γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Οι επαναστατικές θύελλες που απελευθέρωσε το διαδίκτυο στη γνώση, στην ενημέρωση, στην επικοινωνία και στο e-shopping οδηγεί σε αναθεώρηση πολλών παραδεδομένων πρακτικών. Παραδοσιακά λοιπόν ενώ το σύνηθες που ακούγονταν ήταν η ανάγκη να πουληθούν προϊόντα, σήμερα αυτό δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη του καταναλωτή. Ο πολίτης αγοράζει στοχευμένα, πιο established προϊόντα και αναζητά επιπλέον αξία από φθηνότερα είδη.
Το Φορντικό μοντέλο παραγωγής έσβησε και πολλά είδη θεωρούνται περιττά, ενώ τα “πασπαρτού” μικρομάγαζα δεν επιβιώνουν καθώς δεν κομίζουν ανταγωνιστικές τιμές. Δεν υπάρχουν πλέον προνομιούχοι της ποιότητας, καθώς αυτή κατέστη προσιτή. Οι εκπτώσεις μικρό νόημα έχουν καθώς στο διαδίκτυο οι τιμές είναι ασύγκριτα χαμηλές και ο διάλογος ως μέρος της εμπειρίας αγοράς και της διαδραστικής επικοινωνίας είναι ψηφιακός.
Έτσι η αγορά σταδιακά συγκεντρώνεται σε λιγότερες πόρτες και όσες επιχειρήσεις εκσυγχρονίστηκαν με ποιοτικά στοιχεία, προϊόντων ή υπηρεσιών, πετυχαίνουν να λειτουργούν με όρους βιωσιμότητας. Η παγκόσμια και εγχώρια κατανάλωση ρούχων αυξήθηκαν περισσότερο από 50% την τελευταία δεκαετία, εντούτοις η πληθώρα των μικρομάγαζων έκλεισε.
Η ελληνική παραγωγή είναι περιορισμένη, ενίοτε ακριβή και συχνά ανώνυμη. Θεσμικά εργαλεία υπάρχουν αλλά συνήθως οι πόροι οδεύουν σε αμφίβολα και σκανδαλώδη προγράμματα επιχειρηματικής δήθεν επιμόρφωσης ή σε άεργες αναπτυξιακές αιθεροβασίες, αντί σε συμβουλευτικές υπηρεσίες σημάτων, ετικέτας, διαφήμισης και ιστοσελίδας. Σπάνια ακούγονται πολιτικές Branding. Επαφίενται όλα στο κράτος. Η βιοτεχνική παραγωγή στην πόλη μας, με την κατάλληλη παρότρυνση και στήριξη των φορέων, θα υπερκάλυπτε την τοπική κοινωνία και όχι μόνο, σε υφασμάτινες μάσκες λόγου χάρη. Του Ζήση ή της Φρίνης, υφιστάμενων τοπικών βιοτεχνιών που αναλώνουν κυρίως τοπικούς ανθρώπινους πόρους. Θα μπορούσε αυτό να συμβαίνει σε κάθε τοπική κοινωνία.
Είναι τραγικό να συζητάμε για επιβεβλημένη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και να επιδοτούμε τα τραπεζοκαθίσματα, τη χωριάτικη και τα rooms to let, αντί στοχευμένα τον παραγωγικό πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση και τον τεταρτογενή τομέα της έρευνας και καινοτομίας. Σήμερα είναι αβέβαιο ποιος δικαιούται τι και ποιες επιχειρήσεις θεωρούνται αναπτυξιακές, όταν η μοδίστρα δυνητικά θεωρείται βιοτέχνης και ο μικρομέτοχος εμπορικού μεγαλέμπορος. Οι επιμελητηριακοί κατάλογοι θέλουν ξεσκαρτάρισμα.
Ποιος ο βιοτέχνης λοιπόν, ο μεταποιητής ή ο έμπορος, ώστε να είναι στοχευμένες οι παρεμβάσεις και με αναπτυξιακή προοπτική. Τι είναι εκείνο που λείπει, ποιες οι συνέργειες και ποια η συμβουλευτική μέριμνα των φορέων στις επιχειρήσεις αυτές άραγε, εκτός από την τακτοποίηση της συνδρομής τους; Ελάχιστο ενδιαφέρον χρειάζεται, αλλαγή νοοτροπίας και μικρές παρεμβάσεις που μπορούν να κάνουν τη διαφορά.