Από την άλλη, πολλοί από τους αρνητές του συριζαϊκού αφηγήματος περιορίζονται σε κάποια μέτρα μέσου βεληνεκούς, όπως ο εξορθολογισμός των δαπανών, η βελτίωση της λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών και ο έλεγχος των προσλήψεων. Αυτά είναι σωστά αλλά δεν αρκούν για να συγκροτήσουν ένα όραμα, μια προοπτική ανάτασης, για έναν απογοητευμένο και, εν πολλοίς, παραιτημένο λαό.
Φαίνεται ότι οι εναλλακτικές εξαντλούνται μεταξύ της πελατειακής διακυβέρνησης και μιας «ο- Θεός- να- την –κάνει- πολιτική» ισοπεδωτικής λιτότητας. Είτε, δηλαδή, μόλις βγούμε, θα ξαναρχίσει η πορεία για να γυρίσουμε πίσω εκεί που ήμασταν ήθα συνεχίσουμε να ζούμε με μια «επιτροπεία» που θα επιχειρεί να κάμψει τις όποιες αντιστάσεις ημών των ιθαγενών.
Υπάρχει άλλος δρόμος; Άλλος τρόπος; Υπάρχει βεβαίως. Απαιτεί, όμως, μια επώδυνη, σε πρώτη φάση, ενδοσκόπηση και εν συνεχεία πολλή και επίπονη προσπάθεια προκειμένου ν’ αντέξουμε στον διεθνή ανταγωνισμό.
Το νέο πρότυπο ανάπτυξης της χώρας μπορεί και πρέπει να στηρίζεται να αναπαράγει και να μεγιστοπιεί τις αξίες και τις αρχές της ελληνικότητας.
Με το που θα εκστομίσει,όμως, κανείς τη λέξη αυτή και πριν προλάβει να πει τι εννοιολογείται με τον όρο αυτόν, θα πρέπει να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει δύο τύπων αντιδράσεις: Οι πρώτες απονέμουν στην ελληνικότητα το περιεχόμενο μιας εξιδανικευμένης κατανόησής της, πλησίστιας μιας εθνικιστικής, που καταλήγει σε στείρους αποκλεισμούς, ενώ οι δεύτερες παραπέμπουν σ’ έναν αριστερόστροφο ψευτο-διεθνισμό μαζί με ισχυρές δόσεις «τσιφτετελληνικότητας».
Το περιεχόμενο της ελληνικότητας που θα μπορούσε (κατ’ αναλογία της αγγλικότητας, της γαλλικότητας, κλπ) να αποτελέσει μια επαρκή βάση σχεδιασμού, εφαρμογής και αξιολόγησης των ευρωπαϊκών πολιτικών στην Ελλάδα, έχει απολύτως συμπιεστεί. Οι θετικές αρχές και αξίες της ελληνικότητας, όπως του φιλότιμου ως μηχανισμού υποκίνησης και αλληλεγγύης στη θέση συγκυριακών επιδοματικών κινήτρων, του έκκεντρου σχεδιασμού και εφαρμογής των πολιτικών με επίκεντρο τα νησιά και την περιφέρεια, της ανάδειξης του μικρού και ποιοτικού ως μέτρου της παραγωγής μας, όλα αυτά, δεν προτάσσονται στα προγράμματα και τις εξαγγελίες που θα μας βγάλουν από την κρίση. Επίσης, πολιτικοί του επιπέδου του Γιάννου Κρανιδιώτη, ο οποίος προσπάθησε ως επίτροπος να εισάγει την έννοια της νησιωτικότητας ως αίρεση των κοινοτικών πολιτικών, δεν υπάρχουν πια.
Η ελληνικότητα δεν αποτυπώνεται ως πρόταγμα ούτε στις ευαίσθητες πολιτικές της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης. Η συριζαϊκή πολιτική παιδείας, ασκούμενη δια του κ. Γαβρόγλου, επαναφέρει την ισοπέδωση και τον κομματισμό από την πίσω πόρτα, προκαλώντας οργανωτικό χάος μέσω ποικίλων αλληλοσυγκρουόμενων οργάνων, ώστε στην πράξη να επικρατεί η κομματική ντιρεκτίβα. Οι προσπάθειες ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, των ανεξάρτητων αρχών και της δικαιοσύνης είναι συνεχείς και απροκάλυπτες. Με πρόσχημα την απλή αναλογική επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα καθεστώς πάγιας αδυναμίας λήψης αποφάσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να βαθύνει η εξάρτηση από το κέντρο και τον υπουργό.
Απέναντι στο επιχείρημα, τις εναλλακτικές λύσεις, τις συμφωνημένες διαδικασίες παρακολούθησης των αποτελεσμάτων των δημόσιων πολιτικών, τον διάλογο και τη συναίνεση, αντιπαρατάσσεται η άγνοια και η ημιμάθεια εκείνων που αναλαμβάνουν να χειριστούν δημόσια προβλήματα.
Απέναντι στην κοινωνική κινητικότητα που παρατηρείται είτε με την αυξανόμενη επιστροφή στην εγκαταληφθείσα επαρχία και την δικτύωση προσπαθειών και δράσεων οικονομικής και περιβαλλοντικής ανάταξης, απέναντι στην ανάπτυξη στις περιοχές της τεχνολογίας και των πατεντών, απέναντι σε όλα όσα αποδεικνύουν την ύπαρξη και τη δύναμη της ευρηματικότητας που είναι σύμφυτη με την ελληνικότητα, αντιπαρατίθεται ο διχαστικός λόγος και η κομματική εμπάθεια.
Η χώρα, όμως, έχει ανάγκη από τον δημιουργικό αναστοχασμό ιδεών, πεποιθήσεων και πρακτικών που μας κάνει να προοδεύουμε, να διακρινόμαστε και να πρωτοπορούμε. Ένα πολιτικό πρόγραμμα της επόμενης μέρας θα έπρεπε να στοχεύει μόνο στο πωςθα απελευθερώσει όλη αυτή την εγκλωβισμένη δυναμική – κάτι που δεν μπορεί ούτε ο πελατειασμός ούτε η λιτότητα να πετύχουν. Αντίθετα, η ελληνικότητα μπορεί όχι μόνον να το πετύχει αλλά να οδηγήσει στην αυτογνωσία και την αυτοπεπεποίθησή μας, που είναι προϋπόθεση για να μην ξαναβρεθούμε στο χείλος του γκρεμού.