Editorial

Η απούσα αριστερή ηθική και νοοτροπία

Η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε πολλά από την κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστεράς», και στα περισσότερα δυστυχώς απογοητευτήκαμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ισχυριστεί ότι σε πολλούς τομείς (οικονομία, ασφαλιστικό, κλπ) οι αποφάσεις του επιβάλλονται από το μνημόνιο ή από το περιορισμένο μπάτζετ και την έλλειψη ρευστότητας ή από τους μόλις 8 γεμάτους μήνες διακυβέρνησης της χώρας, και ως δικαιολογίες είναι αρκετά πειστικές.

Στο μεταναστευτικό φαίνεται πως το σχέδιο -αν υπήρχε- ήταν τουλάχιστον ελλιπές και αυτό φάνηκε από νωρίς. Μπορεί τα κόμματα να διαφωνούν για το αν έπρεπε ή όχι να κλείσει η Αμυγδαλέζα, δεν διαφωνεί όμως κανείς ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για το τι θα ακολουθούσε. Ίσως περιμέναμε ότι οι μετανάστες θα ήταν αρκετά έξυπνοι για να φύγουν για άλλες χώρες της ΕΕ, για να «εξαφανιστούν» όπως θα έλεγε και η αρμόδια Υπουργός. Ίσως γι’ αυτό να απορήσαμε όταν είδαμε ότι δεν «εξαφανίστηκαν», αλλά παρέμεναν στην Ελλάδα και «λιάζονταν», και πάλι όπως θα έλεγε η αρμόδια Υπουργός.

Εκεί λοιπόν που αδυνατούσαμε να διαχειριστούμε τους μετανάστες που ήδη είχαμε, ήρθε το αναμενόμενο γιγαντιαίο προσφυγικό κύμα από τη Συρία.

Φυσικά και ήταν αναμενόμενο το να αναζητήσουν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι μια καλύτερη τύχη στην Ευρώπη, ένα από τα παγκόσμια κέντρα πολιτισμού και ειρήνης. Ακόμα και ο πιο ακραίος δεξιός (ξέρετε, αυτός που κάτω από κάθε άρθρο θα γράφει «λάθρο» με κεφαλαία γράμματα τονίζοντας με κάθε δυνατό τρόπο ότι βρίσκονται παράνομα στην χώρα μας) δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι οι προερχόμενοι από τη Συρία δεν είναι οι συνηθισμένοι μετανάστες. Είναι άτομα που είχαν αρκετές χιλιάδες δολάρια για να δώσουν στους δουλέμπορους που κανόνισαν την μεταφορά τους. Είναι άτομα που μπορούν και δίνουν συνεντεύξεις στην κάμερα σε αγγλικά, γαλλικά, μερικοί μέχρι και στα ελληνικά. Είναι άτομα που μπορεί να σπούδασαν με υποτροφίες της ρωσικής κυβέρνησης στα ρωσικά πανεπιστήμια, όπως έκαναν χιλιάδες Σύριοι τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, αρχιτέκτονες και, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτοί που είχαν τα χρήματα για να επιχειρήσουν αυτό το ταξίδι δεν ανήκαν σε αυτό που ονομάζουμε «οικονομικά κατώτερες κοινωνικές τάξεις». Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος όρος αυτών που έρχονται είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι από τον μέσο όρο των Ελλήνων. Αν εξαιρέσεις την εθνικότητα, οι ομοιότητες με τους μορφωμένους και πλούσιους μικρασιάτες του 1922 είναι τρομαχτικές. Πώς υποδεχόμαστε λοιπόν αυτούς που στα εγγόνια τους θα λένε ιστορίες ίδιες με αυτές που μας έλεγαν οι παππούδες μας;

Αρχικά, ακόμα και πριν έρθει ο πρώτος Σύριος πρόσφυγας μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι δεκάδες χιλιάδες ατόμων θα προσπαθήσουν να έρθουν στη χώρα μας. Από νωρίς διαπιστώσαμε τη βαρβαρότητα του ISIS, του Ισλαμικού Κράτους. Γνωρίζαμε ότι η συριακή κυβέρνηση, η οποία δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει βιολογικά όπλα εναντίον άοπλων, νοιάζεται μόνο να διατηρήσει τον Μπασάρ Αλ Άσαντ στην εξουσία και δεν υπήρχε περίπτωση να βάλει σε κίνδυνο τους στρατιώτες της για λόγους που θεωρεί ασήμαντους, όπως το να προστατέψει τις ζωές αθώων απομακρυσμένων κατοίκων της χώρας.

Φαινόταν ότι το ISIS είχε πολύ καλή χρηματοδότηση (για παράδειγμα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι πουλούσε πετρέλαιο στην Τουρκία) και ότι υπήρχε γενικότερα αδιαφορία για όσα συνέβαιναν από τον ΟΗΕ, την Αμερική, την Ευρώπη, ακόμα και τις χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά δίπλα στις μάχες (βλέπε Τουρκία, για ευνόητους λόγους). Με αυτά τα δεδομένα, η φυγή ήταν η μόνη λογική λύση για όσους είχαν αρκετά χρήματα να την επιδιώξουν.

Ενώ λοιπόν υπήρχε η βεβαιότητα ότι θα κατακλυστούμε από άτομα που θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από το Ισλαμικό Κράτος η τωρινή και η προηγούμενη κυβέρνηση αρκέστηκαν στα μέτρα που ήδη υπήρχαν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Για να αντιμετωπιστεί όμως ποιο «πρόβλημα»; Είναι «πρόβλημα» το ότι κάποιοι υγιείς, ικανοί, εκπαιδευμένοι και με όλα τα δυτικά στάνταρ πολιτισμένοι άνθρωποι ζητάνε άσυλο σε μία χώρα που παινεύεται για την φιλοξενία της; Για κάποιους ναι, για άλλους όχι. Δεν προσπαθώ να απαντήσω σε αυτό το δίλημμα -οι περισσότεροι άλλωστε έχουμε πολύ συγκεκριμένες απόψεις πάνω σε αυτό και δεν θα είχε νόημα να προσπαθήσω να τις αλλάξω μέσα από ένα άρθρο. Ας δούμε όμως το «πρόβλημα» από την πλευρά των προσφύγων. Η μεγάλη πλειονότητα από αυτούς θέλει να φύγει από τη χώρα μας για να δοκιμάσει να ξεκινήσει τη νέα ζωή της σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Λίγοι από αυτούς πραγματικά επιθυμούν να μείνουν στην Ελλάδα. Για τους υπόλοιπους, η βοήθεια που χρειάζονται είναι μέχρι να βρουν τρόπο να καλύψουν όλες τις ανάγκες που καλύπτουμε μέσα στο σπίτι μας, να μεταφερθούν στα σύνορα και να μπορέσουν να τα περάσουν.

Για να καλυφθούν οι καθημερινές τους ανάγκες το κράτος υποθέτει ότι οι περισσότεροι θα βρουν από μόνοι τους φαγητό, νερό, τουαλέτα, μέρος για να κοιμηθούν και μέρος για να πλυθούν. Τις ανάγκες αυτές τις καλύπτουμε για μια ομάδα προσφύγων, η οποία σε αριθμό είναι περίπου ίση με όσους μπαίνουν κάθε τρεις ημέρες στη χώρα μας. Μάλλον θεωρούμε ότι αν δεν παρέχουμε πολυτέλειες όπως φαγητό και στέγη σε πρόσφυγες πολέμου θα τους αναγκάσουμε να φύγουν για άλλες πιο φιλόξενες χώρες.

Μπορεί λοιπόν να έχουμε αποφασίσει ως κράτος ότι δεν θα επιβαρυνθούμε με άσκοπες οικονομικές δαπάνες για να επιβιώσουν οι συνάνθρωποί μας από τη Συρία -εδώ ως κράτος δεν φροντίζουμε να επιβιώσουν οι συνάνθρωποί μας από την Ελλάδα- αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παρατώντας τους εξαφανίσαμε τα προβλήματα που δημιουργεί μια τόσο μεγάλη σε αριθμό άστεγη ομάδα ανθρώπων. Πού θα καταλύσουν; Πως θα ικανοποιήσουν καθημερινές βιολογικές τους ανάγκες όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Μία μικρή ομάδα ατόμων μπορεί να βολευτεί πηγαίνοντας στη φύση ή σε τουαλέτες από καφετέριες και εστιατόρια. Μερικές δεκάδες χιλιάδες, όπως είναι αυτή τη στιγμή στην Κω, όσο έμπρακτα πολιτισμένοι και αν είναι, για πόσο θα μπορούν και με ποιο τρόπο, να διαχειρίζονται τις βιολογικές τους ανάγκες; Ας υποθέσουμε ότι λούζονται σε ντουζιέρες σε παραλίες. Πού θα πάνε τα σαπούνια όταν κάνουν το μπάνιο τους; Σε μια παραλία μπορεί να δημιουργηθεί ζημιά όταν καμιά δεκάρα άτομα λουστούν και το σαμπουάν μέσω της άμμου μεταφερθεί στο νερό. Τι γίνεται όταν λουστούν μερικές χιλιάδες άτομα; Τα σκουπίδια που παράγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είναι ικανοί οι δήμοι να τα απομακρύνουν και να διατηρήσουν ένα υγειονομικά ασφαλές περιβάλλον; Για φανταστείτε να υπήρχαν δέκα χιλιάδες πρόσφυγες στον λάθος δήμο, π.χ. στον δήμο Πύργου που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα δικά του απορρίμματα, τι θα γινόταν εκεί με τα σκουπίδια; Φανταστείτε πως πολλαπλασιάζονται τα ζητήματα στα οποία πρέπει να εστιάσει η κοινωνία όταν συνυπολογίσουμε όχι απλά τα προβλήματα εστίασης των προσφύγων, αλλά και το πώς θα μεταφερθούν στα σύνορα και πώς θα τα περάσουν.

Όλα αυτά αν τα είχαμε σκεφτεί νωρίτερα ή τουλάχιστον αν τα μελετούσαμε σοβαρά όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι Σύριοι πρόσφυγες θα μπορούσαν πολύ εύκολα να αντιμετωπιστούν, χωρίς να δίνουμε το δικαίωμα σε κανέναν απολίτιστο υπερήφανο απόγονο του Ξένιου Δία να ρωτάει γιατί δεν βυθίζουμε μεσοπέλαγα τις βάρκες με τις οποίες έρχονται οι πρόσφυγες. Για να τα είχαμε όμως σκεφτεί νωρίτερα θα έπρεπε να υπάρχει η κατάλληλη πολιτική βούληση και η κατάλληλη -θα την χαρακτηρίζαμε ίσως και αριστερή- παιδεία.

Αν σκεφτούμε ότι η οικονομία και το μεταναστευτικό είναι τα πεδία όπου οι διαφορές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς γίνονται εντονότερες, τι φταίει για την αποτυχία της «πρώτη φορά αριστερής» κυβέρνησης στα θέματα μετανάστευσης; Πάνω-κάτω την απάντηση την είπαμε από την αρχή: οι αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ επιβάλλονται από το μνημόνιο ή από το περιορισμένο μπάτζετ και την έλλειψη ρευστότητας ή από τους μόλις 8 γεμάτους μήνες διακυβέρνησης της χώρας. Πολύ πειστικές δικαιολογίες, αλλά για την χαμένη αριστερή νοοτροπία του ΣΥΡΙΖΑ, τι φταίει;

Είναι κωμικοτραγικό να έχουν έρθει έτσι τα πράγματα που ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί κλασσικά δεξιά επιχειρήματα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα στο μεταναστευτικό και η ΝΔ χρησιμοποιεί τα συνηθισμένα αριστερά επιχειρήματα για να του ασκήσει κριτική. Επειδή είναι εκνευριστική η υποκρισία και των δυο τους, ας γίνουμε πολύ αιρετικοί και ας φανερώσουμε αυτή την υποκρισία προτείνοντας κάποια ακραία λύση.

Ας ανατρέξουμε λοιπόν στην ιστορία μας. Ας θυμηθούμε τι έγινε μετά το 1922 και μετά από ένα αρκετά μεγαλύτερο κύμα προσφύγων, όταν υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη που είχε γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Ο συγκερασμός νοοτροπιών και η διαφορετικότητα που έφεραν οι μικρασιάτες άλλαξαν για πάντα τη χώρα μας και έφεραν μια πρωτοφανή ανάπτυξη στα γράμματα και στις τέχνες, το τέλος της οποίας ζούμε τώρα, σχεδόν έναν αιώνα μετά.

Μπορεί στην προκειμένη περίπτωση οι πρόσφυγες να μην είναι ομοεθνείς μας, αλλά για τους δεξιούς με βάση τις χριστιανικές αξίες και για τους αριστερούς με βάση τις ουμανιστικές αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Άλλωστε, ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, από πότε η ριζοσπαστική αριστερά πιστεύει σε έθνη και σύνορα; Εφόσον όμως στην πραγματικότητα υπάρχει πρόβλημα και είναι αδύνατο να θεωρήσουμε ότι μπορούμε να μοιραστούμε τον χώρο μας με τους Σύριους πρόσφυγες, τελικά με βάση ποιές αξίες φτιάχνουμε την κομματική ιδεολογία μας; Αυτές τις ανιδιοτελείς και ρομαντικές αξίες τις οποίες διατυμπανίζουμε, ή κάποιες άλλες που είναι πιθανότερο να φέρουν την εξουσία;

Αφήνοντας για λίγο αυτά που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και τις ιδεολογίες που δεν έχουμε στην άκρη, ας δούμε τι μπορεί ρεαλιστικά να γίνει. Υπάρχει ένα τσούρμο (στην προκειμένη περίπτωση είναι δόκιμος ο όρος τσούρμο) από διεθνείς οργανώσεις και ΜΚΟ που ασχολούνται ακριβώς με αυτά τα προβλήματα. Υπάρχουν επίσης και διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ που δημιουργήθηκαν ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Υπάρχει και ένας Ευρωπαίος επίτροπος ακριβώς για αυτά τα θέματα, ο οποίος τυχαίνει να είναι και Έλληνας. Μία ρεαλιστική προσδοκία για το μέλλον είναι το τσούρμο από οργανώσεις και ΜΚΟ, οι διεθνείς οργανισμοί και ο Ευρωπαίος επίτροπος να κάνουν τη δουλειά για την οποία τους πληρώνουμε και να παρέχουν ανθρώπινες λύσεις στους ανθρώπους των οποίων το δράμα τους δίνει λόγο ύπαρξης. Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Δεν είναι καν μόνο ευρωπαϊκό. Είναι παγκόσμιο και για το λόγο αυτό απαιτείται, όπως σωστά είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η ενεργοποίηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Και προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλει να κινηθεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση άμεσα, ίσως με μια έκτακτη Σύνοδο Κορυφής.

Υπάρχει επίσης και ελληνική κυβέρνηση –μπορεί η ίδια να μη το πολυπιστεύει, αλλά υπάρχει. Υπάρχουν και χρήματα τα οποία μπορεί να πάρει από την Ε.Ε. υπό κάποιες προϋποθέσεις. Θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να κάνει ουσιαστικότερες προσπάθειες ανάδειξης του ζητήματος (κάτι στο οποίο έχει πετύχει στο παρελθόν με το πρόβλημα της οικονομίας μας) και να πιέσει για την παροχή αυτών των σχεδόν 400 εκατομμυρίων. Θα μπορούσε επίσης ο Πρωθυπουργός (προς το παρόν ο ίδιος είναι, άσχετα με το αν έχει παραιτηθεί και ασχολείται με την επανεκλογή του) να λάβει έκτακτα μέτρα, ύστερα, ίσως, από μια σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να υπάρχει η σύμφωνη γνώμη και ο απαιτούμενος έλεγχος από άλλα κόμματα πέρα από αυτά της κυβέρνησης. Μέτρα που θα ενεργοποιούσαν ανθρωπιστική βοήθεια προς τους πρόσφυγες, τη δημιουργία πρόχειρων καταυλισμών στα σύνορα με τα Σκόπια και τη Βουλγαρία ή το άνοιγμα κάποιων στρατοπέδων στις περιοχές αυτές, χωρίς να γίνεται προσπάθεια για γκετοποίηση των προσφύγων, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.

Τελικά όμως, ό,τι και να κάνουμε θα είναι σαν την ασπιρίνη που αντιμετωπίζει απλά τα συμπτώματα και όχι το πρόβλημα. Πρέπει να ασχοληθούμε ως παγκόσμια κοινότητα σοβαρά με το θέμα του Ισλαμικού Κράτους. Τη βαρβαρότητα, τους απάνθρωπους φόνους και τις ανεπανόρθωτες καταστροφές που προκαλεί καθημερινά τους βλέπουμε συνέχεια από την τηλεόραση και τους έχουμε σχεδόν συνηθίσει. Παλιά μας έκανε εντύπωση το βίντεο στο οποίο αποκεφαλίστηκε ο πρώτος Αμερικανός όμηρος. Στη συνέχεια συνηθίσαμε τις μεθόδους του ISIS και βίντεο όπως ο αργός πνιγμός αιχμαλώτων μέσα σε κλουβί ή οι ομαδικοί αποκεφαλισμοί σε μια παραλία που κυριολεκτικά έβαψαν τη θάλασσα κόκκινη ήταν στη μέση ή το τέλος των δελτίων ειδήσεων.

Η λύση είναι απλή: ας αποδεχτούν διάφορες χώρες που έχουν οικονομικά ή πολιτικά κέρδη από το Ισλαμικό Κράτος ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάθε κόστος. Το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές είναι τεράστιο και δεν γίνεται να κάνουμε άλλο τα στραβά μάτια για να γεμίσει η τσέπη μας. Το ISIS πρέπει να διαλυθεί και είναι χρέος των ηγετών μας να ξεκινήσουν αυτόν τον αγώνα. Βέβαια, για να βάλει κάποιος τις ανθρώπινες ζωές κάποιας άλλης χώρας πάνω από το κέρδος πρέπει να έχει και μια κάποια ηθική και την κατάλληλη νοοτροπία. Η έλλειψη αυτής της ηθικής και της νοοτροπίας φαίνεται δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα.

 

 

Υ.Γ.1:Ίσως κάπου χρησιμοποίησα όρους που πολιτικά δεν είναι σωστοί, ίσως κάποια πράγματα να μη τα εξέφρασα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ίσως η αντίληψη που έχω να μην είναι ρεαλιστική. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να παρακάμψουμε τα εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ μας και να αρχίσουμε να συνομιλούμε προσπαθώντας να βρούμε μια λύση. Αν το κείμενο μπορεί να βελτιωθεί και οι όροι που χρησιμοποιούνται να γίνουν πιο πολιτικά ορθοί, θα χαρώ να με διορθώσετε στα σχόλια.

Υ.Γ.2:Ανεξάρτητα από τις προθέσεις της, η FYROM έφερε στρατό στα σύνορα με τη χώρα μας και πυροβόλησε με πλαστικές σφαίρες άτομα τα οποία βρίσκονταν από τη δική μας πλευρά. Εμείς τι κάναμε γι’ αυτό; Υπήρξε κάποια οποιαδήποτε διπλωματική αντίδραση; Ειλικρινά δεν γνωρίζω, αλλά όταν μία χώρα μετακινεί τον στρατό της στα σύνορα με τη δική σου, δεν είναι η λογική αντίδραση το να κάνεις και εσύ το ίδιο, ή τουλάχιστον να ζητήσεις επίσημα και δημόσια εξηγήσεις;

 

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι ο διαχειριστής του apopseis.gr.

Η απούσα αριστερή ηθική και νοοτροπία

του Δημήτρη Κοντογιάννη.

Ήταν μια περίεργη εβδομάδα, με την παραίτηση του Πρωθυπουργού και της κυβερνήσεως, με νέο κόμμα, με ανοιχτό πόλεμο ανάμεσα στους τέσσερις πρώτους θεσμούς της χώρας και με την (περίπου) έναρξη της προεκλογικής περιόδου.

Ενώ το πολιτικό σκηνικό βράζει -και θέλω σαν τρελός να γράψω για τα όσα γίνονται- δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ίσως μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας μετά το οικονομικό. Δεν γίνεται να μην ασχοληθούμε με τους ανθρώπους που ζουν το δικό τους 1922 και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους προκειμένου να διαφυλάξουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους. Τους ανθρώπους για τους οποίους ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ ως κοινωνία που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ονομάζονται και πως να αναφερόμαστε σε αυτούς χωρίς να τσακωθούμε μεταξύ μας.