Κραυγή από την άβυσσο.
Σπηλιά την κυοφορούσε, μέχρι την άγρια γέννα.
Κραυγή ενός. Κραυγή άθροισμα πολλών.
Άνθρωποι στη σειρά με αυτή αποσκευή
να διαμαρτύρεται ,
που λείπει, που είν’ εκεί.
Ο τελευταίος τής σειράς, ξεκοίλιαζε τη σιωπή
Με κραυγές μακρές ξωπίσω του την άνοιγε στα δύο.
Δεν του έφτανε να πει.
Να κραυγάσει ήθελε.
Στη σειρά καμωνόταν πως είν αυτός,
ο πιο πρόσφατος τών ανθρώπων.
Οι άλλες, καταχωνιασμένες τής χοάνης κραυγές,
στριμώχνονταν στη σπηλιά,
στοιχίζονταν στην πλάτη του.
Ένα αυτί ο κόσμος όλος. Ώσπου… πάνω από λιόντες,
Από φόβο, από αδικία πάνω, κραυγή
ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ;
ετάραξε το σύμπαν.
Πως υπάρχει. Για μετά.
Και μετά …
όλα τ’ άλλα.
Για περισσότερα ποιήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ!