γράφει η Άννα Μαρία Γιαρέντη – Αρχιτέκτων.
Κατά την περιήγηση στην πόλη, περπατώντας ανάμεσα σε θραύσματα της ιστορίας, υπάρχει η διαρκής αντιλογία της διατήρησης με την εξάλειψη.
Πότε το παλιό πρέπει να συντηρηθεί, πότε πρέπει να ανανεωθεί και πότε πρέπει να δώσει χώρο στο νέο;
Ποια είναι τα κριτήρια ώστε το παλιό να θεωρηθεί μη βιώσιμο και υπό ποιες συνθήκες ορίζουμε την εκ νέου βιωσιμότητά του;
Πότε τίθεται το θέμα της μνημειοποίησης, πότε της επανάχρησης και πότε της καθαίρεσης;
Κι αν επιλεχθεί η καθαίρεση, θα δώσει τόπο στο αστικό κενό ή χώρο σε μία νέα κατασκευή;
Ή μήπως η καθαίρεση έρχεται ως ανάγκη ξεριζώματος ενός κομματιού ιστορίας, με σκοπό όχι την δημιουργία του νέου, αλλά την επιστροφή σε ένα λαμπρότερο παρελθόν;
Οι πόλεις που καθημερινά βιώνουμε αποτελούν ένα μωσαϊκό στιγμών του παρελθόντος, σε συνύπαρξη με τις ανάγκες του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Ψήγματα της ζωής των προκατόχων, μάς περιβάλλουν και υποδηλώνουν τον τρόπο δομής κάποιας περασμένης κοινωνίας. Οι ανάγκες, αντιληπτές και υποσυνείδητες, έκαναν αυστηρές υποδείξεις στους μάστορες και τα βιώματα, οι ανέσεις και οι αστοχίες ακόμη, έβαζαν λιθαράκια. Κι έπειτα οι σπουδαγμένοι, άλλοι με σύνεση κι άλλοι με βιασύνη, άπλωναν σεντόνια γεμάτα με σχέδια, άλλοτε δωρικά κι άλλοτε γεμάτα διακοσμήσεις. Αυτό το άτσαλο ίσως σκηνικό ενισχύει την φυσική συνέχεια της εξέλιξης και λειτουργεί θεραπευτικά απέναντι στις αγωνίες που αποφέρει η προσμονή του μέλλοντος. Συνάμα, προσφέρει στους πρεσβύτερους την θύμηση και την παρηγοριά των χρόνων που χάθηκαν, χαρίζοντας μια γλυκιά μελαγχολία.
Ωστόσο, με την σκέψη τής συνεχώς ανανεούμενης ιστορίας, κάθε γενιά οφείλει να παράξει το δικό της καθεστώς καθημερινότητας, προκειμένου να πειραματιστεί, να εξελιχθεί, να ωριμάσει και να στήσει το υπόβαθρο των επόμενων, ορμώμενη από το υποσυνείδητο αίσθημα τής συνεχώς βελτιούμενης επιβίωσης, που υπόκειται στην φύση του ανθρώπου.
Είναι συνεπώς σαφές πως, προκειμένου να δομείται η νέα κοινωνία, πρέπει να θυσιάζονται κάποια στοιχεία της παλιάς, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε κάθε εποχή, σε κάθε γενιά, να αποθέτει τα δικά της μνημεία στον χάρτη της πόλης. Να προσαρμόζει τις υποδομές της, να εισάγει τις σύγχρονες τεχνολογίες και να αποδομεί τα χωρικά κατάλοιπα άλλων κοινωνικών δομών. Δημιουργείται όμως μια διαμάχη που αφορά στην κατηγοριοποιήση της σημασίας του κάθε χώρου και εξετάζει την πιθανότητα ελευθέρωσής του. Τα κριτήρια, ωστόσο, που εξυπηρετούν αυτήν την κατηγοριοποίηση ποικίλουν και διαρκώς αντικρούονται, καθώς αποτελούνται από παράγοντες πολλαπλών συνιστωσών και οπτικών, εμπλέκοντας διαφορετικές επιστήμες και πολιτικές επιλογές για την διαμόρφωση των μελλοντικών αφηγήσεων.
Σε παράλληλη συζήτηση, η ταξινόμηση του αποθέματος, εξαρτάται και από τις προοπτικές βιωσιμότητας και εξυγίανσης του υπάρχοντος, ή ακόμη κι από το ενδεχόμενο μνημειοποίησής του. Είναι, ίσως, θεμιτή η σκέψη πως όλες αυτές οι διαβαθμίσεις και οι χειρονομίες πρέπει να ισορροπούν, προς αποφυγή δημιουργίας πόλεων-εκθέσεων ή φαντασμάτων. Υπάρχει και η εκδοχή ισχυρότερων τοποθετήσεων, όπου η διαβάθμιση μπορεί να δομηθεί σε επίπεδο γειτονιάς, αντί μικρών σημειακών επεμβάσεων, με τον κίνδυνο να δημιουργηθεί είτε ένα πολύπλοκο μόρφωμα που απαγορεύει την ηρεμία και προκαλεί σύγχυση ή μία απόλυτα ομοιογενή κοινότητα που σαμποτάρει την διαφορετικότητα και την νοστιμιά της ποικιλίας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως πρέπει να υπάρχει σεβασμός και στο παρελθόν και στο μέλλον, αλλά και να απασχολείται ουσιαστική σκέψη στους τρόπους συμπόρευσης των δύο και μεταβάσεις από το ένα στο άλλο, με πίστη στο ρίσκο που παίρνουμε κάθε φορά.
Άλλωστε, ποια μετάβαση στο άγνωστο μέλλον γίνεται χωρίς αγωνία;