Αποτιμώντας τη διαδρομή του ΠΑΣΟΚ, η μεγαλύτερη συνεισφορά του ήταν η ένταξη των μη-προνομιούχων στρωμάτων στην πολιτική και οικονομική διαδικασία. Και μεγαλύτερο πολιτικό του πλεονέκτημά ότι εμφάνιζε μεγάλη προσαρμοστικότητα στις ανάγκες κάθε εποχής. Προσαρμοστικότητα που πρέπει να δείξει και πάλι.
Στην ίδια διαδρομή ασφαλώς υπήρξαν και λάθη. Τρία ήταν τα σημαντικότερα: Πρώτο, τα φαινόμενα δημοσιονομικού ανορθολογισμού, σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ειδικά στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής μας.
Δεύτερο, ότι συχνά υποκύψαμε στη γοητεία του λαϊκισμού, τόσο ως κυβέρνηση, όσο και ως αντιπολίτευση.
Τρίτο, ότι παράλληλα με τη δημιουργία των δομών του κοινωνικού κράτους – το οποίο ήταν κορυφαίο ιστορικοπολιτικό επίτευγμα – ενισχύσαμε φαινόμενα κοινωνικού κορπορατισμού. Η κοινωνική και οικονομική μας ζωή κυριαρχήθηκε από οργανωμένα συμφέροντα (ατομικά ή συντεχνιακά), κάτι που σταδιακά οδήγησε στον εκφυλισμό των εννοιών της «κοινωνικής πολιτικής» και του «κοινού καλού» και επέφερε έναν κατακερματισμό αντιμαχόμενων συμφερόντων. Οι πολίτες που δεν ήταν μέλη μιας ομάδας συμφερόντων, ένοιωσαν αποκλεισμένοι από αυτό το παιχνίδι εξουσίας. Η δυσπιστία τους απέναντι στην πολιτική σταδιακά μεγάλωνε και με την οικονομική κρίση έγινε σχεδόν καθολική.
Σήμερα πρέπει να αποφασίσουμε τι κρατάμε από αυτή τη διαδρομή και πώς συνεχίζουμε. Έχοντας στο μυαλό μας ότι δεν είμαστε κόμμα διαμαρτυρίας, αλλά ένα κόμμα που φιλοδοξεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση και να αλλάξει την Ελλάδα. Σε μια δραματική διεθνή οικονομική συγκυρία και λειτουργώντας σε μια κοινωνία με μηδενικές ανοχές και ελάχιστες αντοχές.
Σε περιόδους κρίσεως, έχει παρατηρηθεί διεθνώς, ότι πολλά κόμματα εμφανίζουν την τάση να στρέφονται προς τον πυρήνα τους και να αναζητούν λύση στο πολιτικοϊστορικό παρελθόν τους. Στην περίπτωσή μας το «όπισθεν ολοταχώς» θα ήταν συνταγή αποτυχίας. Οι συνταγές του παρελθόντος εν πολλοίς δημιούργησαν τα προβλήματα που βιώνουμε σήμερα, άρα εξ’ ορισμού δεν μπορούν να αποτελούν απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα της χώρας. Μια τέτοια πολιτική εκτός του ότι θα αποτύγχανε στην πράξη, θα έδειχνε ότι δεν διδαχτήκαμε τίποτα από τα λάθη μας. Θα φαινόμασταν αποκομμένοι από την κοινωνία, σε μια εποχή που οι πολίτες ζητούν από όλους να αλλάξουμε. Και παράλληλα θα ακυρώναμε μόνοι μας την προσπάθεια που κάναμε τα τελευταία δυο χρόνια, μια γενναία και τιτάνια προσπάθεια να αλλάξουμε την Ελλάδα, κόντρα σε συμφέροντα και νοοτροπίες, αλλά συχνά κόντρα και στο δικό μας «κακό» εαυτό.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οφείλουμε να συνεχίσουμε το δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Με ξεκάθαρο λόγο και μια δυναμική ατζέντα με τέσσερις βασικούς άξονες: Δημοσιονομικός εξορθολογισμός – Αναπτυξιακές δράσεις – Σύγχρονος και αποτελεσματικός δημόσιος τομέας – Ενίσχυση δράσεων κοινωνικής συνοχής. Δράσεις αναγκαίες όχι μόνο για να στηριχθεί η καθημερινότητα των εργαζόμενων οικογενειών, αλλά και για να αποκατασταθεί η έννοια της εμπιστοσύνης απέναντι στην ίδια την Ελληνική Πολιτεία.
Το ζητούμενο για το ΠΑΣΟΚ είναι να υπερβούμε τις αγκυλώσεις μας και να αντιληφθούμε ότι δεν είμαστε ξεκομμένοι από τις εξελίξεις. Να προτάξουμε το μετασχηματισμό μας σε ένα σύγχρονο μεταρρυθμιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ευρωπαϊκού και όχι τριτοκοσμικού τύπου. Να στραφούμε και πάλι στους πολίτες εκείνους που αισθάνονται αποκλεισμένοι και αδύναμοι. Με καθαρό λόγο και χωρίς διαμεσολαβήσεις. Να τους ακούσουμε και να τους δώσουμε δικαίωμα λόγου. Για όλα τα θέματα και φυσικά και για τα εσωτερικά μας. Να επαναφέρουμε στη δημόσια συζήτηση την έννοια του «κοινού οφέλους». Γιατί η πίστη σε αυτή την έννοια, του «κοινού οφέλους», είναι τελικά αυτή που διαχωρίζει ένα σοσιαλδημοκρατικό-κεντροαριστερό από ένα συντηρητικό ή νεοφιλελεύθερο κόμμα. Και η αδιαμεσολάβητη σχέση με τον πολίτη, είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί ένα σύγχρονο και ανοιχτό κόμμα από μια συνομοσπονδία συμφερόντων.
Το στοίχημά μας είναι ένα: Να κοιτάξουμε μπροστά, τραβώντας διαχωριστική γραμμή πρωτίστως με τα δικά μας λάθη. Να πείσουμε ότι μπορούμε να γίνουμε ξανά όχημα αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας. Αν δεν το κάνουμε εμείς, θα το κάνουν άλλοι, διότι η φύση και η πολιτική απεχθάνονται το κενό. Στο δικό μας χέρι είναι να αποφασίσουμε αν θα γίνουμε μια σύγχρονη μεταρρυθμιστική δύναμη ή αν θα ξεπεραστούμε από τις εξελίξεις, δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής ενός συστήματος που πνέει τα λοίσθια.