γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Αρχές του ΄21 η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας έδειχνε αδύναμη. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες συνέχιζαν τα στοχευμένα μέτρα στήριξης έναντι του covid, θεωρώντας πως η ισορροπία θα αποκαθίσταντο στις αρχές του ’22.
Οι αγορές έδειξαν γρήγορα αντανακλαστικά και παρά τους κανόνες αποστασιοποίησης, σταδιακά προσαρμόστηκαν και κινήθηκαν. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο τουρισμός. Αρχές του ’21 όλοι έβλεπαν Ελλάδα όπου ακόμη ήταν φθηνά. Όχι άδικα, η χώρα μας σημείωσε τότε μια σημαντική χρονιά ανάκαμψης σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το ΄22 η αγορά του τουρισμού ισορρόπησε πλήρως, με την πληρότητα να φτάνει και να ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις τα επίπεδα του ’19. Οι επιχειρήσεις γέμισαν τα ταμεία τους.
Στη φετινή τουριστική περίοδος οι πληρότητες είναι εφάμιλλες του ’19. Ωστόσο, η διαφορά έγκειται στην εκτόξευση των τιμών.
Αρχής γενομένης από τα ακτοπλοϊκά όπου οι τιμές φέτος ήταν σημαντικά ακριβότερες από πέρυσι, παρότι είχαν και τότε ανατιμηθεί, μέχρι τη διαμονή και κύρια την εστίαση. Μια έρευνα σε πλατφόρμες αναζήτησης καταλύματος αποδεικνύει πως μεσαίοι τουριστικοί προορισμοί έχουν τιμές «πρώτων» καταλυμάτων Ρώμης και Βενετίας.
Στα παράλια της Λάρισας και της Πιερίας, τριμελής οικογένεια χρειάζεται περισσότερο από 100 ευρώ για διανυκτέρευση. Συχνά μάλιστα σε “αχούρια”. Οι τουριστικότεροι εγχώριοι προορισμοί είναι απλησίαστοι.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα στην εστίαση. Η χωριάτικη σαλάτα ξεκινά από τα 8 ευρώ και κλιμακώνεται ανάλογα ψηλότερα. Το φθηνότερο κυρίως πιάτο στα 8-9 ευρώ. Δεν υπάρχει πελάτης αλλά κεφάλι το οποίο πρέπει να αφήσει σχεδόν 15 ευρώ. Χωριάτικη, ψωμί, νερό. Βλέπεις , πολλοί αλλοδαποί τουρίστες με μια χωριάτικη περνούσαν το μεσημέρι. Οι Ενώσεις Προστασίας Καταναλωτών, εγχώριες και αλλοδαπές, δέχονται αμέτρητα παράπονα.
Για πολλούς επιχειρηματίες υπάρχει το άλλοθι της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο ο χειμώνας που πέρασε βρήκε τη συντριπτική πλειονότητα αυτών κλειστές. Η ενεργειακή κρίση ξεπεράστηκε αρχές της άνοιξης, με τις τιμές να πέφτουν σχεδόν στα πρότερα επίπεδα.
Παρόλα αυτά η εγγενής αδυναμία της επιχειρηματικότητας, το άπληστο και πρόσκαιρο κέρδος, χτύπησε την πόρτα. Ας θυμηθούμε πως αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν η χώρα ανακάλυπτε το εύκολο χρήμα του τουρισμού, τα Δωδεκάνησα είχαν εκτοξεύσει αντίστοιχα τις τιμές. Η συνέπεια ήταν να καρπωθούν την υπεραξία για δύο – τρία χρόνια, καταλήγοντας να εξευτελίζονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, μέχρι σχεδόν το 2010. Οι λόγοι ήταν προφανείς. Οι τουρίστες άλλαξαν προορισμό.
Καταλαβαίνει κανείς το νόμο της προσφοράς και ζήτησης, αλλά η κατάφορη αισχροκέρδεια έχει συνέπειες.