Σκέψου.. θυμήσου την αντίδρασή σου μπροστά σε τέτοιους μικρούς ευχάριστους αιφνιδιασμούς… Θυμήσου την τελευταία φορά που συναντήθηκες με τους κολλητούς σου για μπύρες. Την τελευταία φορά που χάζευες βιτρίνες στην Ερμού, χασκογελώντας και κουτσομπολεύοντας με τη φίλη σου. Θυμήσου εκείνα τα Χριστούγεννα στο Σύνταγμα, που για πρώτη φορά φώναξε ο γιος σου “μαμά”, καθισμένος πάνω στο ξύλινο αλογάκι του καρουζέλ που στριφογύριζε. Τόσος κόσμος τριγύρω κι εσύ στεκόσουν σαν χαζή, γελοκλαίγοντας από έκπληξη και συγκίνηση. Θυμήσου εκείνο το πρωινό, που παρά τρίχα δεν έχασες το αεροπλάνο, πηγαίνοντας στην κόρη σου. Εκείνη τη βραδιά που ο κινηματογράφος κατέληξε σε ρακάδικο, με γλέντι μέχρι το χάραμα. Εκείνη τη νύχτα που πήγατε μαζί για ένα τσιγάρο στο φάρο και για πρώτη φορά, σε κοίταξε βαθιά στα μάτια. Θυμήσου πόσο διαφορετικά σου φάνηκαν τότε τα χρώματα της θάλασσας. Θυμήσου εκείνη την Παρασκευή που, ξαφνικά, έσκυψε και σε φίλησε. Πόσο πολύ σε ξάφνιασε ο εαυτός σου, όταν, επιστρέφοντας στο σπίτι, ήθελες να χορέψεις μόνος σου μπροστά στον καθρέφτη, τρελός από χαρά..
Και τώρα φαντάσου.. δεν σου ζητώ τίποτα περισσότερο, παρά μόνο να κάνεις εικόνα.. Φαντάσου, να τρέχεις πανικόβλητος στο πεδίο της μάχης της Ερμού, σπρωγμένος, παραζαλισμένος, ποδοπατημένος από εκατοντάδες άλλους, χωρίς διέξοδο. Φαντάσου την πλατεία Συντάγματος, στόχο ψυχοπαθών δολοφόνων και το καρουζέλ, με το αγοράκι σου, φλεγόμενη βάτο. Φαντάσου το αεροπλάνο να εκρήγνυται στον αέρα και να μην ξαναβλέπεις ποτέ την κόρη σου. Σκέψου τον εαυτό σου εγκλωβισμένο στον κινηματογράφο ή στο γήπεδο κι εσένα όμηρο, υπό την απειλή όπλων, χωρίς έξοδο κινδύνου. Φαντάσου.. Φαντάσου.. να φεύγει το παιδί σου για διασκέδαση και να μην ξαναγυρίζει στο σπίτι ζωντανό.. Φαντάσου, να μην ξαναδείς ποτέ τον αγαπημένο φίλο που ζει μόνιμα στο εξωτερικό, όπως δεν ξανάδες ποτέ, μετά από εκείνο το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, τη νιόπαντρη ξαδέρφη σου και δεν γνώρισες ποτέ το αγέννητο μωρό που κουβαλούσε στην κοιλιά της. Φαντάσου.. τα μπουκάλια με τις μπύρες θρύψαλα, τους φίλους σου βαμμένους στο αίμα, την κολλητή σου νεκρή στα χέρια σου ή εκείνον να αφήνει μπροστά στα μάτια σου την τελευταία του πνοή..
Το φαντάζεσαι; Μπορείς να το κάνεις εικόνα έστω και στο ελάχιστο; Δεν θέλεις, έτσι; Δεν θέλεις, ούτε καν να σου περάσει απ’ το μυαλό. Λογικό. Ούτε κι εγώ.. Γι αυτό θα σου πω κάτι. Δεν με νοιάζει, ποιοι είναι, πόσοι είναι κι από πού έρχονται. Δεν με νοιάζει ποια είναι η πατρίδα τους, ποια η γλώσσα που μιλάνε και ποιος ο Θεός στον οποίο πιστεύουν. Δεν με νοιάζει καν ποιος τους στέλνει, πόσο ψυχικά διαταραγμένος είναι και ποια διαστροφή του θέλει να ικανοποιήσει. Δεν μου κάνει καμιά διαφορά, αν αυτός που δολοφονείται άδικα, είναι ο γείτονας της διπλανής πόρτας, της ίδιας ή άλλης ηπείρου, το παιδί του ή το δικό μου παιδί. Ούτε μου λέει κάτι, αν τα χρώματα της σημαίας του είναι άσπρα, κόκκινα, γαλάζια, πράσινα ή κίτρινα. Γιατί τα χρώματα υπάρχουν, για να ζωγραφίζεται η ζωή και όχι ο θάνατος. Η ζωή όλων των ανθρώπων. Όλου του πλανήτη.
Το παγκόσμιο φαινόμενο της τρομοκρατίας είναι μια ακόμα μορφή πολέμου, με τους ίδιους ήχους, εικόνες, σκηνές, αποτελέσματα. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες πρόωρα, άκαιρα χαμένες ζωές αθώων ανθρώπων, που συμμετέχουν μόνο στον σχεδιασμό της ζωής και πληρώνουν αιφνίδια το τίμημα μυστικών συνωμοσιών και δολοφονικών σχεδιασμών. Το φαινόμενο της τρομοκρατίας δεν επιδέχεται χρωματισμούς, σημαίες, θρησκείες, εθνικότητες. Είναι από μόνο του βαμμένο με τα χρώματα του πολέμου, του θανάτου, της φρίκης, του τρόμου, της σιωπής. Γιατί σε εντεταλμένους αιρετικούς δολοφόνους δεν ανήκει κανένα χρώμα από την παλέτα της ειρήνης και της ζωής. Ούτε καν το μαύρο!..