Guest

Η σημειολογία της Ανάστασης

 

Γράφοντας λοιπόν αυτό, κάποιοι έπιασαν ακριβώς το νόημα και κάποιοι άλλοι αντέδρασαν αρνητικά. Μερικοί πάλι χάρηκαν υπερβολικά, αλλά αυτό τώρα ας μην το κάνουμε θέμα. Από εκείνους που αντέδρασαν αρνητικά, μερικοί δεν αιτιολόγησαν και απλώς υποψιάζομαι ότι ο σχολιασμός μου τους φάνηκε υπερβολικός. Ένας φίλος όμως μου έστειλε μήνυμα, εμφανώς ενοχλημένος, λέγοντάς μου ότι αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι δικτατορία, επειδή κανένας δεν εισβάλλει ένοπλος στα σπίτια μας, ξεσηκώνοντάς μας μέσα στη νύχτα για τη Γυάρο, ούτε έρχεται κάποιος να μας βιάσει εν ψυχρώ, στα υγρά υπόγεια κρατητήρια της αστυνομίας. Ασφαλώς και δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στις μέρες μας, πολύ αυθόρμητα όμως, εκείνη ακριβώς την στιγμή που ανταλλάσσαμε μηνύματα, σκέφτηκα αυτόματα: Κι ο βιασμός της ψυχής; Αυτός δεν είναι βιασμός; Δεν είπα τίποτα. Εξάλλου, ήμουν τόσο σίγουρη ότι είχε γίνει απολύτως αντιληπτό το νόημα με το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί η λέξη “χούντα”, που δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να μπω σε περεταίρω εξηγήσεις. Η αντίδραση της στιγμής όμως δεν σταμάτησε εδώ και μέρες να τριγυρίζει στο μυαλό μου…

Συχνά χρησιμοποιούμε δεκάδες λέξεις ή εκφράσεις, προκειμένου να δηλώσουμε κάτι με τη μεταφορική του έννοια ή κάνοντας χρήση της σημειολογικής σημασίας που του έχουμε προσδώσει. Άπειρες λέξεις στο καθημερινό μας λεξιλόγιο έχουν αποσυνδεθεί από τα ίδια τα συμβάντα και τα όσα αντιπροσωπεύουν και έχουν συνδεθεί – θα τολμούσα να πω, ταυτιστεί – με άλλες καταστάσεις, αντίστοιχες, ενεργοποιώντας αυτόματα και μια έμμεση σύγκριση, της σημειολογικής με την κυριολεκτική έννοια. Για παράδειγμα, όταν στις μέρες μας χρησιμοποιούμε την έκφραση “έχουμε πόλεμο”, προφανώς και δεν εννοούμε τη λέξη με την κυριολεκτική σημασία του ένοπλου πολέμου, αλλά με τη σημειολογία της λέξης “πόλεμος”, τις δυσάρεστες δηλαδή συνέπειες που έχει επιφέρει για όλους μας η περίοδος της κρίσης. Αντίστοιχα, η λέξη “χούντα” έχει περάσει στο λεξιλόγιό μας, ως κάτι που αντιπροσωπεύει την έλλειψη δημοκρατίας και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Προφανώς και δεν χρειάζεται να μπει κάποιος ένοπλος στο σπίτι μας και να μας σύρει στα μπουντρούμια της αστυνομίας ή σε εξορία στη Μακρόνησο, για να αντιληφθούμε ότι η δημοκρατία μας σήμερα δεν λειτουργεί. Κι αλίμονο αν χρειαστεί να φτάσουμε σε τέτοιο σημείο, για να το καταλάβουμε! Μα μήπως όμως δεν είναι “εξορία” η αναγκαστική, λόγω συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, μετανάστευση; Μήπως δεν είναι “εξόριστος” εκείνος που νοσταλγεί την επιστροφή στην πατρίδα, που του την απαγορεύει το ασταθές σε όλα τα επίπεδα περιβάλλον; Μήπως δεν είναι καθημερινός “βιασμός” η καταπάτηση και σταδιακή απώλεια των κεκτημένων με αγώνες χρόνων δικαιωμάτων μας; Ή μήπως δεν είναι “βιασμός”, το να αποφασίζουν άσχετοι, ανίκανοι, ανέντιμοι και καιροσκόποι για τη ζωή μας και τη ζωή των παιδιών μας… να αποφασίζουν για μας, χωρίς εμάς; Και τελικά, μήπως καθετί αντισυνταγματικό, δεν είναι και αντιδημοκρατικό; Και καθετί αντιδημοκρατικό δεν είναι, κατ’ επέκταση, και φασιστικό; Πρέπει κάποιος να μπει ένοπλος στα σπίτια μας, για να μας τα πάρει; Χρειάζεται να χρησιμοποιήσει την έκφραση “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”, για να θεωρείται δικτάτορας; Και τότε αυτός που συναινεί να πάρουν οι τράπεζες τα σπίτια μας, τι είναι; Κι αυτός που μας έχει στερήσει τη δουλειά και την αξιοπρέπεια, τι είναι; Κι ο καθένας που υπέγραψε μνημόνια χωρίς τη θέλησή μας, τι είναι; Κι ο καθημερινός ψυχαναγκασμός που επιβάλλει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αν δεν είναι “βιασμός” και “φασισμός”, τότε τι είναι;

Γιατί άλλοτε αντέχουμε τις λέξεις κι άλλοτε όχι; Γιατί άλλοτε αντέχουμε τη σημειολογική τους χρήση κι άλλοτε όχι; Μήπως οι αποστάσεις που παίρνουμε από κάποιο γεγονός, είναι εκείνες που καθορίζουν τις αντοχές μας απέναντι στο ίδιο το γεγονός; Μάλλον. Είναι λογικό να φορτίζεται συναισθηματικά κάποιος που έζησε κυριολεκτικά τη Χούντα και έχει να καταθέσει συγκεκριμένα προσωπικά παραδείγματα, σε αντίθεση με μένα που δεν την έζησα, δεν έχω μνήμες και κατά συνέπεια, μπορώ να διατηρώ αποστάσεις από τη συγκεκριμένη περίοδο, αντιμετωπίζοντας το παρόν μου με σημειολογικές αναφορές στο παρελθόν. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο η Ιστορία γράφεται 50 χρόνια μετά από την στιγμή που συμβαίνουν τα γεγονότα. Προσωπικές μνήμες και συναισθηματική εμπλοκή μας καθιστούν ευάλωτους και ταυτόχρονα αδύναμους στην αποστασιοποίηση από τα γεγονότα. Οι διαστάσεις που λαμβάνουν μέσα μας αυτά που βιώνουμε, είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές τις ίδιες τις πραγματικές διαστάσεις. Γιατί; Γιατί απλά είμαστε άνθρωποι. Και ως τέτοιοι, πάντα έχουμε και θα έχουμε τις αδυναμίες και τις ευαισθησίες μας απέναντι σε πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις.

Από την Κυριακή που μας πέρασε, μπήκαμε στη Μ. Εβδομάδα. Η Μ. Εβδομάδα είναι από τις σημαντικότερες περιόδους της χριστιανοσύνης, είναι όμως ταυτόχρονα και μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές περιόδους του έτους με συμβολικό χαρακτήρα. Η σταδιακή πορεία από την Κυριακή των Βαϊων μέχρι την Κυριακή του Πάσχα, που για τη θρησκεία αντιπροσωπεύει την αναβίωση των Παθών του Ιησού και την κορύφωσή τους με τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του, λαμβάνει ταυτόχρονα μια βαθιά συμβολική σημασία για τον καθένα μας και για τον “σταυρό που κουβαλάει”. Καθένας τον δικό του. Η πορεία προς τη Σταύρωση, την Αποκαθήλωση και εν τέλει την Ανάσταση, πέρα από τη θρησκευτική της σημασία, προσλαμβάνει σημειολογικές διαστάσεις, που συνδέονται με τα πάθη, τα δράματα, τις αγωνίες και τα ασήκωτα φορτία του καθενός μας, είτε προσωπικά, είτε τελικά συλλογικά, ως έθνους. Ας εστιάσουμε, λοιπόν, στη σημασία αυτής της περιόδου με τη δέουσα προσοχή, δείχνοντας υπομονή, αγάπη και κατανόηση προς τον συνάνθρωπό μας, ευχόμενοι την πορεία προς τη λύτρωση, σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο.

Καλή Ανάσταση σε όλους, όπως κι αν ο καθένας την εννοεί!


Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!

   

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Η Λίλιαν Μπαντάνη είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (2006) και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜBA) του Kingston University of London (2009). Είναι μέλος του ΙΔΙΣ (Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων) του Παντείου Πανεπιστημίου και του ΚΕΜΜΙΣ (Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών) του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, ως στέλεχος του Τμήματος Εξαγωγών ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και συμμετέχει εθελοντικά σε προγράμματα στήριξης αστέγων και πρόληψης για την απώλεια της στέγης. Είναι μητέρα δύο παιδιών, μιας κόρης, φοιτήτριας Νομικής του ΔΠΘ και ενός γιου, μαθητή Β’ Λυκείου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Από φέτος, φοιτά στο Τμήμα Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η σημειολογία της Ανάστασης

γράφει η Λίλιαν Μπαντάνη.

Τις προάλλες, με αφορμή την επέτειο από την άνοδο της Χούντας του ’67 στη χώρα μας, έκανα μια προσωπική ανάρτηση στο φέισμπουκ, γράφοντας ότι και σήμερα έχουμε δικτατορία, χρησιμοποιώντας βεβαίως τη λέξη με τη μεταφορική της σημασία και θέλοντας να δηλώσω, ότι η δημοκρατία στις μέρες μας έχει παραβιαστεί με κάθε τρόπο, που έχει σχεδόν εκφυλιστεί. Λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν γράψω αυτό, το μάτι μου είχε πέσει σε ένα άρθρο με τίτλο “Αντισυνταγματικό το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου”. Μα και να ‘ταν μήπως μόνο αυτό; Πόσα και πόσα άλλα δεν κρίθηκαν αντισυνταγματικά από την στιγμή που η χώρα μπήκε στην κρίση, αλλά ποιος από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας είναι άραγε πραγματικά παρών, για να παρέμβει και να τα διορθώσει; Ποιος ασχολήθηκε και ποιος θ’ ασχοληθεί με την παραβιασμένη μας δημοκρατία; Όλοι ασχολούνται με το πώς θα κατακτήσουν τη μεγαλύτερη καρέκλα και αφού την κατακτήσουν, με το πώς θα την κρατήσουν! Κυρίως αυτό! Μέχρι εκεί φτάνει η φιλοδοξία τους και όχι στον τρόπο με τον οποίο αυτή η καρέκλα θα βγάλει τον τόπο απ’ το βαθύ λαγούμι στο οποίο αυτοί οι ίδιοι την έχωσαν.