Κατ’ αρχάς, τα προβλήματα στελέχωσης των Ανεξαρτήτων Αρχών, μεταξύ των οποίων και του ΕΣΡ, δεν έχουν ανακύψει κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ήδη από την προηγούμενη κυβερνητική περίοδο, όταν η σημερινή κυβερνώσα πλειοψηφία βρισκόταν στα έδρανα της αντιπολίτευσης, ηρνείτο πεισματικά και αντιδρούσε σε κάθε πρωτοβουλία των τότε συγκυβερνώντων για την εκλογή νέων μελών των Αρχών. Πάντοτε η σχετική διαδικασία οδηγείτο σ’ ένα φιάσκο, με συνέπεια την κατάθεση και ψήφιση τροπολογιών εκ μέρους της τότε κυβερνώσας πλειοψηφίας, με τις οποίες παρατεινόταν διαρκώς η θητεία των ενεργών τους μελών. Ειδικά στην περίπτωση του ΕΣΡ πάντως, την όλη κατάσταση επιβάρυνε ο νόμος για τις τηλεοπτικές συχνότητες (Ν. 4339/2015) του περασμένου Οκτωβρίου.
Βάσει των διατάξεών του, υπεύθυνος για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών κατέστη σχεδόν αποκλειστικά ο εισηγητής του εν λόγω νομοσχεδίου, αρμόδιος Υπουργός Επικρατείας. Ο ρόλος του ΕΣΡ περιορίστηκε σε αμιγώς συμβουλευτικά καθήκοντα, καθότι η μεν τιμή εκκίνησης για την παραχώρηση τηλεοπτικής συχνότητας καθορίζεται στο εξής με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Επικρατείας, ο δε αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών με νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με τροπολογία που ψηφίστηκε στη Βουλή προ ολίγων ημερών. Και πάλι, δηλαδή, η ρύθμιση του τηλεοπτικού χάρτη επαφίεται στη βούληση της σημερινής συγκυβέρνησης καθότι, ως γνωστόν, στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία η εκάστοτε Κυβέρνηση είναι εκείνη που νομοθετεί, η δε Βουλή απλώς επικυρώνει. Τοιουτοτρόπως πάντως, καταδεικνύονται για μία ακόμη φορά οι συγκεντρωτικές τάσεις του πολιτικού μας συστήματος και δη της κεντρικής διοίκησης.
Ο συγκεντρωτισμός, βέβαια, δεν είναι κάτι καινοφανές για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Χρονολογείται από τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους. Απολύτως συγκεντρωτική συμπεριφορά διέκρινε τόσο τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, με πρώτη πολιτική του πράξη στα 1828 τη διάλυση της τότε Βουλής, όσο και τον Όθωνα στις περιόδους απόλυτης και συνταγματικής μοναρχίας. Μετέπειτα, στα έτη της βασιλευόμενης δημοκρατίας αποκλειστικοί διαχειριστές της εξουσίας ήταν το Στέμμα μαζί με τους εκάστοτε κυβερνητικούς αρχηγούς, στη δε περίοδο της Γ’ Ελληνικής –πρωθυπουργοκεντρικής– Δημοκρατίας τα ηνία της εξουσίας βρίσκονται στα χέρια κάθε πρωθυπουργού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, ο σημερινός εν Ελλάδι κυβερνητικός συγκεντρωτισμός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με πρακτικές καλής διακυβέρνησης, που άρχισαν να υιοθετούνται κατά τη δεκαετία του 1990 σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο, επιτρέποντας τη διάχυση της εξουσίας και κατ’ επέκταση της λήψης αποφάσεων και εφαρμογής δημοσίων πολιτικών σε αποκεντρωμένους θεσμούς και ανεξάρτητες αρχές.
Συνεπώς, η στάση που τηρεί η σημερινή συγκυβέρνηση, και ως προς τη διαχείριση των τηλεοπτικών αδειών, ομολογεί τις συγκεντρωτικές της καταβολές και, αν μη τι άλλο, τη δυσπιστία της απέναντι σε ανεξάρτητους συνταγματικούς θεσμούς. Πόσω μάλλον, όταν ο αρμόδιος για το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο Υπουργός επιτρέπει να κυοφορείται μια ενδεχόμενη νομοθετική του πρωτοβουλία μεταφοράς της προκήρυξης του διαγωνισμού των συχνοτήτων από το ΕΣΡ στο Υπουργικό Συμβούλιο. Εάν συμβεί και αυτό, τότε και ο πλέον καλοπροαίρετος δεν θα μπορεί ν’ απαρνηθεί εκείνο που θα συντελείται· την καταφανή πρόταξη πολιτικών-κομματικών σκοπιμοτήτων έναντι του συνταγματικού δικαιώματος στην αντικειμενική πληροφόρηση και ελεύθερη ενημέρωση.