γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
«Η παιδεία, καθάπερ ευδαίμων χώρα, πάντα τ’ αγαθά φέρει» λέει ένα αρχαίο ρητό. Πραγματικά, από την αρχαιοελληνική σκέψη μέχρι τις μέρες μας, το ζήτημα της παιδείας δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρο. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα. Δημιουργήθηκε μια αναστάτωση τις τελευταίες μέρες, εξαιτίας του ότι πλήθος υποψηφίων των Πανελλαδικών εξετάσεων έγραψε κάτω από τη βάση σε κάποια μαθήματα. Πολλοί έκαναν λόγο για υποτίμηση των σπουδών στη χώρα μας, ενώ άλλοι, όπως ο ακαδημαϊκός Αντώνης Λιάκος, χαιρέτισαν την αλλαγή ως μια ευνοϊκή ρύθμιση για πλήθος ατόμων. Με αφορμή τη σχετική συζήτηση που πυροδοτήθηκε, θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου γνώμη πάνω στο θέμα. Ας δούμε όμως αρχικά τα στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά, 159 τμήματα έχουν βάση εισαγωγής κάτω από τα 10.000 μόρια, κάτι που ισοδυναμεί με περίπου το 1/3 του συνόλου των τμημάτων. Επιπλέον, τα νέα τμήματα που εισήχθησαν στο μηχανογραφικό των φετινών υποψηφίων είναι 133 και τα 81 από αυτά έχουν βάση κάτω των 10.000 μορίων και 52 πάνω από 10.000 μόρια. Σύμφωνα με τον Γιώργο Χατζητέγα, ο αριθμός των φετινών υποψηφίων ήταν ο μεγαλύτερος της τελευταίας πενταετίας. https://www.cnn.gr/news/ellada/story/188796/vaseis-2019-vaterlo-me-159-tmimata-kato-apo-ta-10-000-moria
Ακούω από ορισμένους φορείς ξανά και ξανά ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για την αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας μας. Πολύ σωστά. Το πρόβλημα είναι όμως ότι εκείνοι που το λένε, συνήθως εννοούν ως «αναβάθμιση» την απλή αριθμητική αύξηση των πανεπιστημίων και το να εισάγονται σε αυτά όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα. Η θέση μου, την οποία θα αναπτύξω στη συνέχεια, είναι η εξής: η πολιτική της αθρόας εισαγωγής μαθητών σε πανεπιστήμια είναι εσφαλμένη. Είναι φυσικά αυτονόητο ότι η μόρφωση είναι αγαθό για όλους τους πολίτες μιας κοινωνίας. Κανένα κράτος όμως δεν είναι υποχρεωμένο να φροντίζει να εισάγονται όλοι οι μαθητές στο Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με την καθηγήτρια και ιστορικό Μαρία Ευθυμίου, ο απόφοιτος Πανεπιστημίου σήμερα ξέρει λιγότερα από τον απόφοιτο Δημοτικού κάποτε. Γιατί άραγε; Πόσο πιθανό είναι να ευδοκιμήσει στην (οποιαδήποτε) επιστήμη ένα άτομο που έχει τέτοια δυσκολία στο διάβασμα ώστε να μην περάσει τη βάση; Ας δούμε τι λέει και ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής:
«Δεν είναι δυνατόν να έχει κάποιος τη δυνατότητα να εξεταστεί σε ένα μάθημα 200 φορές. Διότι τόσες φορές μπορεί να δώσει από τα 18 του έως το τέλος της ζωής του. Αν σας ακούγεται υπερβολικό, σας ενημερώνω ότι υπάρχουν εγγεγραμμένοι φοιτητές που έχουν ξεπεράσει τα 90. Αλλά η δυνατότητα αυτή είναι θεωρητική. Κανείς δεν χρειάστηκε να την αξιοποιήσει. Διότι η γελοιότητα των συνεχών εξετάσεων υποχρεώνει ουσιαστικά το διδακτικό προσωπικό να δίνει τελικώς πτυχία σε άτομα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να λάβουν πανεπιστημιακό τίτλο. Αυτό από μόνο του αποτελεί ανεξάρτητο πρόβλημα. Που ευτελίζει τα πτυχία». (https://www.kathimerini.gr/992077/opinion/epikairothta/politikh/h-paideia-poy-den-exoyme)
Άλλο λοιπόν η στοιχειώδης εκπαίδευση (που είναι για όλους τους πολίτες) και άλλο η εξειδίκευση του πανεπιστημίου (που απευθύνεται σε μελλοντικούς επιστήμονες). Η απάντησή μου λοιπόν σε αυτό που είπε ο κύριος Αντώνης Λιάκος για τα «παιδάκια» που δεν έπιασαν τη βάση, είναι ότι όχι, δεν εναπόκειται στο πανεπιστήμιο να τα μορφώσει. Αυτό είναι δουλειά της Μέσης Εκπαίδευσης. Εκείνη (πρέπει να) φροντίζει να μορφώνονται οι πολίτες και να αποκτούν τα εφόδια που είναι απαραίτητα σήμερα. Είναι δουλειά της Μέσης Εκπαίδευσης να δίνει τα βασικά εφόδια και είναι δουλειά του Πανεπιστημίου στηριχθεί σε αυτά και να δώσει τις εξειδικευμένες γνώσεις που ένας επαγγελματίας (πχ φιλόλογος, μηχανικός, ιατρός) χρειάζεται. Το να αποδίδουμε τα καθήκοντα της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Τριτοβάθμια αποτελεί σοβαρή σύγχυση, η οποία θα έχει αρνητικές συνέπειες και για τις δύο: για τη μεν πρώτη, επειδή μας ωθεί σε συμβιβασμό με τα στραβά και τα προβλήματά της (το ότι ενδεχομένως δε μπόρεσε να βοηθήσει τα συγκεκριμένα παιδιά να περάσουν τη βάση), για τη δε δεύτερη επειδή τη μετατρέπει σε βασική, υποβαθμίζοντας τον ρόλο της στην παραγωγή αυριανών επιστημόνων και επαγγελματιών (υπενθύμιση γνώσεων του Λυκείου ή Γυμνασίου, αντί για περαιτέρω εμβάθυνση σε έναν ορισμένο κλάδο).
Η γνώση είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων. Γι’ αυτό έχουμε δωρεάν (και υποχρεωτική) εκπαίδευση άλλωστε. Το πού και πώς μπαίνει στη μέση το πανεπιστήμιο είναι άλλο θέμα. Άλλο είναι η γνώση και άλλο η πανεπιστημιακή εξειδίκευση που είναι εκ των πραγμάτων για ορισμένους (δε μπορούμε όλοι να γίνουμε επιστήμονες). Και όχι, το να αναγνωρίζουμε αυτό το βασικό πράγμα δε συνεπάγεται τη ρίψη όσων παιδιών δεν πέρασαν τη βάση «στον Καιάδα», όπως ορισμένοι διατείνονται. Αντίθετα, αυτό μας φέρνει ενώπιον των ευθυνών μας για την αποκατάστασή τους και την ενίσχυση των πραγματικών δεξιοτήτων τους, όχι το να τα σπρώξουμε αθρόα στο πανεπιστήμιο, όπου θα σπουδάσουν κάτι που πιθανόν δε θα ανταποκρίνεται στις κλίσεις και τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα. Τέλος, η παραδοχή ότι το πανεπιστήμιο δεν είναι για όλους δεν έχει να κάνει με οικονομικά κριτήρια, όπως κάποιοι ρητορεύουν. Στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σπούδασα, πολύ λίγοι συμφοιτητές μου ανήκαν σε αυτό που συνήθως αποκαλούμε «οικονομική ελίτ». Μάλιστα, οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου ήταν οικονομικά μικρομεσαίοι, όπως και εγώ ο ίδιος άλλωστε. Ας μη γελιόμαστε: οι συμπολίτες μας που είναι οικονομικά εύρωστοι είναι συνήθως εκείνοι που θα επιλέξουν είτε τα κολέγια είτε τα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού (συνήθως με δίδακτρα).
Η άποψη ότι όλοι οι μαθητές πρέπει να μπαίνουν στο πανεπιστήμιο, διαφορετικά είναι «για τον Καιάδα», παρά τη φιλανθρωπία που αποπνέει, στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά ευνοεί τα συγκεκριμένα παιδιά. Ας κοιτάξομε μια ακόμη φορά τα δεδομένα. Συγκεκριμένα, τουλάχιστον στα ΑΕΙ της χώρας μας εισάγονται ανά έτος περίπου 75.000-80.000 άτομα, με τον ετήσιο αριθμό πτυχιούχων να κυμαίνεται στις 45.000-50.000. Πιο απλά, ένα ποσοστό της τάξης του 40% δεν ολοκληρώνει έγκαιρα τις σπουδές του. Μάλιστα, τα άτομα που έχουν υπερβεί το προβλεπόμενο όριο φοίτησης είναι πάνω από το 50%. Τέλος, υπολογίζεται, τέλος, ότι το 30% των εγγεγραμμένων δεν λαμβάνει πτυχίο ούτε στο διπλάσιο χρόνο φοίτησης. Σε μεγάλο βαθμό, η αθρόα είσοδος στα ελληνικά ΑΕΙ, που προωθήθηκε στο παρελθόν από διάφορες πολιτικές και κυβερνήσεις, έχει ως απώτερο στόχο τη δημιουργία των κομματικών στρατιών του αύριο (άλλη μια παθογένεια του συστήματος).
Ποιους πραγματικά βοηθάμε επομένως με το να φροντίζουμε να μπαίνουν όλο και περισσότεροι μαθητές στα πανεπιστήμια; Όποιος νοιάζεται αληθινά για την παιδεία μας, ας φροντίσει να μην υποβαθμίζεται. Το να σπρώχνουμε τη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση προσφέρει μονάχα υποβάθμιση του επιπέδου των σπουδών και αύξηση των στρατιών ανέργων εξαιτίας του «πληθωρισμού των πτυχίων». Αν θεωρούμε πως όσοι δε σπουδάζουν είναι «για τον Καιάδα», τότε είναι δουλειά της κοινωνίας μας να αλλάξει. Πρωτίστως εμείς πρέπει να αλλάξουμε μυαλά.