Θα ήταν λάθος να υποστηριχθεί ότι θα πρέπει να επιδιώξουμε ένα αντίστοιχο μοντέλο ανάπτυξης, καθώς όλα αυτά τα χρόνια αποτέλεσε μια δραστηριότητα, η οποία ήταν κυρίως προς «εσωτερική κατανάλωση».
Σήμερα όμως, που η χώρα έχει ανάγκη να προσελκύσει τις επενδύσεις και κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει παράλληλα να αναζητήσει τους εγχώριους επενδυτές που παραμένουν μέχρι τώρα αδρανείς. Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί αποτελούν έναν επενδυτικό «γίγαντα» που σήμερα παραμένει αδρανής, λόγω των χρόνιων προβλημάτων της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί πρωτοεμφανίστηκαν στον ελληνικό χώρο στις αρχές της δεκαετίας του 1950, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Η βαθμιαία εξομάλυνση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης μεταπολεμικά, σε συνδυασμό με την εσωτερική μετανάστευση των δεκαετιών του ’50 και ’60 , οδήγησε σε έντονη ζήτηση γης για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις περιοχές γύρω από αυτά.
Σήμερα, εντοπίζονται πάνω από 550 οικοδομικοί συνεταιρισμοί, αρκετοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν πληθώρα προβλημάτων, όσον αφορά την υλοποίηση του στόχου για τον οποίο έχουν συσταθεί, που είναι η εξασφάλιση κατοικίας, κύριας ή παραθεριστικής, για τα μέλη τους.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα, είναι οι αμφιλεγόμενες εκτάσεις των συνεταιρισμών, οι οποίες θεωρούνται δασικές ή αναδασωτέες και αφορά το 1/3 του συνόλου των οικοδομικών συνεταιρισμών της χώρας. Εκτός όμως από το ζήτημα των δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, εμφανίζονται και πολλά άλλα προβλήματα όπως οι δεσμεύσεις περιοχών λόγω αρχαιολογικών ευρημάτων, η διεκδίκηση εκτάσεων από το δημόσιο. Σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις, εκτάσεις οικοδομικών συνεταιρισμών βρίσκονται σε ζώνες περιαστικού πρασίνου, σε γη υψηλής παραγωγικότητας ή εντός του υδροφόρου ορίζοντα.
Τα προβλήματα αυτά παραμένουν άλυτα για πολλές δεκαετίες με αποτέλεσμα τα μέλη των συνεταιρισμών να αδυνατούν να αξιοποιήσουν τη γη που κάποτε αγόρασαν.
Η απεμπλοκή των οικοδομικών συνεταιρισμών, αφενός θα δώσει λύση στην «ομηρία» και ταλαιπωρία των πολιτών στο οικιστικό και στεγαστικό τους ζήτημα, αφετέρου το οικονομικό όφελος που θα προκύψει για τον Δημόσιο -έμμεσο και άμεσο- είναι εξαιρετικά μεγάλο αφού θα δοθεί ώθηση στην πραγματική οικονομία με στόχο την αντιστροφή του υφεσιακού ρυθμού ανάπτυξης
Αλλωστε, οι εγκρίσεις των Πολεοδομικών Μελετών των συνεταιρισμών και ο απεγκλωβισμός τους από τα «γρανάζια» της γραφειοκρατίας, ιδιάιτερα των «καθαρών» συνεταιρισμών, δεν προκαλεί κανένα κόστος στο δημόσιο.
Ακόμη, το σύνολο των μελών των οικοδομικών συνεταιρισμών αποτελούν πολλούς αλλά και σημαντικούς «εγχώριους επενδυτές» με εξασφαλισμένα κεφαλαία, δεδομένου ότι οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί έχουν εξαιρετικά μεγάλα αποθεματικά στις τράπεζες.
Η απεμπλοκή των οικοδομικών συνεταιρισμών θα ενδυναμώσει την αγορά των αγοραπωλησιών ακινήτων, η οποία από το ξέσπασμα της κρίσης έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πτώση και βέβαια θα ενεργοποιήσει πάνω από 350 επαγγέλματα σχετιζόμενα με την οικοδομική δραστηριότητα τα οποία σήμερα έχουν περιορισμένο κύκλο εργασιών και καταγράφουν χιλιάδες δηλωμένους ανέργους.
Επιπροσθέτως, με την «ενεργοποίηση» των οικοδομικών συνεταιρισμών θα αξιοποιηθούν μεγάλες εκτάσεις με σύγχρονα περιβαλλοντικά standards, αποφεύγοντας την άναρχη, ενεργοβόρα και απειλητική για το περιβάλλον οικιστική ανάπτυξη.
Οφείλουμε λοιπόν, πρωτίστως να δώσουμε κίνητρα σε όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες που παραμένουν στάσιμες από την αδράνεια και νωθρότητα του δημοσίου, αποδεσμεύοντας έτσι πρώτα τα κεφάλαια που βρίσκονται εντός της χώρας και αποδεικνύοντας στους ξένους επενδυτές ότι η χώρα είναι πιο έτοιμη από ποτέ για να υποδεχθεί τις πολυπόθητες επενδύσεις.