γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Η αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εξελέγη τον Ιούλιο του 2019 με σαφή λαϊκή εντολή να χαράξει μια νέα αρχή για τη χώρα, να ακολουθήσει ξεκάθαρη μεταρρυθμιστική πολιτική και να βάλει τέλος στους άγονους και καταστροφικούς πειραματισμούς της προηγούμενης περιόδου διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ωστόσο, πολύ σύντομα, το μέγα παγκόσμιο πρόβλημα της πανδημίας ήταν αυτό που κυριάρχησε στην ατζέντα της πολιτικής. Αυτό επηρέασε και επηρεάζει κάθε πτυχή του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Και αυτή την πρόκληση κλήθηκε να διαχειριστεί η παρούσα κυβέρνηση. Και ευτυχώς για την χώρα. Γιατί εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τι θα μπορούσε να συμβεί αν τα ηνία της εξουσίας κατείχαν πολιτικές δυνάμεις με λαϊκίστικο πρόσημο.
Ενίσχυση του ΕΣΥ
Βεβαίως, η κυβέρνηση, όλο το προηγούμενο διάστημα, ήταν αναγκασμένη να κάνει ασκήσεις λεπτής ισορροπίας μεταξύ της προστασίας της δημοσίας υγείας και της στήριξης της οικονομίας. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι την προηγούμενη περίοδο, το Εθνικό Σύστημα Υγείας ενισχύθηκε ουσιαστικά, με χιλιάδες νέες προσλήψεις και υπερδιπλασιασμό των ΜΕΘ. Οπωσδήποτε, η έκτακτη κατάσταση που έχει ενσκήψει με τις δεκάδες των νεκρών καθημερινώς, αλλά και τα δεκάδες χιλιάδες κρούσματα, επιτάσσουν επιτάχυνση των μέτρων θωράκισης του ΕΣΥ. Για τον λόγο αυτό προκηρύχθηκαν, ήδη, 4.000 θέσεις μόνιμου νοσηλευτικού και 900 λοιπού προσωπικού, ενώ αναμένεται η προκήρυξη επιπλέον 700 θέσεων μόνιμου ιατρικού προσωπικού.
Ανάκαμψη της οικονομίας
Η πανδημία είχε άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία. Η κυβέρνηση έλαβε μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων όσο διαρκούσαν οι αυστηροί περιορισμοί ύψους σχεδόν 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ μόνον στον χώρο της εστίασης αυτά αγγίζουν τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ. Η πολιτική αυτή, όπως αναγγέλθηκε, θα συνεχιστεί για όσο ακόμη υπάρχει ανάγκη, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να μείνουν όρθιες και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας.
Σημαντικές, όμως, ήταν και οι αλλαγές που είχαμε στο επενδυτικό κλίμα και στην εικόνα της Ελλάδας στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη. Το προηγούμενο διάστημα, και παρά τις δυσχέρειες της πανδημίας, ανακοινώθηκαν οι επενδύσεις της Amazon, της Pfizer, το ξεκόλλημα επιτέλους της επένδυσης στο Ελληνικό, επενδυτικές παρεμβάσεις στα ναυπηγεία της χώρας, αλλά και άλλες εμπορικές κινήσεις που δίνουν έναν αέρα αισιοδοξίας για το μέλλον, όπως και ελπίδες για περιορισμό των απωλειών από το brain drain των προηγούμενων ετών.
Η καλή εικόνα της χώρας, όμως, και η διαφημιστική εκστρατεία απέδωσαν και στην αναστροφή του τουριστικού κύματος προς την πατρίδα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2021, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση αυξήθηκε κατά 89% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2020, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν αύξηση κατά 140% και διαμορφώθηκαν κοντά στα 10,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου τυχαία τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 9μηνο του 2021, που δίνει αύξηση της ανάπτυξης πάνω από το 9,3%, ενώ εντυπωσιακή είναι και η αύξηση των επενδύσεων κατά 18,1%.
Μεταρρυθμίσεις
Οπωσδήποτε, στα υπέρ της κυβερνητικής θητείας πρέπει να προστεθεί η τεράστια δουλειά που έχει γίνει στον τομέα της ψηφιοποίησης του κράτους. Είναι χαρακτηριστική η εκτόξευση των ψηφιακών συναλλαγών το πρώτο εξάμηνο του 2021, όταν οι ψηφιακές επισκέψεις έφτασαν τα 150 εκατομμύρια, ενώ το 2018 ήταν μόλις τα 8,8 εκατομμύρια.
Μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, με μακροπρόθεσμες θετικές προσδοκίες έχουν πραγματοποιηθεί και στον πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης -που κι αυτός ταλαιπωρήθηκε από την πανδημία- με την νομοθέτηση του ελάχιστου βαθμού εισαγωγής στα ΑΕΙ και την καθιέρωση την αξιολόγησης. Η υπέρβαση των στεγανών και των ιδεοληψιών που δημιούργησαν οι δεκαετίες της μεταπολίτευσης στον χώρο της εκπαίδευσης είναι εκ των ων ουκ άνευ για την προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας στα νέα παγκόσμια δεδομένα. Είναι μια προσπάθεια που έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά χρειάζεται ακόμη πολύ δρόμο για να φθάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μια από τις βασικές εξαγγελίες της Νέας Δημοκρατίας υπήρξε, επίσης, η πάταξη της εγκληματικότητας και της αποκατάστασης του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών, που είχε πληγεί κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενίσχυσε την ΕΛΑΣ τόσο σε προσωπικό όσο και σε υλικά μέσα, ενώ προχώρησε και σε αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο. Οι αλλαγές στον ποινικό κώδικα περιόρισαν τις δυνατότητες γρήγορης αποφυλάκισης στα κάθε είδους εγκληματικά στοιχεία που είχε επιτρέψει η προηγούμενη κυβέρνηση.
Επιπλέον, παραμένει ως βασικός στόχος η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει, ήδη, σημαντικά βήματα, ενώ ιδιαίτερη αξία έχει το μήνυμα που έστειλε πρόσφατα ο Άρειος Πάγος με την αποπομπή έξι δικαστικών λειτουργών που είχαν παραπεμφθεί λόγω υπέρμετρων καθυστερήσεων στην έκδοση αποφάσεων.
Έτος σταθμός
Επομένως, το 2022 υπό ορισμένες συνθήκες, όπως είναι το τέλος της πανδημίας, αλλά και η κάμψη της ενεργειακής κρίσης που δημιουργεί αλυσιδωτές αυξήσεις στα αγαθά και στις υπηρεσίες, θα μπορούσε να γίνει έτος σταθμός μιας νέας εποχής για την Ελλάδα. Μην λησμονούμε ότι εντός του έτους θα αρχίσουν να εισρέουν από το Ταμείο Ανάκαμψης ποσά που εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης των 27 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ συνολικά την περίοδο 2021-2027 θα εισρεύσουν 90 δισεκατομμύρια ευρώ, που θα προέλθουν, εκτός από το Ταμείο Ανάκαμψης, από τον τακτικό προϋπολογισμό της ΕΕ, το ΙnvestEU και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αποδείξει ότι είναι “παντός καιρού” και μπορεί στο εξής να ξετυλίξει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα το μεταρρυθμιστικό της σχέδιο προς όφελος του συνόλου των πολιτών, και πρωτίστως της νέας γενιάς.