Αυτό αντικατοπτρίζει δύο πράγματα. Είτε οι πιστωτές αμφισβητούν ειλικρινά την ικανότητα αυτών των τραπεζών να σταθούν τελικά στα πόδια τους και να χρηματοδοτήσουν μια πολύ αναγκαία ισχυρή οικονομική ανάκαμψη ή είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν να πιέζουν την κυβέρνηση για περισσότερες μεταρρυθμίσεις αμφισβητώντας την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την ποιότητα των κεφαλαίων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ή και τα δύο.
Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν σήμερα να χρηματοδοτήσουν την εγχώρια ανάκαμψη, η οποία, παρεμπιπτόντως, παραμένει ανεπαρκής και αναιμική. Το θέμα έγινε κρίσιμο κατά τη διάρκεια της συνόδου Οκτωβρίου του ΔΝΤ το οποίο, στην οικονομική έκθεσή του, προέβλεψε την ανεπαρκή μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης για την Ελλάδα. Όσον αφορά το 2018, το ΔΝΤ κατέστησε σαφές ότι αν η Ελλάδα καταφέρει να επιτύχει τον συγκεκριμένο στόχο του δημοσιονομικού πλεονάσματος ύψους 2,2% και να υλοποιήσει τις προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις, τότε δεν πρόκειται να εγείρει φάσμα νέων μέτρων λιτότητας. Η απαλλαγή, όμως, από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αξίας 98 δισεκατομμυρίων ευρώ αποτελεί σήμερα την πρώτη προτεραιότητα του ΔΝΤ.
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους πιστωτές από το 2015 να επιτύχει στόχο 3,5%. Οι Ευρωπαίοι, παρεμπιπτόντως, απορρίπτουν ομόφωνα την επιβολή μιας νέας άμεσης πολιτικής κουρέματος για τους κατόχους ελληνικών χρεών. Αυτή η ευρωπαϊκή στάση φαίνεται να υποδηλώνει ότι, για να επιτύχει η Ελλάδα ένα πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού 3,5% του ΑΕΠ ή υψηλότερο, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει νέα μέτρα λιτότητας 1,3% του ΑΕΠ. Ή απλώς να προκαταβάλει το 2018 την εφαρμογή των νέων περικοπών 20 τοις εκατό των συντάξεων, η οποία εκτιμάται ότι είναι 1,2-1,3 τοις εκατό του ΑΕΠ, περικοπή που είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 2019. Στην περίπτωση αυτή είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Αλέξης Τσίπρας, έως τον προσεχή Ιούνιο, θα προκηρύξει εκλογές.
Εν τω μεταξύ, ο χρηματοπιστωτικός τομέας προσπαθεί να ξεφορτωθεί όσο το δυνατόν περισσότερα NPLs. Πρόκειται για κορυφαία πολιτική προτεραιότητα για τους πιστωτές, τόσο των Ευρωπαίων όσο και του ΔΝΤ. Από την πλευρά της προσφοράς, τα νοικοκυριά και οι εταιρείες με σχετικά ισχυρή χρηματοοικονομική κατάσταση έχουν καταβάλει μερικά από τα δάνεια. Ωστόσο, η αποκατάσταση του δείκτη δανείων προς καταθέσεις σε βιώσιμο επίπεδο και η σταθερή μείωση της εξάρτησης από τη ζώνη του ευρώ παραμένει ζητούμενο, πολύ περισσότερο καθώς η οικονομία δεν ανακάμπτει σοβαρά. Ενώ οι επαναλαμβανόμενες ανακεφαλαιοποιήσεις έχουν αποκαταστήσει την κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί σταθερά ως ποσοστό των ανεξόφλητων δανείων. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα που μπορεί να δημιουργήσει νέες κεφαλαιακές ανάγκες.
Σίγουρα μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί πολλές θέσεις εργασίας και πολλές εταιρείες που ήταν ουσιαστικά παραγωγικά βιώσιμες, δυστυχώς απέτυχαν. Με πιο αποδεκτούς όρους χρηματοδότησης, ορισμένες από αυτές τις εταιρείες θα είχαν πιθανώς ξεπεράσει την κρίση. Ελλείψει οικονομικής ύφεσης, ενδέχεται μερικές να είχαν, βέβαια, αποτύχει στο πλαίσιο της ευρύτερης ενσωμάτωσης στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας καθώς η αύξηση της μη μισθολογικής παραγωγικότητας μετασχηματίζει το εταιρικό τοπίο στο παγκόσμιο πλαίσιο.
Όμως η βαθιά ύφεση συνέβη και η όποια προσπάθεια σταδιακής εξομάλυνσης των ελληνικών τραπεζών συνέπεσε με μια αυξανόμενη αναλογία μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας βεβαίως της ύφεσης αλλά και της πρόκλησης της τελευταίας από τα αναίτια πολιτικά και οικονομικά γεγονότα που κατέστρεψαν πρόωρα την ανάκαμψη του 2014.
Το γεγονός ότι η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα μετατράπηκε σε σχεδόν καταστροφή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο μάλιστα δεν είχε δανείσει υπερβολικά στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, έρχεται σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου το υπερβολικό ιδιωτικό χρέος διοχετεύθηκε σε μη άμεσα παραγωγικά έργα για ακίνητα. Στην Ιρλανδία και την Ισπανία, για παράδειγμα, δεν υπήρχε καμία αξία για να ανακάμψει από τα υπερτιμημένα και κακοσχεδιασμένα ακίνητα.
Αντίθετα, η Ελλάδα δεν είχε καθόλου εκτεταμένη φούσκα από ακίνητα ή χρέη καταναλωτικού χρέους. Αντ ‘ αυτού, τα δάνεια προσφέρθηκαν σε παραγωγικές επιχειρήσεις αποθαρρύνοντας τον άνευ όρων δανεισμό. Αυτό προέκυψε μετά από ενδελεχή σειρά ελέγχων στα χαρτοφυλάκια δανείων των ελληνικών τραπεζών. Προς γενική έκπληξη, αυτοί οι έλεγχοι έδειξαν ότι τα δάνεια προσφέρθηκαν γενικά με βάση κατά κανόνα σωστή αξιολόγηση – όταν η πολιτική επιρροή δεν υποχρέωνε τους υπεύθυνους των δανείων να «ξεπεράσουν» την ορθή κρίση τους, ειδικά στις κρατικές ελεγχόμενες τράπεζες.
Η αργή επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά την αναζωπύρωση της αστάθειας μετά το Δεκέμβριο του 2014 καθώς και την έλλειψη ευελιξίας των σχετικών νόμων. Ωστόσο, πέρα από την πολιτική και οικονομική σταθεροποίηση απαιτείται μια περιεκτική νομοθετική πρωτοβουλία. Αυτό προκαλεί το ερώτημα γιατί οι πιστωτές δεν πιέζουν για μια ρύθμιση που θα μπορούσε να ελευθερώσει πόρους τόσο για τις μικρές όσο και για τις μεγάλες εγχώριες εταιρείες που εξακολουθούν να επιβιώνουν μέσα σε αυτό το χάος.