γράφει ο Δημήτρης Κοντογιάννης.
Δεν θα ήθελα για κανένα λόγο να βρεθώ στη θέση εκείνου που πρέπει να αποφασίσει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Είναι, νομίζω, κάτι που στερεί την ανθρωπιά από μέσα σου το να αναγκαστείς να βλέπεις τα άτομα ως μονάδες και όχι ως πρόσωπα. Στερεύει την ψυχή σου, όπως ίσως να έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Όταν μιλάμε για άτομα που διαλέγουν ποιος θα ζήσει και ποιος όχι, τους τελευταίους μήνες το μυαλό μας αυθόρμητα πηγαίνει στους γιατρούς και τους νοσηλευτές. Παραβλέπουμε όμως τους πολιτικούς, ίσως επειδή στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να τους τσουβαλιάζουμε όλους μαζί και να τους φορτώνουμε αμαρτίες του παρελθόντος και εύηχα κοσμητικά επίθετα.
Παρόλα αυτά, έχουμε δει τα χρόνια των μνημονίων τις επιπτώσεις των επιλογών της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας και πόσο εύκολα μπορεί να θυσιαστούν ολόκληρα τμήματα της κοινωνίας για να επιβιώσει το σύνολο. Ειδικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες, τις συνέπειες από αυτή την όχι και τόσο εθελοντική θυσία τις ζήσαμε στο πετσί μας.
Πώς αντιδράς λοιπόν όταν πρέπει να φροντίσεις για την επιβίωση εκατομμυρίων πολιτών ενώ ταυτόχρονα πρέπει να κρατάς ζωντανή την οικονομία, για να μη ξαναζήσεις συνθήκες μνημονίων; Πώς διαλέγεις ποιοι θα λειτουργούν και υπό ποιες συνθήκες, γνωρίζοντας ότι όσο κλείνεις τα πάντα προφυλάσσεις τους πολίτες αλλά ταυτόχρονα σταματάς και την τροφοδοσία στους μηχανισμούς που συντηρούν τους πολίτες; Επιστήμονες είναι οι γιατροί και οι επιδημιολόγοι, επιστήμονες είναι και οι οικονομολόγοι. Όταν οι μεν έχουν δύο διαφορετικές απόψεις και οι δε άλλες τρεις, τι πρέπει να κάνεις τελικά; Και πώς κοιμάσαι το βράδυ μετά από τις αποφάσεις σου;
Μέσα σε λίγους μήνες οι ΜΕΘ διπλασιάστηκαν –που σημαίνει ότι το υψηλότατο κόστος λειτουργίας και συντήρησής τους διπλασιάστηκε. Ταυτόχρονα αυξήθηκε κατά 14% το νοσηλευτικό προσωπικό, διπλασιάστηκαν τα ΜΜΜ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αναπτύχθηκαν μηχανισμοί καταπολέμησης της γραφειοκρατίας που παλιά θα χρειάζονταν καμιά δεκαετία, στηρίχθηκαν με κίνητρα και επιδόματα σχεδόν όλοι οι κλάδοι της οικονομίας και ταυτόχρονα αναπτύχθηκε ένας διεθνώς αναγνωρισμένος αλγόριθμος –από πολλούς ο καλύτερος παγκοσμίως- πρόβλεψης της εξέλιξης της πανδημίας.
Και όμως, όλα αυτά τα πάρα πολύ δύσκολα που πριν από δυο χρόνια έμοιαζαν αδύνατα δεν είναι το σημαντικότερο μέτρο αντιμετώπισης της πανδημίας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα σημαντικότερα μέτρα είναι οι μάσκες, το πλύσιμο των χεριών και η τήρηση των αποστάσεων. Ειδικά για το τελευταίο, έχουν γίνει πολλές δημόσιες διαμάχες μέχρι να καταλάβουν και οι πλέον δύσπιστοι ότι υπάρχει λόγος που απαγορεύονται τα πάρτυ και γενικότερα οι πολυάριθμες συναθροίσεις και ότι ο λόγος αυτός δεν είναι κάποιο σαδιστικό βίτσιο μιας παγκόσμιας κυβέρνησης διαδηλωσόφοβων.
Δεν λέω ότι όλοι τηρούν τα μέτρα. Σχεδόν όλοι οι γνωστοί μου κάτω των 20 ή άνω των 50 έχουν κάνει επισκέψεις σε σπίτια φίλων στα μουλωχτά (πράγμα που σημαίνει ότι οι τριαντάρηδες και σαραντάρηδες που εμφανίζονται ως μέσος όρος τηρεί τα μέτρα και τα ακούει τζάμπα για τις αμαρτίες των υπολοίπων, αλλά τέλος πάντων).
Αυτοί οι γνωστοί και οι φίλοι μου μπορεί ο καθένας στον κύκλο του να είναι αρνητικό προσωπικό παράδειγμα στους δικούς του φίλους ή στην οικογένειά του. Ξέρετε όμως τι δεν είναι; Πρωθυπουργοί.
Ήταν ανάγκη να βγει φωτογραφία ο Πρωθυπουργός αγκαζέ με άλλα άτομα και ειδικά χωρίς μάσκα;
Να δεχτώ όλα τα ελαφρυντικά στον κόσμο. Να δεχτώ ότι το βάρος που έχει στην πλάτη του μπορούν να το καταλάβουν πολύ λίγά άτομα στην Ελλάδα, μετρημένα στη μία παλάμη. Να δεχτώ ότι και άλλοι έχουν κάνει πολύ χειρότερα –αρκεί να δει κανείς τα Instagram stories διαφόρων πολιτικών για να καταλάβει πόσο νοιάζονται για την καραντίνα. Να δεχτώ ότι δεν έκανε κάτι παράνομο –αν και στην χώρα της Αντιγόνης το αν κάτι είναι νόμιμο ίσως να μην έπρεπε να θεωρείται δικαιολογία. Και να δεχτώ ότι αν σε αυτή την πανδημία ήταν οποιοσδήποτε άλλος Πρωθυπουργός της προηγούμενης δεκαετίας, όπως χαρακτηριστικά είπε και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, δεν θα είχε μείνει ζωντανός κανείς.
Αλλά ήταν ανάγκη;
Ένα από τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζει την συγκεκριμένη κυβέρνηση από τις προηγούμενες των μνημονίων είναι η παραδοχή των λαθών και η απολογία προς τους πολίτες. Ειδικά για τους πιο φιλελεύθερους, έχει μεγάλη σημασία αυτή η αλλαγή στην ρητορική σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Προσωπικά, θα περίμενα στο επόμενο διάγγελμα μία παραδοχή του συγκεκριμένου λάθους και μια συγγνώμη προς τους πολίτες. Όσο και να επιμένουν κάποιοι, ήταν ένα ξεκάθαρο ατόπημα που δίνει λάθος κατεύθυνση προς τους πολίτες. Για εμένα, για αυτή τη συγγνώμη, υπάρχει ανάγκη.