γράφει ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτης.
Η Ευρώπη προσπαθεί να βρει λύσεις σε αρκετά προβλήματα, που πολλές φορές αποδεικνύονται δισεπίλυτα.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ απαιτούν και διεκδικούν αλληλεγγύη και συνεργασία σε όλα τα επίπεδα. Η αυταρχική στάση της Τουρκίας, με τελευταία την μετατροπή του πολιτιστικού μνημείου της «Αγίας Σοφίας» σε τζαμί, έχει φέρει εντάσεις και ισχυρές διενέξεις, σε όλο το πλανήτη.
Όλοι γνωρίζουμε την έντονη επεκτατική διάθεση του κ. Ερντογάν, γι αυτό η ηγεσία της Ευρώπης θα πρέπει να αφήσει στο περιθώριο τις συστάσεις και να προβεί σε αυστηρές οικονομικές κυρώσεις.
Ο Τούρκος πρόεδρος ηγείται απολυταρχικά, καταπιέζοντας βασικές ελευθερίες και ελέγχοντας τα Μέσα Ενημέρωσης, είναι πρακτικά σχεδόν «απόλυτος άρχοντας», με ένα ισχνό πλέον πέπλο δημοκρατικής νομιμοποίησης, ενώ το «εθνικό φρόνημα», η υπερηφάνεια των υπηκόων του, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της επιβολής αλλά και της δημοφιλίας του.
Μετά το διπλό παιχνίδι που έπαιξε με τον ISIS και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο κ. Ερντογάν ξέφυγε από την «τροχιά της Δύσης». Αναγνωρίζει ότι, έτσι κι αλλιώς, η «ενταξιακή διαδικασία» στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν στην πραγματικότητα ανέφικτη. Κρατά αποστάσεις από την παραδοσιακά στενή σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, κι ως ένα βαθμό κι από το ίδιο το ΝΑΤΟ, μέσω και της επιμονής του να αποκτήσει τους ρωσικούς πυραύλους S-400.
Παρά τον μεγάλο πληθυσμό (πάνω από 80 εκατ.) και την έκτασή της, το ΑΕΠ της Τουρκίας, αν και 3,5 φορές μεγαλύτερο από το Ελληνικό, δεν μπορεί να συγκριθεί με της Γαλλίας ή της Ιταλίας, που είναι επίσης Μεσογειακές δυνάμεις.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου κ. Μακρόν, για την παραβατικότητα της Τουρκίας στο χώρο της Μεσογείου, δίνουν ακριβώς το στίγμα των προθέσεων της Γαλλίας για την αντιμετώπιση του Τούρκου προέδρου.
Το γεγονός όμως ότι η Τουρκία διαθέτει εξαιρετικά πολυάριθμες Ένοπλες Δυνάμεις, με ισχυρή αμυντική βιομηχανία, κι ότι δεν διστάζει να τις χρησιμοποιήσει, αυξάνει δραματικά την παρεμβατικότητα και τα περιθώρια της παραβατικότητάς της.
Η τουρκική επέμβαση στη Συρία (στην οποία βρέθηκε αντιμέτωπη ακόμη και με ρωσικές δυνάμεις, ενώ δεν δίστασε να στοχοποιήσει και αμερικανικές στο Kobani) και η εμπλοκή της στο Ιράκ «δικαιολογούνται» λόγω της γεωγραφικής θέσης και του κουρδικού ζητήματος, η ανάμειξή της -με μισθοφόρους και στρατιωτικά μέσα- στη Λιβύη αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη του ρόλου που επιχειρεί να παίξει στην ευρύτερη πλέον περιοχή.
Ο κ. Ερντογάν και τα μέλη της κυβέρνησης του έχουν επιδοθεί σε έναν «ύπουλο αγώνα» με την χρήση fake news, για να παραποιούν τα γεγονότα.
Με βάση τα σύγχρονα δόγματα, ο πόλεμος διεξάγεται πλέον με κάθε μέσο, οικονομικό, διπλωματικό, πολιτικό, κοινωνικό, ηλεκτρονικό και βέβαια στρατιωτικό, με κύρια επιδίωξη όχι την κατάληψη και κατοχή εδαφών αλλά την επιβολή ενός συγκεκριμένου πλαισίου ενεργειών στην αντίπαλη πλευρά όπως και την ταχεία κατοχύρωση ενός «τετελεσμένου».
Δυστυχώς, σχέδιο προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις και στις ισορροπίες της σημερινής συγκυρίας δεν φαίνεται να υπάρχει, ούτε καν να καταστρώνεται.
Η Ευρώπη οφείλει να δράσει αποτελεσματικά και να περιορίσει τον κ. Ερντογάν. Δεν υπάρχουν περιθώρια για νουθεσίες, ούτε για περαιτέρω συζητήσεις.
Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι δεν καταλαβαίνει από λόγια…. Η διπλωματία για τη γείτονα χώρα είναι λέξη «αλά καρτ».