ομόφωνα όπως κάνει η Αργεντινή; Θα βοηθήσει πραγματικά τη χώρα να αναπτυχθεί, η επέκταση της περιόδου αποπληρωμής των δανείων από τα Μνημόνια; Κάθε χρόνο θα πρέπει να σημειώνουμε ανάπτυξη η οποία θα προστίθεται αθροιστικά μέχρι να φτάσουμε στο +25% του ΑΕΠ το οποίο απωλέστηκε στα χρόνια της κρίσης. Ακούγεται περισσότερο σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας παρά σαν οικονομική πρόβλεψη που βασίζεται σε θετικούς δείκτες ανάπτυξης και ρεαλιστικά δημοσιονομικά μέτρα.
Ακόμα και στις θετικές προβλέψεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει η εκάστοτε κυβέρνηση να αφήνει ένα μέρος των φορολογικών εσόδων, των εσόδων από τις εξαγωγές, των εσόδων από τις άμεσες επενδύσεις, για τις αποπληρωμές χρέους. Αφού λοιπόν η Ελλάδα θα δίνει μεγάλα ποσά στο μέλλον για την αποπληρωμή των δανείων της, θα στερείται αυτομάτως η ελληνική οικονομία από το αντίστοιχο ιδιωτικό κεφάλαιο. Βασική μακροοικονομική θεωρία. Όπως έγινε και από την αρχή της οικονομικής κρίσης, το εθνικό κεφάλαιο που είχε αποκτηθεί από τη μεταπολίτευση μέχρι και τους Ολυμπιακούς αγώνες, άρχισε να εκτοπίζεται εκτός της χώρας, αποταμιεύσεις, ολόκληρες βιομηχανίες, φορολογικές μεταφορές έδρας μεγάλων επιχειρήσεων, ακόμα και φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου, το λεγόμενο brain drain.
Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι δύσκολο να επιτευχθούν χωρίς περαιτέρω μείωση της φορολογίας, χωρίς κυβερνητικές παροχές σε υψηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες και εν κατακλείδι, χωρίς μια ουσιαστική διαπραγμάτευση με τους πιστωτές για κούρεμα του δημόσιου χρέους. Η πολυπαθής Αργεντινή δείχνει το δρόμο.