γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
Ας υποθέσουμε πως χρειαζόσασταν ένα γιατρό. Τι θα προτιμούσατε: έναν καλό γιατρό ή ένα γιατρό που είναι καλός ως άνθρωπος, οικογενειάρχης, φίλος κλπ; Το πιθανότερο είναι να διαλέγατε τον γιατρό που είναι ικανός στη δουλειά του. Δε χρειάζεται περαιτέρω δικαιολόγηση: ο καθένας από μας θεωρεί προτιμότερο έναν κακό γιατρό που να τον κάνει καλά (έστω από προσωπικό συμφέρον), παρά έναν καλό άνθρωπο που να έχει όλη την καλή πρόθεση να τον θεραπεύσει αλλά να μην είναι ικανός.
Είναι βέβαια σωστή η παρατήρηση πως κανονικά δε θα έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτά τα δύο κακά, ωστόσο είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή στη ζωή μας θα βρεθούμε ενώπιον ενός τέτοιου διλήμματος. Και σε μια τέτοια περίπτωση, οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) θα επιλέγαμε κάποιον ικανό, παρά κάποιον απλώς πρόθυμο άνθρωπο. Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση, με μια μονάχα εξαίρεση: εκείνη της πολιτικής.
Στην πολιτική, τουλάχιστον στην κοινωνία που ζούμε, ένα μεγάλο τμήμα των εκλογέων κρίνει όχι με κριτήριο τη δυνατότητα ενός υποψήφιου ηγέτη να πραγματοποιήσει όσα υπόσχεται, παρά στην καλή του διάθεση να το κάνει. Την τελευταία τετραετία, είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να το παρατηρήσουμε αυτό. «Είχαμε την αφέλεια της Αριστεράς» λένε ξανά και ξανά οι τωρινοί κυβερνώντες, με διαφορετική διατύπωση, αλλά πάντως λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η αφέλεια είναι θετικό προσόν για ένα πολιτικό κόμμα και τα στελέχη του.
Πιο συγκεκριμένα, η τελευταία κυβέρνηση, πατώντας πάνω στο δημοφιλή μεταπολιτευτικό μύθο για την ηθική υπεροχή της Αριστεράς, αξιώνει να κρίνεται όχι με τις πράξεις της, αλλά με τις προθέσεις της. Όχι με τα όσα έκανε ή δεν έκανε, παρά με τα όσα είχε σκοπό να κάνει, αν φυσικά δεν της είχε ανακόψει το δρόμο «το κακό σύστημα», ή «οι εκβιαστές Ευρωπαίοι». Δεν έχει μεγάλη σημασία που δεν έκανε σχεδόν τίποτε από όσα είχε υποσχεθεί, αρκεί που είχε καλές προθέσεις. Είναι στο ίδιο πνεύμα η ανάγνωση που πρεσβεύει πως η ήττα της σημερινής κυβέρνησης οφείλεται στο ότι η αντίπαλη παράταξη διαθέτει «επαγγελματίες πολιτικούς», κάτι που λεγόταν περισσότερο ως μομφή (σαν να είναι αυτόχρημα καλό πράγμα ο ερασιτεχνισμός) και με μια δόση ρομαντισμού. Αρκεί να προσέξει κανείς το προεκλογικό spot του πρωθυπουργού: εκεί δεν μιλάει ένας πολιτικός που λογοδοτεί για τα πεπραγμένα του, αλλά ένα καλό και «λαϊκό παιδί» που δεν είχε «επάγγελμα» την πολιτική και μεγάλωσε σε μια γειτονιά της Αθήνας. Ο ίδιος άνθρωπος που φώναζε περήφανα στη Βουλή ότι δεν υπήρξε «πορφυρογέννητος», σε αντίθεση με τον πολιτικό του αντίπαλο, τον οποίο χαρακτήρισε «κακομαθημένο κολεγιόπαιδο». Στην πρόσφατη συνέντευξη στο ΣΚΑΪ, εκτός του ότι επανειλημμένα κατηγόρησε τους (αρνητικούς απέναντί του) δημοσιογράφους για διαπλοκή, δήλωσε δημόσια πως δε γνώριζαν για τους νεκρούς από τις φωτιές και πανικοβλήθηκαν μόλις το έμαθαν. «Είχαμε προετοιμαστεί αλλά οι άλλοι ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι από εμάς», «Είχαμε αφέλεια πως η Ευρώπη θα σεβαστεί την λαϊκή ετυμηγορία στην Ελλάδα αλλά αντιθέτως έφτιαχνε το σενάριο το τιμωρητικό, με την έξοδο από το ευρώ, για να μην ακολουθήσουν άλλες χώρες».
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μονάχα το αποκορύφωμα. Ήδη από το 2015 γινόταν λόγος για το πόσο δύσκολη ήταν η διαπραγμάτευση εξαιτίας της σκληρής στάσης των εταίρων. Κατόπιν, όταν ο Υπουργός Οικονομικών έλεγε ότι έβρισκε ομοιότητες ανάμεσα σε εμάς και στις Σουλιώτισσες. Αλλά με το δημοψήφισμα του 2015, ο βολονταρισμός έφτασε στο ζενίθ του: άνθρωποι να τραγουδούν και να χορεύουν αγκαλιασμένοι στις πλατείες, εύηχες διακηρύξεις δημοκρατίας, ισότητας και ανθρωπιάς (από και σε όσους δεν ήταν υπέρ του ΝΑΙ, εννοείται), χωρίς κανένα σαφές σχέδιο για το τι θα γίνει μετά (λογικό, αφού κάθε ομάδα που ψήφισε ΟΧΙ, είχε διαφορετική στόχευση). Το Δημοψήφισμα ήταν κάτι τόσο ασαφές, που καθένας είχε την ευχέρεια να τοποθετήσει εκεί αυτό που ο ίδιος επιθυμούσε: ρήξη με τις αγορές και έξοδο από το κοινό νόμισμα, επαναδιαπραγμάτευση με ευνοϊκότερους όρους, ρήξη με την Ευρώπη συνολικά κλπ. Δεν είναι τυχαίο που υπέρ του ΟΧΙ είχε ταχθεί ολόκληρη η Ακροδεξιά και η Ακροαριστερά της χώρας (πλην του ΚΚΕ), καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της Κεντροαριστεράς. Φυσικά, δεν είναι κάτι νέο το να υπερασπίζεται ένας πολιτικός ηγέτης τον εαυτό του, τονίζοντας τις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Η διαφορά όμως στην περίπτωση της σημερινής εξουσίας, είναι ότι θεωρεί τον ερασιτεχνισμό στην πολιτική ως θετική ιδιότητα.
Πώς φτάσαμε σε αυτή τη νοοτροπία; Για να απαντήσουμε, πρέπει να αναλογιστούμε ποιος υπήρξε ιστορικά ο ρόλος της Αριστεράς στην Ελλάδα. Πραγματικά, από τα Δεκεμβριανά μέχρι τον Εμφύλιο και τη Χούντα, η Αριστερά στη χώρα μας ήταν πάντοτε η ηττημένη και αυτή με τα διαψευσμένα οράματα. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι του «ποιητή της ήττας», όπως εύστοχα ονομάστηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που συνέδεσε στενά την Αριστερά με τη ζωή του: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα», ή το ακόμη πιο χαρακτηριστικό “If”. (Να μην ξεχάσουμε και το «Ανεμολόγιο» του Κώστα Τριπολίτη). Κατά τραγική ειρωνεία, ο Αναγνωστάκης διαπίστωσε όχι μονάχα τη διάψευση των Αριστερών οραμάτων αλλά και την προδοσία τους:
«Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας “δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό”».
Μεταπολιτευτικά, η Αριστερά έλαβε έναν ιδιαίτερα θετικό χαρακτήρα. Ενδεχομένως, όπως έλεγε ο Αναγνωστάκης σε συνέντευξή του, ήταν οι ενοχές πολλών ανθρώπων για όσα οι ίδιοι δεν έκαναν (ή για όσα έκαναν, θα συμπλήρωνα εγώ), με αποτέλεσμα η Αριστερά, αντί για μια πολιτική κατεύθυνση να θεωρηθεί ένα είδος μάρτυρα, κάτι ιερό που δεν επιδέχεται κριτική. Μεταπολιτευτικά, η (μη αριστερής προέλευσης) σάτιρα στην Αριστερά έγινε ταμπού. Δεν είναι τυχαίο το πόσοι ενοχλήθηκαν με τη σκληρή σάτιρα του ΑΡΚΑ. Η Αριστερά ταυτίστηκε επίσης με τη δημοκρατία και η δικαιολογημένη αμηχανία μπροστά στο ολοκληρωτικό μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού παραβλέφθηκε. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη μομφή απέναντι σε κάποιον μη Αριστερό είναι αυτή της Ακροδεξιάς (ή του νεοφιλελευθερισμού, που για πολλούς είναι το ίδιο πράγμα). Ακροδεξιός τείνει να σημαίνει πολύ Δεξιός, δηλαδή λίγο Αριστερός. Παρατηρείται έτσι μέχρι σήμερα το φαινόμενο οι Αριστεροί να κατηγορούν τους Δεξιούς για αντιδημοκρατικότητα και τους άλλους Αριστερούς για φιλοδεξιές τάσεις.
Για να το πω όσο απλούστερα γίνεται, ο μεταπολιτευτικός μύθος της Αριστεράς, συνίσταται στην εξής ιδέα: «Η Αριστερά είναι καλή και όταν κάνει λάθος. Η Δεξιά είναι κακή ακόμη και όταν πετυχαίνει». Αυτή είναι η υποσυνείδητη θέση που κυριαρχεί μέσα στο μυαλό των Ελλήνων από τη Μεταπολίτευση. Δεν έχει σημασία το ότι αυτό που αποκαλούμε (ή αυτό που έχει κατά καιρούς θεωρηθεί) «Αριστερά» έχει αμέτρητες συνιστώσες: σοσιαλδημοκρατία, λενινισμός, σταλινισμός, τροτσκισμός, Νέα Αριστερά ή αμέτρητα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, μλ ΚΚΕ, ΚΚΕ μλ, ΕΠΑΜ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΕΕΚ, ΟΚΔΕ), η πλειοψηφία των οποίων δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη. Η Αριστερά από τη Μεταπολίτευση είναι εξισωμένη με την πρόοδο, ενώ η Δεξιά με το συντηρητισμό (μια ιδιαίτερα στιγματισμένη έννοια). Γι’ αυτό και κάθε φορά που ένα αριστερό κόμμα κατηγορείται για τα πεπραγμένα του, η ενδόμυχη απάντηση είναι ότι «αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι Αριστερά, αλλά Δεξιά». Αν αμφιβάλλετε, απλώς ρωτήστε κάποιον τι είναι Αριστερά. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα σας απαντήσει με βάση τις πρακτικές στοχεύσεις της αριστερής ιδεολογίας (κομουνιστικό σύστημα και αταξική κοινωνία για τον μαρξισμό, κοινωνικό κράτος και μείωση της ανισότητας για τη σοσιαλδημοκρατία), αλλά με κάποιον ηθικό χαρακτηρισμό. Προσωπικά, αυτή την αξιολογική προτίμηση την έχω συναντήσει και σε ανθρώπους που σε καμία περίπτωση δεν ανήκουν στην Αριστερά. Βέβαια, αυτή η αξιολογική προτίμηση υπέρ της Αριστεράς, δεν έχει μόνο θετικές συνέπειες για την ίδια. Δεδομένης της πληθώρας αριστερού (και αριστερίστικου) λόγου και παρατάξεων, είναι δύσκολο για μια παράταξη με αριστερό πρόγραμμα να διακριθεί και να έρθει στην εξουσία. Και όταν τελικά το πετύχει, κινδυνεύει διαρκώς από διάσπαση και διχασμό, ακριβώς λόγω της αοριστίας του αριστερού λόγου (που τον καθιστά σχεδόν άτρωτο σε κριτική). Μάλιστα, η υποσυνείδητη πεποίθηση πολλών ότι η Αριστερά παραείναι κάτι καλό για να είναι αληθινό, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα γι’ αυτή.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια νέα τάση. Η τετραετής εμπειρία του κυβερνώντος κόμματος δίνει, για όλο και περισσότερους ανθρώπους, ένα αρνητικό στίγμα στην Αριστερά. «Αυτή ήταν πάντα η Αριστερά», λένε και δε διστάζουν να συγκρίνουν τους σημερινούς μας ηγέτες με τον Stalin και τον Mao, εντελώς ανιστόρητα και αναχρονιστικά. Αυτό είναι μια νέα τάση, που έρχεται σιγά σιγά ως αντίθεση στην προηγούμενη, της οποίας αποτελεί αντιστροφή. Ίσως καταλήξουμε σε λίγα χρόνια να μιλάμε για το «ηθικό μειονέκτημα» της Αριστεράς. Από το ένα λάθος στο άλλο δηλαδή. Στην πραγματικότητα, ούτε η Αριστερά ταυτίζεται με το απόλυτο κακό, ούτε η Δεξιά. Αντίθετα, τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά, εφόσον είναι εντός του δημοκρατικού τόξου, απέχουν λιγότερο απ’ ότι συνήθως νομίζεται, δρουν συμπληρωματικά και εναλλάσσονται στην εξουσία, γι’ αυτό και είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητες σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία. Τις χρειαζόμαστε εξίσου.