Η αμφισβήτηση, κατά σύμπτωση (;) ξεκίνησε από πρόσωπα που πιστά υπηρετούν συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο, και συγκεκριμένα τον κοινοβουλευτικά άκρο Δεξιό χώρο της παράταξης, ο οποίος υιοθετεί την συγκρουσιακή τακτική, ίσως γιατί μέσω αυτής καταφέρνει και συσπειρώνει τους οπαδούς του και επιβιώνει.
Δύο εικοσιτετράωρα από τη νέα ήττα της ΝΔ, ίσως θα πρέπει να διερωτηθούμε τι πραγματικά έφταιξε και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν μπόρεσε να κάνει το θαύμα… Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς. Όταν ανέλαβε την ηγεσία της Κεντροδεξιάς παράταξης, η ΝΔ κατέγραφε ποσοστά της τάξεως του 19,1% (δημοσκόπηση της Metron Analysis στα ΝΕΑ της 10ης Ιουλίου). Παρέλαβε ένα κόμμα καταχρεωμένο ( τα χρέη του φθάνουν στα 180 εκατ. με τα 80 εξ αυτών να έχουν δημιουργηθεί από το 2009 και μετά), χωρίς τοπικές και νομαρχιακές οργανώσεις και με μια νεολαία που πέρα από τους φίλους της ηγετικής ομάδας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του προέδρου της Σάκη Ιωαννίδη, ουσιαστικά είναι σκιά του ένδοξου εαυτού της. Παρέλαβε επίσης καμιά δεκαριά (ίσως και λίγους λέω) «δελφίνους», από παραδοσιακούς διεκδικητές της ηγεσίας όπως η Ντόρα Μπακογιάννη, μέχρι την… «κουτσή Μαρία από τα Γιάννενα».
Μέσα σε λιγότερο από δυόμιση μήνες, κατάφερε να ενώσει το κόμμα, να ανοίξει τοπικές και Νομαρχιακές, να βρει χρήματα και να κάνει εκλογές, να κάνει πολλούς και πολλές να εγκαταλείψουν τις ηγετικές τους φιλοδοξίες, να βάλει την όποια ΟΝΝΕΔ έχει απομείνει να δουλέψει και το κυριότερο, να πετύχει όχι μόνο να μη διαλυθεί το κόμμα, αλλά να το κρατήσει ζωντανό ως κορμό των κομμάτων που εκπροσωπούν τον φιλελεύθερο κεντροδεξιό φιλευρωπαϊκό χώρο. Με λίγα λόγια απέτρεψε την πασοκοποίηση σε ποσοστά της ΝΔ.
Αν γι’ αυτό πρέπει να καταδικασθεί ο κ. Μεϊμαράκης τότε σίγουρα του αξίζει η βαρύτερη καταδίκη.
Αλλά εύλογο είναι να αναρωτηθεί κανείς: «Και γιατί δεν πέτυχε το θαύμα; Δεν ήταν εφικτό να το επιτύχει;»
Θεωρητικά ήταν. Έπρεπε όμως να έχει προχωρήσει σε ορισμένες ενέργειες που δυστυχώς, κατ’ άλλους δεν είχε το θάρρος να προχωρήσει, ενώ κατ’ άλλους αν προχωρούσε σε αυτές τις ενέργειες τότε υπήρχε κίνδυνος να προκληθούν συγκρούσεις σε μια περίοδο που έπρεπε να υπάρχει συσπείρωση.
Ο κ. Τσίπρας εμφανίσθηκε ως το νέο που πολεμούσε το παλιό.
Ο κ. Τσίπρας όμως με τη ρητορική του «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», μόνο το νέο δεν εκπροσωπούσε.
Αντίθετα ο κ. Μεϊμαράκης, ξεπερνώντας τη συγκρουσιακή λογική που του εισηγούντο, βλέποντας τις ανάγκες της χώρας, προώθησε την ιδέα της εθνικής συνεννόησης, κάτι εντελώς νέο ως νοοτροπία στη πολιτική ζωή του τόπου.
Αρκούσε όμως αυτή η διακήρυξη για να αποδείξει ότι αυτός ήταν στην πραγματικότητα το νέο;
Φυσικά όχι.
Δεν πολεμάς τον 40χρονο Αλέξη Τσίπρα χωρίς να «σπάσεις εσωκομματικά αυγά». Αν στις δημοσκοπήσεις του Ιουλίου η ΝΔ βρισκόταν στο 19,1% αυτό οφειλόταν στο ότι μετά την ήττα της 25ης Ιανουαρίου το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης συνέχισε με την ίδια τακτική και τα ίδια πρόσωπα. Δυστυχώς ο κ. Μεϊμαράκης αν και άλλαξε τακτική δεν άλλαξε πρόσωπα. Και τα πρόσωπα πολλές φορές προσδιορίζουν την τακτική.
Δεν μπορείς να μιλάς για εθνική συμφιλίωση με εκείνους που προωθούσαν την τακτική των δύο άκρων.
Δεν μπορείς να πολεμήσεις αυτόν που λέει ότι πρεσβεύει το νέο χωρίς να φέρεις νέα πρόσωπα, και μάλιστα πρόσωπα που πιστεύουν στο Κεντρώο άνοιγμα που κάνεις, στις λίστες που κατεβάζεις για να ζητήσεις την ψήφο του λαού;
Δεν μπορείς να πηγαίνεις να ζητήσεις την εμπιστοσύνη του λαού όταν ξέρεις ότι από τους 76 που είχε εκλέξει το κόμμα σου στις προηγούμενες εκλογές, τουλάχιστον οι 50 είχαν εκλεγεί επειδή ο προκάτοχός σου είχε κινητοποιήσει ολόκληρο τον κομματικό μηχανισμό για να τους εκλέξει. Δεν μπορείς λοιπόν να καλείς τον λαό να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στις επιλογές εκείνου που είχε καταδικάσει, έστω κι αν η ηγεσία του κόμματος είχε αλλάξει, γιατί θα ήταν σαν να επιβράβευε τις δικές του επιλογές. Και το κυριότερο ήταν σαν να ζητούσες από τον λαό να εξουσιοδοτήσει τους εκλεκτούς ενός άλλου κομματικού συστήματος να υλοποιήσουν μια πολιτική που όλοι γνώριζαν ότι οι συγκεκριμένοι βουλευτές δεν πίστευαν.
Εκεί όμως που αποκαλύφθηκαν πλήρως όλα αυτά ήταν στο γεγονός ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης σεβάστηκε ή κατ’ άλλους υποτάχθηκε πλήρως στις επιθυμίες του προκατόχου του και δεν έκανε τις αλλαγές που είχε δικαίωμα ως αρχηγός να κάνει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Με αποτέλεσμα όλοι να λένε ότι επρόκειτο για ψηφοδέλτιο με τη σφραγίδα Σαμαρά. Εκεί χάθηκε μια ευκαιρία να δείξει ότι το νέο που πρέσβευε και η επιστροφή στις ιδεολογικές αρχές της παράταξης δεν ήταν λόγια.
Είναι γεγονός ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης εγκλωβίστηκε σε πολλά από την πολιτική του προκατόχου του. Στο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από την ανάληψη της ηγεσίας από μέρους του έως τις εκλογές είναι γεγονός ότι δεν προλάβαινε να προχωρήσει ούτε σε θεσμικές προτάσεις που θα αποτελούσαν τομή στο πολιτικό μας σύστημα όπως από τη στήλη αυτή είχαμε προτείνει, ούτε σε προγραμματικές τομές αφού τα περιθώρια που είχε ήταν πολύ περιορισμένα λόγω των δεσμεύσεων του Μνημονίου Τσίπρα. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από το να αναγκάζεται να απολογηθεί για τα λάθη του προκατόχου του.
Δεν είναι δυνατόν ακόμα και στην τελευταία συνέντευξη λίγο πριν απαγορευθεί κάθε πολιτική δραστηριότητα, στην εξαιρετική συνέντευξη που έδωσε στον ΣΚΑΙ, αντί να αξιοποιεί το χρόνο για να προβάλει τις θέσεις της ΝΔ να τον αναλώνει για να «απολογείται» για τις αμαρτίες ή τη δραστηριότητα του παρακοιμώμενου του κ. Σαμαρά, του κ. Παπασταύρου.
Με κάθε τρόπο η ΝΔ, σήμερα ο κ. Μεϊμαράκης, αύριο κάποιος άλλος, πρέπει να αποδείξουν και να πείσουν ότι η ΝΔ δεν φοβάται τον έλεγχο της Δικαιοσύνης. Και όποια στελέχη της βαρύνονται με τυχόν κατηγορίες καλό είναι να διευκολύνουν το κόμμα – και αν δεν το κάνουν μόνοι ας τους γίνει η αναγκαία σύσταση- και ας αποσυρθούν για ένα διάστημα μέχρι να αποδείξουν την αθωότητά τους. Δεν είναι δυνατόν ούτε να κρύβονται πίσω από την προστασία που προσφέρει η ταμπέλα του κόμματος, ούτε να παίρνουν στο λαιμό τους ένα κόμμα το οποίο, όπως σωστά επισήμανε ο κ. Μεϊμαράκης, δεν έχει κανένα στέλεχός του στη φυλακή.
Δεν αρκεί όμως αυτό. Η ΝΔ δεν πρέπει να υποστείλει τη σημαία της ηθικής και της διαφάνειας και ο αρχηγός της πρέπει να βρει στελέχη για να κρατήσουν τη σημαία αυτή αναπεπταμένη.
Το βράδυ των εκλογών ο κ. Μεϊμαράκης είπε σαφώς ότι το ζήτημα της διαδοχής θα συζητηθεί στην ώρα του.
Προσωπικά δεν ξέρω ποια είναι η καταλληλότερη ώρα.
Επειδή όμως είναι δεδομένο ότι η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση δεν θα έχει σταθερότητα, καλό είναι το ζήτημα της ηγεσίας να μη μείνει ανοικτό.
Αφού οι τομές στον κομματικό μηχανισμό, που έχει καταντήσει ένα συνονθύλευμα κουρασμένων παρεών, δεν έγιναν αμέσως μόλις ανέλαβε ο κ. Μεϊμαράκης επειδή φαινόταν ότι μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο, ας δοθεί η ευκαιρία στον όποιον αρχηγό εκλέξει η βάση (είτε είναι ο κ. Μεϊμαράκης είτε κάποιος άλλος) να το πράξει το συντομότερο δυνατόν.
Το νέο που εξέφρασε ο κ. Μεϊμαράκης με την προώθηση της ιδέας περί εθνικής συνεννόησης, δεν πρέπει να μείνει μόνο στα λόγια. Πρέπει να υποστηριχθεί και από τα κατάλληλα πρόσωπα.
Ήδη «σταγονίδια» μιας πολιτικής πρακτικής που κόντεψε να διαλύσει τη ΝΔ και την αποξένωσε από την κοινωνία και από τη βάση της άρχισαν να σηκώνουν κεφάλι και να αμφισβητούν τις αρχές και τις αξίες που άφησε παρακαταθήκη ο ιδρυτής της παράταξης και ακολούθησαν πιστά οι διάδοχοί του πλην μιας εξαιρέσεως.
Αν λοιπόν πονούν και αγαπούν πραγματικά τη ΝΔ όσοι δημοσίως το λένε οφείλουν να αγωνισθούν για να γίνουν σεβαστές αυτές οι παρακαταθήκες. Αλλά ακόμα και εκείνοι που πρόσφατα εντάχθηκαν στην οικογένεια της ΝΔ οφείλουν να σεβαστούν αυτές τις παρακαταθήκες τιμώντας την ιστορία της και την ιστορία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Διαφορετικά δεν θα κερδίσουν παρά ένα μικρό μέρος μιας μειοψηφίας από τη βάση της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη των κορυφαίων στελεχών της ΝΔ είναι από εδώ και πέρα τεράστια.
Με δική τους ευθύνη και λόγω της ατολμίας τους να αμφισβητήσουν το ηγετικό κουφάρι της προηγούμενης ηγεσίας, άφησαν και σερνόταν επί έξι μήνες η ΝΔ προς τον εκλογικό όλεθρο. Η παρουσία του Βαγγέλη Μεϊμαράκη αν μη τι άλλο ανέκοψε την πορεία προς την καταστροφή. Πρέπει να ξέρουν όμως όλα τα ηγετικά στελέχη ότι η Νέα Δημοκρατία δεν αντέχει άλλη ήττα. Και αν τυχόν υπάρξει μαζί της θα παρασυρθούν και οι ίδιοι. Το μέλλον τους είναι πλέον ταυτισμένο με το μέλλον της ΝΔ.