γράφει ο Nικήτας Σταμ. Σταματελόπουλος.
Ο Νικήτας Σταμ. Σταματελόπουλος (Νικηταράς) ήταν ένας ήρωας της Επανάστασης του 1821 του οποίου η δράση και η προσφορά του είναι σε όλους γνωστή. Ήταν μάλιστα από τους οπλαρχηγούς που μπήκαν νωρίς στον αγώνα της απελευθέρωσης τότε που ακόμα δεν διαφαινόταν καμία ελπίδα λευτεριάς. Διέσχιζε όλον τον Μωριά και τη Ρούμελη και προσέτρεχε και συμμετείχε σε ιστορικές μάχες όπου τον καλούσε η Πατρίδα.
Για τα πολεμικά κατορθώματα του Νικηταρά και τις κυριότερες μάχες στις οποίες μετείχε έχουν γραφτεί πολλά. Θα θυμίσω μόνο επιγραμματικά τους αγώνες στην Τριπολιτσά, στο Βαλτέτσι, στα Βέρβενα και τα Δολιανά, στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι, στο Μεσολόγγι, στην Αττική, στην Αράχωβα και σε αρκετά μέρη της Ρούμελης και της Ελλάδας. Διακρίθηκε σε όλες τις μάχες που συμμετείχε για το πάθος, την αποτελεσματικότητα και την ανδρεία του. Στη νικηφόρα μάχη μάλιστα των Δολιανών του αποδόθηκε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος, καθώς αποτελούσε το μεγαλύτερο φόβο και τρόμο των αντιπάλων. Το πάθος του για την απελευθέρωση ενέπνευσε όλους τους Έλληνες και αναπτέρωσε την ελπίδα για την οριστική νίκη.
Ο Νικηταράς μπορεί να αποτελούσε φόβητρο για τους Τούρκους, αλλά παράλληλα ήταν ένας απίστευτα έντιμος επαναστάτης και ανιδιοτελής πατριώτης. Ήταν ο μοναδικός ίσως ήρωας που αγωνίστηκε χωρίς να επιδιώξει το παραμικρό προσωπικό όφελος -μήτε λάφυρα, μήτε εκτάσεις. Δεν δεχόταν να πάρει μερίδιο από τα λάφυρα των μαχών, «δεν πολεμάμε για λάφυρα» τόνιζε.
Μια φορά μονάχα ύστερα από τη μάχη των Δερβενακίων και μετά από επιμονή των συντρόφων, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Τη σέλα τη δώρισε αμέσως σε συμπολεμιστή του, την ταμπακέρα την έστειλε στην γυναίκα του, Αγγελίνα, ως ένδειξη αγάπης και το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για την ενίσχυση του στόλου. Οι Υδραίοι συγκινημένοι από τη χειρονομία του το έστειλαν πίσω συνοδευόμενο με μια επιστολή, στην οποία έγραφαν πως «αυτό το σπαθί έχει αξία μόνο όταν το κρατά ο Νικηταράς».
Αν και την ώρα της μάχης επιβαλλόταν να είναι σκληρός και ορμητικός μετά τη μάχη μεταμορφωνόταν σε σπλαχνικό άνθρωπο. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό το παρακάτω περιστατικό, το οποίο αναφέρεται στην Εφημερίδα Αθηναΐς (Τεύχος 6ο – Ιούνιος 1876). Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο του 1876, ο Παναγιώτης Γιατράκος, Έλληνας αγωνιστής του 1821, διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό στον Φιλέλληνα Ελβετό Βετάν, που ήρθε στην Ελλάδα σαν μυστικοσύμβουλος του Καποδίστρια και έτσι διασώθηκε αυτή η άγνωστη ιστορία: Μετά τη νικηφόρα μάχη στα Δερβενάκια ο Νικηταράς παρέμεινε με τους συντρόφους του για ελέγξει πιθανή νέα επίθεση των Τούρκων. Στο πεδίο της μάχης εντόπισε έναν τραυματισμένο αντίπαλό του, Αλβανό, ο οποίος του ζήτησε να τον σκοτώσει για να απαλλαγεί από τους φρικτούς πόνους. Ο Νικήτας απάντησε «Εγώ είμαι στρατιώτης και όχι δήμιος». Έτσι, τον μετέφερε στην πλάτη του, ως Καλός Σαμαρείτης, για να του παρασχεθεί ιατρική βοήθεια από τον γιατρό του στρατοπέδου. Καθ’ οδόν ο Αλβανός αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο σωτήρας του και συγκινημένος κόβει με ένα λεπίδι μια τούφα από τα μαλλιά του, για να την κρατήσει σαν φυλακτό και ενθύμιο. Ο ήρωας αμέσως αντέδρασε νομίζοντας ότι προσπαθεί να τον σκοτώσει, «Είσαι άπιστος μωρέ Αλβανέ, εγώ θέλω να σε σώσω και συ μελετάς να με φονεύσεις», αλλά ο πληγωμένος τον διαβεβαίωσε για την αγνή πρόθεσή του. Στην εφημερίδα μάλιστα αναφέρεται ότι το κειμήλιο αυτό του βοστρύχου το παρέδωσε ο πληγωμένος Αλβανός στον Παναγιώτη Γιατράκο, που είχε και αυτός πάρει μέρος στη μάχη των Δερβενακίων.
Αυτό το περιστατικό ενέπνευσε τον γλύπτη Λάζαρο Φυτάλη και αναπαρέστησε τη συγκεκριμένη σκηνή. Το σύμπλεγμα είναι από μάρμαρο, το οποίο δημιουργήθηκε το 1876 σε φυσικό μέγεθος (έχει ύψος 68 εκατ.) και πρόσφατα δημοπρατήθηκε από γνωστό ελληνικό οίκο.
Αυτήν την άγνωστη πτυχή της προσωπικότητας ήθελε να αναδείξει το δραστήριο Δ.Σ. της Αδελφότητας Τουρκολεκαίων “Ο Νικηταράς”, γι’ αυτό στο φετινό επετειακό ημερολόγιο απεικονίζεται το συγκεκριμένο έργο.
H αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά ήταν παροιμιώδης. Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν κατέλαβε αξιώματα και θέσεις εξουσίας. Παρ᾽ όλα αυτά, διώχθηκε από την Βαυαροκρατία και με εντολή του Όθωνα φυλακίστηκε στην Αίγινα. H ελληνική πολιτεία δεν τον τίμησε ως όφειλε. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας», στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας Πειραία.
Ο δίκαιος Αριστείδης της νεότερης Ελλάδας, όπως τον έχει αποκαλέσει ο ιστορικός Αντώνιος Παναγιωτόπουλος, μπορεί να πέθανε τυφλός και πάμφτωχος, αλλά παραμένει αθάνατος μέχρι σήμερα στη συνείδηση του λαού και της ελληνικής ιστορίας.