Γεννήθηκε
σαν τραγούδι.
Με σμαραγδιού φωνή πρασίνιζε,
με κορώνες κατάπινε τους ήχους της εσωστρέφειας.
Σιωπούσε στη σειρά τους.
Όταν να ακουστούν, ησύχαζε και…
αμυδρά αφουγκραζόταν.
Γεννήθηκε
σαν αίνιγμα που ρωτούσε και
πλούτιζε και αποτραβιόταν.
Μέχρι την επόμενη ερώτηση.
Γεννήθηκε
σαν φτιάξη μυστηρίων,
ταγμένη για να θέλγει,
σαν θαυμαστικό στις άπορες προτάσεις μας, εκείνες
που ζούσαν χάριν της ελεημοσύνης των λόγων μας.
Γεννήθηκε,
όπως όλα τα γεννήματα,
ήχος μεταξύ ήχων, που παιάνιζαν θριαμβικά την έλευση.
Στα αυτιά μας με σμαραγδιού φωνή.
Σε άλλα ρουμπινένια ή μπλε του ζαφειριού,
βαθειά ή ανάλαφρη.
Με ήχους μεγάλωσε σαν χρώματα,
εικόνες βολικές για να τις δείχνουμε.
Γεννήθηκε
στις απαρχές της ύπαρξης.
Διαπερατός αμέτρητων γενεών ήχος, αμετάφραστος.
Τον διαμοιράσαμε για να τον συλλάβουμε.
Αλυσοδεθήκαμε στην αγκομαχητή του κατανόηση.
Ματαιοπονούντες παριστάναμε πως μπορούμε.
Τότε που κοιτάζαμε με υπεροψία την ορχήστρα μας
και παγώνια στηνόμαστε στο πόντιουμ.
Φευ!
Με τις μπαγκέτες ενός εφήμερου μαέστρου,
πώς να αποδώσεις μιαν αναλαμπή. Το «πως», που ένιωσες;
Σαν ήχο, σαν φως.
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!