γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Είναι βέβαιο πως ο βαθμός βελτίωσης της οικονομίας είναι ανάλογος του βαθμού φιλελευθεροποίησής της. Μέχρι πρόσφατα το κράτος έλεγχε τα κομμωτήρια, τα βενζινάδικα, το ρεύμα, τις τηλεπικοινωνίες, το αέριο, τα αεροδρόμια κ.α. για να διαιωνίζει τον πελατειασμό. Όσοι με ποικίλα τεχνάσματα αντιμάχονται την ελεύθερη αγορά, από δεξιά, είτε από αριστερά, αυτό ακριβώς έχουν κατά νου. Ο ασφυκτικός αυτός πελατειασμός έλεγχε και διάβρωνε τα πάντα.
Η πτώχευση ωστόσο της χώρας ανέδειξε με τον εκκωφαντικότερο τρόπο την καταστροφική κρατικοδίαιτη ανάπτυξη. Η κρίση συγκλόνισε τη χώρα καθώς οι περισσότερες επιχειρήσεις ήταν κρατικοδίαιτες ή πολύ μικρές. Χιλιάδες έκλεισαν, το ΑΕΠ μειώθηκε πάνω από 25%, η ανεργία κάλπαζε. Η βίαιη ανακατανομή των εισοδημάτων οδήγησε μέρος των πολιτών να βρεθεί υπό την σκέπη των επιδομάτων.
Δέκα χρόνια μετά και κατόπιν άπειρων αυταπατών, παλινωδιών και αντικινήτρων στην εργασία, η ανεργία μειώθηκε στο 17%. Η κατάσταση σταδιακά βελτιώνεται. Σήμερα η φενάκη της υποτιθέμενης τόνωσης της αγοράς από το πλήθος των επιδομάτων, τα οποία εμπεδώνουν την ψευδαίσθηση του κεκτημένου, της ακινησίας και της οκνηρίας, προερχόμενα μάλιστα από την υπερφορολόγηση, πρέπει να σταματήσει. Είναι τραγικό δε να το λένε άνθρωποι της αγοράς. Οι ταγοί της αγοράς κωφεύουν προκλητικά στη βάσανο της αναδιάρθρωσης και αλλαγής στα πονεμένα από την κρίση μικρομάγαζα, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των επιδομάτων στην παραγωγή, την εργασία και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Βλέπουν τα μεμονωμένα δέντρα αλλά όχι το δάσος των πολιτών, το πιθανό προφανές στο ταμείο αλλά όχι τις αναπόφευκτες αρνητικές επιπτώσεις μιας λαϊκίστικης επιδοματικής πολιτικής. Παραβλέπουν υποκριτικά πως η ανάγκη επιβίωσης των συνανθρώπων μας δεν αποτελεί επ’ ουδενί τρόπω ζήτηση για την αγορά. Γιατί το αιτούμενο της ζήτησης προϋποθέτει ουσιαστική αγοραστική δύναμη που προέρχεται από την εργασία και την παραγωγή.
Κανένα επίδομα λοιπόν δεν θα λείψει από την αγορά. Από τη συνειδητή δημιουργία φτωχότερων και χειραγωγήσιμων πολιτών και από τη συντήρηση ανήθικων κοινωνικών ανισοτήτων πρέπει να περάσουμε στην απέναντι όχθη. Στην όχθη της προσωπικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας. Είναι καιρός να μιλήσουμε για την ανάπτυξη, την παραγωγή, την εργασία, τις ανάγκες των εργαζομένων και τις δυνατότητες σύγκλισης με την Ευρώπη. Να επιδιώξουμε πλούτο με κάθε τρόπο. Να αλλάξουμε τις προκατειλημμένες αντιλήψεις για την επιχειρηματικότητα, την ευκαιριακή πελατειακή λογική του επιδόματος και του βολέματος και να στραφούμε στην εργασία, την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα. Κίνητρα για εργασία και επιχειρήσεις χρειαζόμαστε. Οφείλουμε λοιπόν να δούμε τα προφανή που μας πάνε μπροστά, αν θέλουμε να διατηρήσουμε τα κοινωνικά κεκτημένα.