Editorial

Ο Αλέξης απορεί με τον τρόπο που σκέφτεται το ΚΑΣ· εγώ καθόλου.

 

Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ απλό: ενώ η κάθε μεριά γνωρίζει τα δικά της επιχειρήματα, δεν έχει ιδέα από αυτά του συνομιλητή της. Εκεί λοιπόν είναι η πεμπτουσία κάθε παραγωγικού διαλόγου, στο να προσπαθουμε να καταλάβουμε τα αντίπαλα επιχειρήματα. Ακόμα και όταν είναι προφανές ότι έχουμε δίκιο, εάν θέλουμε να έχουμε έναν παραγωγικό διάλογο είναι υποχρέωσή μας να έρθουμε στην θέση του συνομιλητή μας.

Γιατί λέω ότι είναι υποχρέωσή μας; Γιατί ήδη έχουμε ταλαιπωρηθεί πολύ από αυτή την αδιαφορία μας. Δείτε την περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο φασισμός είναι κάτι το απαράδεκτο, εκτός φυσικά από αυτούς που δεν το γνωρίζουν. Και το ότι πρέπει να δίνουμε μάχη ενάντια σε κάθε μορφή φασισμού είναι κάτι το αυτονόητο για τους περισσότερους. Πώς όμως εξηγούμε κάτι που για εμάς είναι αυτονόητο σε κάποιον που για μήνες ή χρόνια ακούει μόνο την αντίθετη άποψη; Μπορεί τα αντίπαλα επιχειρήματα να είναι λανθασμένα, αλλά μη γνωρίζοντάς τα αδυνατούμε να τα αντιμετωπίσουμε. Πώς να αντιμετωπίσεις ψεύτικες ειδήσεις άμα δεν τις γνωρίζεις; Πώς να καταρρίψεις προπαγάνδα και μύθους αν δεν τους έχεις ακούσει έστω μία φορά; Πώς να αντιπαρατεθείς σε μία ιδεολογία που δεν καταλαβαίνεις;

Όταν λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι απορεί με τον τρόπο που σκέφτεται το ΚΑΣ, αυτό που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η εικόνα των φοιτητών που τσακώνονται χωρίς να έχουν ιδέα τι λέει ο συνομιλητής τους. Για να μη παρεξηγηθώ, έχει δίκιο ο Τσίπρας (πονάω που το γράφω) αλλά και κάθε άλλος πολιτικός από κάθε κόμμα που κατέκρινε την απόφαση του ΚΑΣ να μην επιτρέψει στο BBC να κάνει γυρίσματα στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Η λύση όμως δεν είναι να συμφωνήσουμε ότι οι άνθρωποι του ΚΑΣ είναι ανόητοι. Η λύση είναι να δούμε τι οδήγησε τους ανθρώπους του ΚΑΣ σε αυτή την λανθασμένη απόφαση, γιατί από τη δική τους οπτική γωνία πιστεύουν ότι έχουν δίκιο και τι μπορούμε να κάνουμε για να διορθώσουμε αυτή την επαναλαμβανόμενη κατάσταση.

Ας ξεκινήσουμε με μία απλή ερώτηση: γιατί ενδιαφερόμαστε για τον ναό; Γιατί ενδιαφερόμαστε για το συγκεκριμένο, αλλά και για κάθε αρχαίο μνημείο; Είναι τα χρήματα ή η δημοσιότητα που φέρνει στην χώρα μας; Προφανώς όχι. Τα χρήματα, η δημοσιότητα, ο τουρισμός, όλα είναι πάρα πολύ σημαντικοί δευτερεύοντες λόγοι για να φυλάξουμε τα μνημεία μας. Γιατί όμως φυλάμε ευλαβικά μνημεία κρυμμένα σε αποθήκες ή σε περιοχές με μηδενικό τουριστικό ενδιαφέρον; Γιατί η ιστορία διδάσκει. Κάθε επίσκεψη στον Παρθενώνα, στην Αρχαία Ολυμπία, στις Μυκήνες είναι ένα μάθημα ιστορίας.

Στο μυαλό λοιπόν των μελών του ΚΑΣ, όταν ένας τουρίστας επισκέπτεται τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, τότε ο ναός εκπληρώνει τον πρωταρχικό του στόχο. Όταν ο ναός είναι κλειστός για να γίνει κάποιο γύρισμα τότε ο ναός δεν εκπληρώνει τον βασικό λόγο ύπαρξής του.Αν, λοιπόν, ο τουρίστας –που μπορεί να έχει ταξιδέψει από την άλλη μεριά του κόσμου για πρώτη και τελευταία φορά στην Ελλάδα- τελικά δεν μπορέσει να επισκεφτεί τον ναό επειδή κάποια τηλεοπτικά συνεργεία πραγματοποιούν γυρίσματα καθ’όλη την διάρκεια της ημέρας, τότε σύμφωνα με τη λογική του ΚΑΣ έχει γίνει ανεπανόρθωτη ζημιά.

Προφανώς ο ναός έχει πολλά περισσότερα να προσφέρει αν προβληθεί σε όλο τον κόσμο. Αν για παράδειγμα τον δουν μερικά εκατομμύρια τηλεθεατές –όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες σειρές παγκοσμίου βεληνεκούς- έστω κάποιοι από αυτούς δεν θα ενδιαφερθούν να γκουγκλάρουν τι στην ευχή είναι αυτός ο ναός; Κάποιοι από όσους γκουγκλάρουν, δεν θα αποφασίσουν να επισκεφτούν τον ναό, καθαρά και μόνο επειδή τον είδαν στη σειρά; Για σκεφτείτε, πόσοι επισκέπτονται κάθε χρόνο το Στόουνχετζ επειδή το είδαν σε κάποια ταινία ή σειρά; Και αν το Στόουνχετζ σας φαίνεται κάτι γνωστό και προφανές, πόσοι χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονται κάθε χρόνο το σχετικά άγνωστο Μοντεριτζιόνι επειδή ήταν μια τοποθεσία στο παιχνίδι Assassin’s Creed 2;

Δεν χρειάζεται όμως να σας πείσω για τη σημασία της προβολής του ναού του Ποσειδώνα στην σειρά του BCC. Είναι αυτονόητο, όπως αυτονόητο ήταν στο παράδειγμα νωρίτερα ότι ο φασισμός είναι κάτι το κακό. Πώς όμως πείθουμε το ΚΑΣ για το αυτονόητο, όταν τα μέλη του συνεχώς αποδεικνύουν ότι αδυνατούν να το καταλάβουν; Αφού δεν υπάρχει στην πραγματικότητα άλλη εναλλακτική λύση, αναγκαία θα πρέπει να δούμε πρώτα τη δική τους οπτική γωνία και να μιλήσουμε με τη δική τους γλώσσα –άλλωστε δεν υπάρχει περίπτωση να είναι δυσκολότερο από το να καταλάβεις την «δικτατορία του προλεταριάτου» ή το «κρατικό μονοπώλιο της βίας».

Σύμφωνα λοιπόν με τη λογική του ΚΑΣ, αν μία ενέργεια εμποδίζει τον κόσμο να μορφωθεί από τον ναό, τότε αυτή η ενέργεια θα πρέπει να ακυρώνεται. Στην περίπτωση του BBC θα γίνονταν γυρίσματα για μία ολόκληρη ημέρα, εμποδίζοντας ουσιαστικά το να πραγματοποιηθούν κανονικά οι όποιες επισκέψεις. Μία πολύ εύκολη λύση θα ήταν απλά να μοιραστούν τα γυρίσματα σε δύο ημέρες, ώστε να μένει ανοικτός ο ναός τη μισή ημέρα για τον κακομοίρη που θα έρθει π.χ. από την Αυστραλία και δεν έχει μυρίσει τα νύχια του για να γνωρίζει ότι μπορεί ένα αρχαιολογικό μνημείο τέτοιου επιπέδου να είναι κλειστό ακριβώς την ημέρα που μπορούσε να το επισκεφτεί.

Αντί για αυτή την εύκολη λύση, τι έγινε; Το ΚΑΣ αρνήθηκε να γίνουν γυρίσματα και η εταιρεία παραγωγής κατέθεσε από την αρχή νέα πρόταση που προβλέπει να έχουν μοιραστεί τα γυρίσματα σε δύο διαφορετικές ημέρες. Κάτι σαν τον στρατό, δηλαδή, που βιαζόσουν να παραδώσεις στον Λοχία τα έγγραφα που σου είχε δώσει ο Διοικητής και ο Λοχίας σε έβαζε να βγαίνεις και να ξαναμπαίνεις στο γραφείο του μέχρι να παρουσιαστείς σωστα.

Τι θα ήταν λοιπόν το λογικό σε αυτή την περίπτωση; Το ΚΑΣ αντί να μεταχειριστεί το BBC σαν να είναι κάποιο «βρωμόψαρο», να λειτουργήσει επαγγελματικά. Να ενημερώσει δηλαδή από πριν ότι θα είναι δύσκολο να αποδεχτεί μία τέτοια πρόταση και ότι καλύτερα να κάνουν απλά μια τροποποίηση, στην οποία να προβλέπεται ότι τα γυρίσματα θα μοιραστούν σε δύο ημέρες.

Δεν φταίνε όμως τα μέλη του ΚΑΣ. Η νοοτροπία μας φταίει και όποιος τυχερός» έχει έρθει αντιμέτωπος με τη γραφειοκρατία το καταλαβαίνει. Αντί να προβλέπεται από το κράτος να ενημερώσει το ΚΑΣ για το τι πρέπει να αλλάξει το BBC ώστε η πρότασή του να γίνει αποδεκτή, το κράτος και οι διαδικασίες του προβλέπουν να καταθέσει την πρότασή του ο σταθμός, να την μελετήσει το ΚΑΣ, να βγάλει απόφαση και, αν θέλει, να ενημερώσει το BBC για το τι έκανε στραβά ώστε να μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να ξανακαταθέσει νέα πρόταση. Αυτή η παράνοια, να σου παίρνει μία εβδομάδα κάτι που θα λυνόταν με ένα απλό email, είναι η… σύγχρονη Ελλάδα.

Προφανώς σε υπηρεσίες που ενδιαφέρονται για τη δουλειά που κάνουν, τα ίδια τα μέλη της υπηρεσίας φροντίζουν να παρακάμψουν τη γραφειοκρατία. Μου έχει τύχει σε εφορία η υπάλληλος να απαντάει «δεν ξέρω, εγώ λέω ό,τι λέει η οθόνη» και να μη μπορεί να βρει τρόπο να διορθώσει το λάθος της οθόνης ή τουλάχιστον να με ενημερώσει ποιον να ρωτήσω για να μάθω πώς θα αλλάξω αυτό που γράφει η ρημάδα η οθόνη της, όπως επίσης μου έχει τύχει να μου λένε ότι δεν γνωρίζουν την απάντηση, οπότε να πάω για έναν καφέ μέχρι να βγάλουν άκρη και να επιστρέψω σε μισή ωρίτσα. Αυτή είναι η διαφορά από άνθρωπο σε άνθρωπο και από υπηρεσία σε υπηρεσία.

Για να λέμε λοιπόν τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, στο πρόσφατο παρελθόν το ΚΑΣ έχει αρνηθεί να παραχωρήσει προαύλιο χώρο έξω από κλειστό μουσείο γιατί κάνει κακό στο κλειστό μουσείο. Εκεί όμως και πάλι δεν φταίνε τα μέλη του ΚΑΣ. Ο κυριότερος διαμορφωτής της κουλτούρας σε μία ομάδα ανθρώπων είναι αυτός που ηγείται της συγκεκριμένης ομάδας.

Αν αμφιβάλλετε, σκεφτείτε τι κουλτούρα θα διαμορφώσουν οι παίκτες σε μία ομάδα ποδοσφαίρου αν είναι προπονητής κάποιος που βρωμάει πρωινιάτικα αλκοόλ, έχει τη λίγδα στο μαλλί που φωνάζει ότι έχει να κάνει μπάνιο μισή εβδομάδα και κάθε δυο-τρεις μέρες φτάνει καθυστερημένος στην προπόνηση. Από την άλλη μεριά, σκεφτείτε για προπονητή τον Σερ Άλεξ Φέργιουσον, με τα πανάκριβα καλοσιδερωμένα κοστούμια του και με τα γκάζια σε όποιον παίχτη εμφανιζόταν ακούρευτος. Τι συμπεριφορά περιμένετε να εμφανίσει η κάθε ομάδα στο γήπεδο;

Φταίει λοιπόν και η Υπουργός Πολιτισμού, αλλά και οι προηγούμενοι Υπουργοί Πολιτισμού, αφού αυτή η απίστευτη νοοτροπία του ΚΑΣ δεν είναι κάτι το καινούριο.

Κακώς λοιπόν απορεί ο Αλέξης Τσίπρας με αυτά που σκέφτονται στο ΚΑΣ. Οι άνθρωποι εκεί έχουν όλα τα αρνητικά που έχουμε συνδυάσει με τους κακούς δημόσιους υπαλλήλους και ο λόγος για αυτό είναι ακριβώς ίδιος: η αδιανόητη γραφειοκρατία και η απίστευτη νοοτροπία των ανωτέρων –όλων των ανωτέρων, από τον απλό προϊστάμενο μέχρι τον Υπουργό και τον Πρωθυπουργό. Αυτά τα δύο –όχι και τόσο ασύνδετα- προβλήματα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της σημερινής Ελλάδας.

Αν οι αρμόδιοι, απεσταλμένοι της παραγωγής του BBC, πέρα από την φαύλη νοοτροπία μας και τη γραφειοκρατία μας, ήρθαν αντιμέτωποι και με μερικά ούζα και καναδυό σουβλάκια, τότε μπορεί να μη γυρίσουν σειρά στον αρχαίο ναό, αλλά θα έχουν αρκετό υλικό για να κάνουν ντοκυμαντέρ σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα.

Υ.Γ. Έγραψα για χάρη του παραδείγματος για το «κρατικό μονοπώλιο της βίας». Σιγά μη γνωρίζει ο μέσος ΔΑΠίτης τι είναι αυτό το «κρατικό μονοπώλιο της βίας» το οποίο θεωρητικά υποστηρίζει η ιδεολογία του. Το μόνο που έχουμε μάθει όλοι τα τελευταία χρόνια είναι να «καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται», ακόμα και αν είναι από τον αστυνομικό προς τον δολοφόνο την ώρα του εγκλήματος. Έχουμε μπλέξει νοοτροπίες και ιδεολογίες και αδυνατούμε ακόμα και να παραδεχτούμε ότι στην πραγματικότητα έχουμε άγνοια. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι ο Πρωθυπουργός μας κατηγορεί όλους για «νεοφιλελεύθερη λιτότητα» και περνάει απαρατήρητο ότι ο νεοφιλελευθερισμός, που μπορεί να έχει χιλιάδες αρνητικά, προβλέπει το εντελώς ανάποδο από την λιτότητα. Στην πραγματικότητα, ποτέ στην χώρα μας δεν συζητήσαμε πραγματικά. Απλά κάναμε παράλληλους μονολόγους επιδεικνύοντας την ημιμάθειά μας σε άτομα που ήταν απασχολημένα με τον δικό τους μονόλογο.


 

Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Δημήτρη Κοντογιάννη «Δεν έχουμε Δημοκρατία: Μια κάπως μποέμ απόδειξη για κάτι που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζαμε», πατήστε εδώ!

 



Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι ο διαχειριστής του apopseis.gr.

Ο Αλέξης απορεί με τον τρόπο που σκέφτεται το ΚΑΣ· εγώ καθόλου.

γράφει ο Δημήτρης Κοντογιάννης.

Στις πρώτες μας πολιτικές συζητήσεις –ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις μας- όλοι βρεθήκαμε στην περίεργη κατάσταση του να μην έχουμε ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει ο συνομιλητής μας. Σκεφτείτε για παράδειγμα έναν ΔΑΠίτη και έναν ΚΝίτη, που στο ευγενές δεκαοκτάχρονο μυαλό τους έχουν λύσει όλα τα προβλήματα του κόσμου, να προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Έννοιες όπως «δικτατορία του προλεταριάτου», «σοβιέτ» και «κρατικό μονοπώλιο της βίας» γίνονται όργανα βασανιστηρίου για όσους πιο έμπειρους παρακολουθούν την συζήτηση.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο