Πρόκειται για μια απόφαση που διαπράττει ταυτοχρόνως δύο ατοπήματα. Το ένα είναι η παραβίαση της ομόφωνης απόφασης της Βουλής του 1998, που έγινε νόμος του κράτους, και ρητώς αναφέρεται σε «Γενοκτονία». Κι όμως, για δεύτερη συνεχή χρονιά, η «Γενοκτονία» απαλείφεται, με απαράδεκτη για τον κύρος του προεδρείου ελαφρότητα.
Το δεύτερο, όμως, ατόπημα, είναι ίσως και το σπουδαιότερο, καθώς αφορά στην ουσία του ζητήματος. Οι εγχώριοι αρνητές της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, μέσα από τα ιδεοληπτικά τους ματογυάλια, συντάσσονται με την τουρκική ανάγνωση των τραγικών γεγονότων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Δεν θέλουν δηλαδή, να αντιληφθούν ότι η εξολόθρευση του συνόλου των Χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και εν συνεχεία της Τουρκίας ήταν αποτέλεσμα σχεδίου για τη δημιουργία ενός ομογενοποιημένου θρησκευτικά κράτους. Δυστυχώς, πίσω από τη σατανική αυτή σύλληψη βρίσκονταν ευρωπαϊκά μυαλά, και συγκεκριμένα της Γερμανίας του Κάιζερ. Ως εκ τούτου, όσα συνέβησαν από τους Νεότουρκους μέχρι και τον Κεμάλ, η εξόντωση των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, των Ασσυρίων, ήταν μέρος της μεγάλης Γενοκτονίας των Χριστιανών της Ανατολής. Γενοκτονία, η οποία συνεχίστηκε με το πογκρόμ στην Πόλη, και τον αφανισμό του ελληνισμού της Ίμβρου και της Τενέδου. Και συνεχίζεται και σήμερα με την Γενοκτονία της μνήμης. Οι βυζαντινοί ναοί, αδιάψευστοι μάρτυρες της παρουσίας της ρωμιοσύνης, γίνονται μουσουλμανικά τεμένη. Η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, της Νίκαιας και της Αδριανούπολης είχαν ήδη αυτήν την τύχη, προετοιμάζοντας το έδαφος και για την μετατροπή της Αγιασοφιάς στην Πόλη σε τζαμί.
Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα θα έπρεπε με μεγαλύτερη ένταση να επιδιώξουμε τη διεθνοποίηση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας, και μάλιστα όλων των Χριστιανών μαζί, και την μεγιστοποίηση της πίεσης προς την Τουρκία. Γιατί αυτό οφείλουμε στα εκατομμύρια αθώα θύματα των σφαγών, των πορειών θανάτου, των Αμελέ Ταμπουρού. Αλλά και γιατί μόνον επί τη βάση μιας ειλικρινούς παραδοχής του ιστορικού παρελθόντος μπορούμε να οικοδομήσουμε στέρεες σχέσεις με τους γείτονες. Η απόκρυψη ή η αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας, όπως μας ζητούν να πράξουμε κάποιοι, στο όνομα δήθεν της προοδευτικότητας, οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Στην αποχαλίνωση αυτών που ανοιχτά επιβουλεύονται την εθνική μας κυριαρχία. Κι αυτό δεν θα το επιτρέψουμε!
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στην «ΕΣΤΙΑ».