Ο Fallada είναι “μάγος”. Πέρα από την αριστοτεχνική του γραφή, την εξαιρετική του δομή, τους πειστικούς χαρακτήρες, την αφηγηματική του ικανότητα να περνάει στον αναγνώστη του γεγονότα, μηνύματα και συμβολισμούς, με σαφήνεια και καθαρότητα, μέσα από καθημερινές ιστορίες των απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας, εκείνο που κυρίως με συγκλόνισε, ήταν η ταύτιση, εκείνη η απίστευτη ταύτιση με την αίσθηση της μοναξιάς, της ίδια ακριβώς μοναξιάς με τη δική μου, που βίωναν οι ήρωές του.
Η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν, διαβάζοντας λογοτεχνία, αυτό που πάντα απολάμβανα, ήταν – και συνεχίζει να είναι – η φυγή από τη δική μου πραγματικότητα και το ταξίδι στους άγνωστους προορισμούς των αδιάβαστων σελίδων. Στην περίπτωση ωστόσο του Μόνος στο Βερολίνο, ο ίδιος ο τίτλος του συγκλονιστικού αυτού μυθιστορήματος δείχνει, πως το βιβλίο πραγματεύεται την έννοια της μοναξιάς, πριν καν ακόμα εισαχθείς σαν αναγνώστης στην πλοκή του, πριν ακόμα ξεφυλλίσεις τις σελίδες του. Μοναξιά, λοιπόν. Η μοναξιά που νιώθει κάποιος, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους, σε ένα παρανοϊκό ολοκληρωτικό καθεστώς, όπως εκείνο της ναζιστικής Γερμανίας. Αυτό είναι, με δυο λόγια, το θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας. Και στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος, η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται καθημερινά όλο και περισσότερο και ο μέσος Γερμανός δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα γρανάζι, ένα ασήμαντο μικρό γρανάζι, του τερατουργήματος που κατασκευάστηκε, αυτοαποκαλούμενο ως κρατική μηχανή.
Δεν σκοπεύω να σας παρουσιάσω το βιβλίο, δεν είναι αυτός ο στόχος μου, παρόλο που θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα. Για όποιον ενδιαφέρεται, κυκλοφορεί σε εξαιρετική μετάφραση στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πόλις. Ο λόγος όμως που αναφέρθηκα στο βιβλίο, που παρεμπιπτόντως ξαναδιάβασα πέρυσι το καλοκαίρι, το πιο μοναχικό καλοκαίρι σε όλη τη διάρκεια της περιόδου της κρίσης, είναι άλλος. Σίγουρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ή να παρομοιάσει αυτά που ζούμε τα τελευταία χρόνια με το ολοκληρωτικό καθεστώς της ναζιστικής Γερμανίας. Οπωσδήποτε συνεχίζουμε να ζούμε μια δημοκρατία, έστω και κατ’ επίφασιν. Υποθέτω, ότι στο “κατ’ επίφασιν” θα συμφωνήσετε μαζί μου. Αυτή η δημοκρατία ωστόσο, έχει απαξιώσει σε τέτοιο βαθμό τη δική μας ανθρώπινη ζωή, μας έχει καταστήσει τόσο ασήμαντα γρανάζια της, μας έχει εισαγάγει σε μια τόσο παρανοϊκή σφαίρα, που πραγματικά, είναι πολύ δύσκολο να αποφύγεις κάποιες συγκρίσεις. Στην τελική, δεν ξέρω πόσο μεγαλύτερη σημασία μπορεί να έχουν τα ονόματα και οι χαρακτηρισμοί, από την ουσία των πραγμάτων. Θέλω να πω, δεν ξέρω αν έχει σημασία το γεγονός ότι ένα καθεστώς ονομάζεται δημοκρατικό, όταν φέρει τόσο έντονα τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Δεν γνωρίζω επίσης, πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η αίσθηση της μοναξιάς που βιώνει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους σαν κι αυτόν ανθρώπους, στα πλαίσια μιας δημοκρατίας της παράνοιας και ενός παρανοϊκού ολοκληρωτικού καθεστώτος. Αν το μόνο που κάνει πλέον τη διαφορά είναι το γεγονός, ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ταυτίζονται και με τον διαρκή τρόμο και απειλή, να χαρακτηριστούν κάποιοι ως αντιφρονούντες με τις γνωστές συνήθεις συνέπειες που αυτό μπορεί να επιφέρει, τότε ζητώ ταπεινά συγνώμη από τους άρχοντες, αλλά θα πρέπει σίγουρα να κοιτάξουν την ποιότητα του υφάσματος της δημοκρατίας τους.
Ο Ότο και η Άννα Κβάνγκελ, οι κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος του Fallada, τόλμησαν να αναστατώσουν το Βερολίνο του 1940, γράφοντας αντικαθεστωτικές κάρτες, που τις μοίραζαν σε διάφορα κεντρικά σημεία της πόλης, με την προσδοκία να “εκπαιδεύσουν” και κατά συνέπεια να επηρεάσουν, την τρομοκρατημένη και αλλοτριωμένη σκέψη των συμπολιτών τους, να τους θέσουν στη διαδικασία να ξανα-σκεφθούν. Η πράξη τους δεν ήταν πράξη ηρωική, ούτε και οι ίδιοι θεώρησαν ποτέ τους εαυτούς τους ως ήρωες. Κι οι δυο τους, υπήρξαν γονείς ενός νεαρού παιδιού που το κατάπιε εκείνος ο τρελός πόλεμος και οδηγήθηκαν σε μια τολμηρή πράξη αντίστασης – ενδεχομένως και χωρίς κανένα νόημα – μόνο και μόνο ως αντίδραση στη δράση, μεταλλασσόμενοι από απλοί φιλήσυχοι καθημερινοί άνθρωποι, σε αγωνιστές.
“Όλα όσα είμαι, τα έχω χάσει. Αυτό σημαίνει να είσαι μόνος”, γράφει σε κάποιο άλλο σημείο ο Fallada, κάνοντάς με να αισθάνομαι, ότι ήμουν εγώ που είχα γράψει εκείνη τη φράση ή ότι τη στιγμή κατά την οποία τη διάβαζα, δεν διάβαζα, αλλά παραμιλούσα μόνη μου, στο μισοσκόταδο της βεράντας μου. Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι πως η μοναξιά που βιώνει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, στα πλαίσια ενός στρεβλού περιβάλλοντος, κατάστασης ή καθεστώτος, μπορεί κυριολεκτικά να τον μεταλλάξει σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν σ’ ολόκληρη την προηγούμενη ζωή του. Αποτελεί ανάγκη, τρόπο επιβίωσης και λόγο ύπαρξης.
Και για να περάσουμε στα δικά μας, των κοινών θνητών, ω, ναι, πόσο μεγάλη ευτυχία, όταν συναντήσεις στον δρόμο σου μερικούς ακόμα σαν εσένα.. μεταλλαγμένους!… Τις προάλλες συνομιλούσα με μια φίλη από την Κροατία. Η συζήτηση περιπλεκόταν γύρω από τις καλοκαιρινές μας διακοπές και το πώς σκοπεύουμε να τις περάσουμε, ώσπου καταλήξαμε στο συμπέρασμα, ότι ποτέ και πουθενά δεν ηρεμείς και δεν χαλαρώνεις, όταν συνεχίζεις να κουβαλάς σκέψεις, προβληματισμούς και δυσεπίλυτα προβλήματα στο κεφάλι σου, period. Ωστόσο, ας πάρουμε μια ολιγοήμερη απόσταση από την παρανοϊκή καθημερινότητα, ένα μικρό “διάλειμμα από την κρίση” όπως έγραψε πριν από μερικά χρόνια ένας φίλος, μακριά από παρτάκηδες, αχάριστους, αγνώμονες και εγωκεντρικούς – ρυπογόνο είδος – για να φορτίσουμε τις μπαταρίες μας, ενδεχομένως και για να σχεδιάσουμε νέους τρόπους αντίστασης.
Καλές διακοπές!
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!