ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Γέννημα
Γέννημα θρέμα της αγωνίας μου.
Στον κόσμο που με περιέχει και τον περιέχω.
Πασχίζω να εξελίξω την έννοια της ελευθερίας μου.
Στα σπλάχνα της συνεκτικότητάς μου.
Στο Σύμπαν μου που καραδοκεί.
Εκεί που ως προβολή του απλώνομαι
Ένας κυματισμός που φουσκώνει από τη γέννα μου,
που ξεφουσκώνει με το φευγιό μου, για άλλον,
αλλού κυματισμό.
Και εκεί πάνω στο άφρισμα,
στις φυσαλλίδες ερωτήσεις μου,
απορώ με την ενάργεια μου να με σκέπτομαι
σαν ξεχωριστό ενώ ένας,
τεράστιο και ελάχιστο ταυτόχρονα.
Κύμα απλώνομαι, σκιά από φως που υπόπτευσα,
και παρακολουθώ σε χρόνο απροσδιόριστο.
Χρόνο που πρέπει να νικήσω κομματιάζοντας τον,
να τον κατανοήσω ενώ δεν τον βλέπω,
δεν τον ακουμπώ, δεν τον ορίζω.
Που υπάρχει μέσα μου σαν ρεύμα
που τον συντηρώ με τη σκέψη μου,
σαν εποπτεία τον φτιάχνω για δικό μου.
Στο κύμα μου αγωνιώ να τον κρατήσω,
ενώ με κρατά,
στο στιγμιαίο του ξεδίπλωμα να τον φιλήσω,
να γίνω από ξένος ερωμένος του,
στον μάταιο κόσμο των ψευδαισθήσεων μου.
Αυτόν τον έρωτα κρατώ για χειροπιαστό
στον ελλειπτικό μου κόσμο,
αυτόν ελπίζω
να ματίσει τις ρωγμές της αλήθειας μου.
Και μετά ας ξεφουσκώσω
σαν το χρονοκύμα που καμάρωνε
για τα επίθετα που σκαρφίστηκα να το στολίσω,
πριν εκείνο τα απεκδυθεί μέχρις ενός.
Μέχρις ενός;