γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προβεί σε προσλήψεις τηρώντας το όριο 1:1 για τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και 47.500 για τους έκτακτους. Προς τούτο, ζητά με εγκύκλιό της από τους φορείς να υποβάλουν τα αιτήματά τους με βάση τις κενές θέσεις στους οργανισμούς τους και τις αποχωρήσεις του τελευταίου έτους. Η διαδικασία αυτή, που είναι γνωστή ως «προγραμματισμός προσλήψεων», ακολουθείται, παγίως, εδώ και δεκαετίες. Είναι μια διαδικασία συντηρητική, λανθασμένη και ατελέσφορη για τους εξής βασικούς λόγους:
Α) Η στοιχειοθέτηση των αναγκών για προσλήψεις γίνεται στη βάση των απαντήσεων που δίνουν οι ίδιοι οι δημόσιοι φορείς. Το ελληνικό διοικητικό σύστημα είναι δομημένο, όμως, στη βάση απομονωμένων δομών που δεν επικοινωνούν με άλλες της ίδιας κατηγορίας και μορφής. Κάθε δομή έχει τις δικές της ανάγκες, ακόμη κι αν άλλες, ομοειδείς, βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις 3 νοσοκομείων σε απόσταση 17 χιλιομέτρων ή οι περιπτώσεις του γενικού και των ειδικών πρωτοκόλλων με αποτέλεσμα κάθε Διεύθυνση να έχει το δικό της πρωτόκολλο (που μεταφράζεται σε ανάγκη για υπαλλήλους πρωτοκόλλου, γραφείων, κλπ). Κάθε μονάδα περιγράφει τις ανάγκες της σε προσωπικό ανεξάρτητα από τις ανάγκες των διπλανών, των όμορων μονάδων.
Η παθολογία αυτή (“silo effect») οφείλεται τόσο στην ανυπαρξία δικτυώσεων και σύγχρονων συστημάτων κινητικότητας πληροφοριών και υπηρεσιών όσο, και κυρίως, στην επικράτηση ενός πελατειακού συστήματος το οποίο επιδιώκει την απομόνωση αντί της δικτύωσης, ώστε να έχει περισσότερο χώρο για τακτοποιήσεις ημετέρων. Έτσι, φθάσαμε στο δυσθεώρητο ύψος των περίπου ενός εκατομμυρίου απασχολούμενων στο δημόσιο στις αρχές της κρίσης. Η κατάσταση αυτή δεν θεραπεύτηκε στην ρίζα της αλλά αντιμετωπίστηκε, πυροσβεστικά, με τη θέσπιση πλαφόν στις προσλήψεις μονίμων δημοσίων υπαλλήλων (1:5, 1:3, 1:1) και 47.500 για τους έκτακτους. Η απαγόρευση αυτή συγκράτησε, σε κάποιο βαθμό, τον αριθμό των προσλαμβανόμενων αλλά, βεβαίως, δεν έλυσε το πρόβλημα της λειτουργικής αναδιοργάνωσης.
Β) Τα «κενά» στους οργανισμούς των δημοσίων υπηρεσιών είναι πλασματικά. Περιγράφουν την ανάγκη ύπαρξης πολύ περισσότερων θέσεων απ’ όσες, όντως, χρειάζονται για να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους. Στην πραγματικότητα, οι έξτρα θέσεις συνιστώνται προκειμένου να υπάρχει «ρουσφετολογικός» χώρος για προσλήψεις για την εκάστοτε κυβέρνηση. Στη διάρκεια των μνημονίων επιχειρήθηκε η ρητή κατάργηση των λεγόμενων κενών οργανικών θέσεων, οι οποίες, όμως, επανασυστάθηκαν, μετ’ ου πολύ, με διαρκείς αναθεωρήσεις των οργανισμών.
Γ) Οι αποχωρήσεις, επίσης, δεν συνιστούν παρά μόνον έναν αριθμητικό δείκτη για την εκτίμηση των αναγκών σε προσλήψεις. Καμία ασφαλή ένδειξη για την πρόσληψη του κατάλληλου προσωπικού δεν παρέχει η ένδειξη της εκπαιδευτικής κατηγορίας στην οποία ανήκει. Τι σημαίνει η ανάγκη για πρόσληψη 100 υπαλλήλων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης; Παρ’ όλον ότι συχνά ζητάμε κάποια ειδικότητα η αποδεικτικό της εμπειρίας σε αντίστοιχη θέση, είμαστε πολύ μακριά από το να έχουμε ένα σύγχρονο σύστημα περιγραμμάτων θέσεων.
Η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει, τάχιστα, στη μεταρρύθμιση του συστήματος διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο αρχίζοντας από το φλέγον θέμα των προσλήψεων, πριν εγκλωβιστεί στον πίθο των δαναϊδων των κενών και των εικαζόμενων αναγκών.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε και στο liberal.gr