Αρχικά φάνηκε ότι οι τρεις θεσμοί της τρόικας (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) μπορούσαν να μαλακώσουν τη στάση και τα θέλω τους από την Ελλάδα, ποτέ όμως δεν βρέθηκαν σε κάποια πραγματικά δύσκολη θέση για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Μπορεί στο παρελθόν να δήλωναν ότι διαπραγματεύονται, μπορεί να μας διαβεβαίωναν για το ίδιο οι προηγούμενες κυβερνήσεις μας, αλλά ποτέ δεν εμφανιστήκαμε ικανοί να συμπληρώσουμε το «δώσε μου σε παρακαλώ κάτι παραπάνω» με ένα «αλλιώς εγω…». Ποτέ δεν πιέσαμε πραγματικά τους δανειστές μας και ποτέ δεν ήμασταν προετοιμασμένοι να μας πούνε «όχι». Μία φορά τόλμησε -ήδη υπερβολικά καθυστερημένα- να αρθρώσει ο Παπανδρέου τη λέξη «δημοψήφισμα» και ο πανικός που έγινε στις αγορές πανευρωπαϊκά δεν είχε προηγούμενο! Ήμασταν όμως οργανωμένοι και προετοιμασμένοι να φτάσουμε το θέμα στα άκρα; Όχι, ήμασταν απρόθυμοι και ανοργάνωτοι και ήταν πολύ πιο εύκολο απλά να αλλάξουμε Πρωθυπουργό.
Δεν ξέρω αν ξεγελάστηκαν ποτέ ο Αντώνης Σαμαράς ή ο Γιώργος Παπανδρέου και να πίστεψαν ότι η Μέρκελ και οι υπόλοιποι δανειστές δίνουν δεκάρα για το πολιτικό μέλλον των Ελλήνων Πρωθυπουργών. Όπως και οι δικοί μας, έτσι και οι υπόλοιποι ηγέτες κρατών έχουν αντιπολίτευση και, αντίστοιχα , για να μας δανείσουν (ή να μας χαρίσουν) χρήματα πρέπει να εγκριθεί από το κοινοβούλιό τους. Μπορείς να πείσεις τους ψηφοφόρους σου ότι η χώρα σου πρέπει να χαρίσει κάποιο κομμάτι του χρέους της Ελλάδας προς αυτούς, χωρίς να φοβάσαι ότι αργότερα θα έχεις γιγαντιαίο εκλογικό κόστος; Όχι, εκτός και αν κερδίζεις κάτι από τη συμφωνία σου με την Ελλάδα.
Στο παρελθόν λοιπόν μας δώθηκε η ευκαιρία να βάλουμε το πιστόλι στο τραπέζι.” Ή μας βοηθάτε, ή έχουμε κακά ξεμπερδέματα και εμείς και εσείς”. Όταν όμως πλέον όλες οι ευρωπαϊκές χώρες και τράπεζες έχουν προετοιμαστεί για κάθε ενδεχόμενο, είτε αυτό είναι επιστροφή στη δραχμή είτε κάποια χρεωκοπία, τι μπορείς να χρησιμοποιήσεις για διαπραγματευτικό εργαλείο;
Ερχόμαστε λοιπόν στο σήμερα. Όσο και να το διατυμπάνιζε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και να το θέλει ο λαός, αν θέλουμε χρήματα από την Ευρώπη δεν γίνεται πια να μην έχουμε κάποιας μορφής τρόικα και μνημόνιο. Μπορούμε σήμερα να απειλήσουμε τους δανειστές με έξοδο από την ευρωζώνη ή χρεοκοπία; Ναι, αλλά τώρα που όλοι έχουν προετοιμαστεί και οι ζημιές τους θα είναι σαφώς λιγότερες δεν πρόκειται να πάνε εκατό βήματα πίσω, αλλά το πολύ είκοσι. Έτσι έγινε και τώρα. Πιέσαμε όσο μπορούσαμε, υποχώρησαν λίγο, τέλος.
Αφού λοιπόν καταφέραμε να είμαστε σε καλύτερη κατάσταση από το παρελθόν, που είναι το πρόβλημα; Πρόβλημα δεν υπάρχει με το να βελτιωθεί η οικονομική κατάστασης της Ελλάδας -και την ίδια άποψη θα έπρεπε να έχει όποιος θέλει το καλό της χώρας μας! Μακάρι να βελτιωθεί θεαματικά το βιωτικό μας επίπεδο και να μην δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα. Τι γίνεται όμως αν δεν υπάρξει η ανάσταση της ελληνικής οικονομίας που υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Προφανώς θα έρθει η ώρα που το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα κριθεί από την κοινωνία για τις εκ προοιμίου ανεφάρμοστες υποσχέσεις που μοίραζε απλόχερα προεκλογικά. Τώρα όμως, όσο υπάρχει διαπραγμάτευση ακόμα και σε λεπτομέρειες, δεν είναι η ώρα. Τώρα πρέπει όλα τα κόμματα να υποστηρίξουν την προσπάθεια της κυβέρνησης. Ας μη γίνουν τα ίδια λάθη με το παρελθόν όταν η τότεαντιπολίτευση (και σημερινή κυβέρνηση), θεωρούσε ότι ο μόνος ρόλος της είναι να κατακρίνει τις κινήσεις της κυβέρνησης. Δεν συμφέρει κάτι τέτοιο την Ελλάδα και δεν το θέλουν και οι πολίτες.
Πάνω από όλα όμως ας συνειδητοποιήσουμε ότι σε τέσσερις μήνες από τώρα θα είμαστε σε μια παρόμοια κατάσταση: θα έχει λήξει η συμφωνία-γέφυρα και θα συζητάμε για κάποιο καινούριο πρόγραμμα στήριξης. Τότε θα πρέπει οι δανειστές να συναντήσουν μια σαφώς πιο οργανωμένη διαπραγματευτική στρατηγική από τη μεριά της Ελλάδας, με ρεαλιστικότερες και πιο συγκεκριμένες θέσεις και με μια πολύ ευρύτερη υποστήριξη στις προσπάθειές της. Αν συλλογιστεί κάποιος τη δημοσκοπική ενίσχυση όσων αντιτίθενται σε οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα σε χώρες όπως η Αγγλία -όπου εκεί θα υπάρχει πιο «νωπή λαϊκή εντολή» από τη δική μας!- τα πράγματα σκουραίνουν. Ας ξεχάσουμε λοιπόν διάφορες κινήσεις και υποσχέσεις εντυπωσιασμού των ψηφοφόρων, επικοινωνιακά παιχνίδια, αλλά και αστειότητες περί αριστερής παρενθέσεως και ας αρχίσουμε από τώρα, όλοι μαζί, να σκεφτόμαστε τις επόμενες κινήσεις μας ως χώρα.