Κοντά στη θάλασσα
πάνω στα βότσαλα,
στα μισά του χειμώνα,
περιμένοντας την Άνοιξη,
κάθε Άνοιξη,
έσφιγγα πάνω μου το πανωφόρι
να με χωρέσει ολόκληρο
να μην περισσέψει σώμα να κρυώνει.
Η σκοτεινιά της θάλασσας
δε μπήκε μέσα μου.
Κοιτούσα πέρα της
στις μέρες που θά ρχονταν
και όλο έσφιγγα το πανωφόρι μου
πάνω μου…
να προγευτώ τη ζέστα τους.
Πάνω στα βότσαλα
τα ανακατεμένα με φύκια
κι εγκατάλειψη
κάθισα και περίμενα…