γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.
Και συνεχίζουμε πάντα στο 46 μ.χ. (μετά χούντας) και στο χωριό των ανυπότακτων υστερικών που αντιστέκεται για πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία με το σύνθημα: το Αιγαίο ανήκει στους νταβατζήδες του.
Ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης σε κέφι κατσικάκι το Πάσχα, φεύγει από την κουζίνα με την αγαπημένη του εσπρεσσιέρα και βαδίζει με την χαρακτηριστική αξιοπρέπεια γαλοπούλας τα Χριστούγεννα προς το γραφείο του δημαρχείου τραγουδώντας δυνατά:
Σήμερα γιορτάζει η Αρπαχτρία γη
με τον Πίπη θα στείλω μιαν ευχή
στης Μανέστρας την καρδιά
χρόνια μου πολλά! (Τρις)
Στο γραφείο τον περιμένει καθαρίζοντας φρέσκα κρεμμυδάκια ο διάσημος στυλογράφος και τηλεοπτικός κομήτης, Μυτιάς.
Μετά τον παραδοσιακό χαιρετισμό της Νέας Αρπαχτρίας: “άβε Κούλη, τα δουλικά σε κωλοπροσκυνούν” και τις ευχές “Τώνης απ΄ την καρέκλα να μην σε κουνήσει”, ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης αράζει στον δημαρχιακό θρόνο σε ύφος κότας λυράτης με χυλοπίτες κι ο στυλογράφος Μυτιάς στραβοκάθεται σε τρίποδο σκαμνάκι. Ο Πίπης το παπαγαλάκι, πιστή σκιά του δημάρχου, στέκεται στο ένα πόδι στη γωνιά πιστεύοντας ότι περνάει και για φλαμέγκο.
“Δήμαρχε Γαλοπουλάκη,” ξεκινάει ο Μυτιάς, “πρώτος χρόνος δήμαρχος και σήμερα θα σου κάνω δύσκολες ερωτήσεις γιατί τις απαιτεί η μέρα και το κοινό μας στη λαϊκή της Σέκερη προς Πλατεία Κολωνακίου. Πείτε μας δήμαρχε, σπανακοπιττάκια ή κρεατοπιττάκια; Μυζηθρόπιττα ή τυρόπιττα με φέτα;”
Ξαφνιασμένος από το δύσκολο των ερωτήσεων ο δήμαρχος κοιτάζει τον Πίπη ψάχνοντας τις σωστές απαντήσεις. “ΑφεντηΚούλη, ο Τσίμπλας στην εξεταστική,” ψιθυρίζει ο Πίπης στο γνωστό πια ΝεοΑρπαχτρικό ρεφρέν.
“Κύριε Μυτιά,” απαντάει μετά από μια βαθιά ρουφηξιά εσπρέσο και όσο μπορεί πιο χαλαρά ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης, “γιατί έχετε τόσο μεγάλα αυτιά;”
“Για να σας γλύφω καλύτερα, πανλυράτε μου,” χαμογελάει ο διάσημος τηλεοπτικός κομήτης και συνεχίζει, “πολυαγαπημένε δήμαρχε, σε ευχαριστώ πολύ για την τόσο διευκρινιστική απάντηση στην πρώτη μου δύσκολη ερώτηση, τώρα θα μου επιτρέψεις μια ακόμα πολύ πιο δύσκολη ερώτηση παγίδα: τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχανε πατέρα;” Και σύντομα τελείωσε η πολυσήμαντη γενέθλια συνέντευξη με τον διάσημο στυλογράφο Μυτιά να αποχωρεί μετά από δυο ακόμα πιο δύσκολες ερωτήσεις της σχολής ‘μένουμε-σπίτι-χιλιάδες-ευρώ-βουτάμε-την-Μανέστρα-τιμάμε’.
“Μα τον Αρπάχτρη, Πίπη, με δυσκόλεψε σήμερα ο Μυτιάς,” είπε ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης μόλις έκλεισε η πόρτα του γραφείου. “Με ποια ερώτηση ΑφεντηΚούλη μου;” “Να, μ’ εκείνη με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, θυμήθηκα τον πατέρα μου και παραλίγο να πω ο Αντρέας.” Και κάπως έτσι το γραφείο του δημάρχου Γαλοπουλάκη βυθίστηκε στο μαύρο σύννεφο ανάμνησης του γρουσούζη. Αλλά ο Πίπης συνεχίζοντας να στέκεται στο ένα πόδι και πάντα έτοιμος να υπηρετήσει έσπασε τη σιωπηλή γρουσουζιά προτείνοντας: “ΑφεντιΚούλη, να φωνάξω τον Άδη τον γελωτοποιό να σου ευχηθεί έτη πολλά και να μας κάνει να γελάσουμε με τίποτα γιλέκα;”
“Όχι, όχι μα τον Αρπάχτρη,” έκραξε ταραγμένος ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης, “όλη μέρα στον Σκαϊκό και το Ελληνικό γιαπί, θα μας γεμίσει λάσπες το χαλί.” Και πλάκωσε πάλι του γρουσούζη η σιωπή στο γραφείο. “Ρε συ Πίπη,” λέει ξαφνικά και σαν να είδε φως στο μπάνιο ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης, “δεν λες στη Νυφίτσα Καρβουνοχοΐδη να έρθει από δω να μας πει τι ψάρια βγάζει ο Ρουβίκωνας;”
Έτσι και μετά τους συνηθισμένους χαιρετισμούς “άβε Κούλη, τα δουλικά σε κωλοπροσκυνούν” και τις ευχές “το κόμμα να μην αποστατήσει, Τώνης απ΄ την καρέκλα να μην σε κουνήσει” ο Νυφίτσας Καρβουνοχοΐδης κάθεται στο ίδιο τρίποδο σκαμνάκι που είχε καθίσει πριν ο διάσημος στυλογράφος, Μυτιάς.
“Πολυγλυμμένε μου Γαλοπουλάκη, μ’ εσένα δήμαρχο έρχονται οι παλιές μαύρες ημέρες. Με τον νόμο για τις συγκεντρώσεις θα αποδείξουμε ότι εμείς είμαστε καλύτεροι από την επταετία των ορνέων. Είμαστε ο φοίνικας που ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του Χρυσού Αυγού.”
“Ναι, αλλά…” μουρμούρισε ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης, “μην μείνουν και τα ΜΑΤ στην απραξία και στην αναμπατσία.”
“Μη σε απασχολεί Μωϋσή μου, έχουμε γυναικόπαιδα στη Μωρία και συνταξιούχους στη Κυψέλη, μαθητές και φοιτητές στα Εξάρχεια να τους κρατάμε μόνιμα και σταθερά απασχολημένους. Ξέρεις πόσοι θα μπουν πάλι εφέτος στη Νομική και στο Πολυτεχνείο; Φοιτητές να ‘χουν τα ΜΑΤ να βαράνε. Γιατί νομίζεις ότι γέμισε την Αθήνα ζαρντινιέρες ο ανιψιός σου; Για να σκουντουφλάνε φοιτητές και να ‘ναι μάρτυρες οι μπάτσοι.”
Ο Κούλης Γαλοπουλάκης όμως συνέχισε να κοιτάζει σκεφτικός τον Νυφίτσα Καρβουνοχοΐδη. “Ρε Νυφίτσα, εσύ από πρωτοπαλίκαρο του Παναρπαχτρικού Κουνήματος πως μας προκάλυψες Κένταυρος;”
“Η ανάγκη δημαρχάρα μου. Μετά τον Θρούμπα Ελίτσα δεν έμεινε τίποτα για μας ν΄ αρπάξουμε. Τα ‘χαν κάνει του Άκη όλα άρχοντά μου. Πάμπερς, υποβρύχια και κωλόσπιτα. Ενώ εσύ, έφερες πίσω την ελπίδα της αρπαχτής, Κούλη εσύ σούπερσταρ.” Το τελευταίο εν χορώ με τον Πίπη το παπαγαλάκι που είναι και στην ίδια σκάλα ύψους αρπαχτής με τον Νυφίτσα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φεύγει κι ο Νυφίτσας Καρβουνοχοΐδης από το γραφείο του Κούλη Γαλοπουλάκη αλλά με το που πάει να κλείσει η πόρτα ανοίγει πάλι και ορμάει μέσα του Πρόβειου Γιαουρτιού η Πέτσα.
“Θαύμα, θαύμα αρχοντιΚούλη μας, δόξα τον Αρπάχτρη και άβε Κούλη,” άρχισε να χορεύει του Πρόβειου Γιαουρτιού η Πέτσα. “Τι έγινε ρε Πρόβεια Πέτσα;” Ρώτησε όλο αγωνία ο δήμαρχος Κούλης. “Μπήκαν λεφτά στο ταμείο, πολυγλυφούλη μας, μεσσία,” απάντησε τραγουδιστά σε ρυθμούς Eurovision “Shake το γιαούρτι σου” το Πρόβειο Γιαούρτι Πέτσα.
“Δώρο γενεθλίων;” ρώτησε δήθεν αθώα ο Πίπης το παπαγαλάκι. “Επιστροφή,” απάντησε χαμηλόφωνα του Πρόβειου Γιαουρτιού η Πέτσα. “Χαλασμένο γιαούρτι, ληγμένος ταραμάς;” Ρώτησε αυστηρά ο Κούλης. “Μουχλιασμένη πέτσα με κουμπάρους και συμπεθέρους.”
“Αμάν Αρπάχτρη μου, τι μας βρήκε τους Μεσσίες,” άρχισε να θρηνεί ο Πίπης το παπαγαλάκι. “Ποιος επέστρεψε τα ληγμένα;” Ρώτησε θυμωμένα ο δήμαρχος. “Ο Θρήνος ΧοντροNoorης, αρχοντιΚούλη μου,” απάντησε ξεψυχισμένα του Πρόβειου Γιαουρτιού η Πέτσα. “Ο Θρήνος; Ο επενδυτής μας; Ο καλύτερος κουμπάρος; Ο δικός μας νταβατζής; Άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους στου ΧοντροNoorη τα χέρια τους ρίχνεις,” έκραξε ο Κούλης Γαλοπουλάκης.
“Ρε συ, βρέχει μέσα στο γραφείο;” ψιθύρισε τρομαγμένος ο Πίπης. “Πίπη σκάσε μα τον Αρπάχτρη, μη σε φτύσω. Έκανε θυμωμένα ο Κούλης Γαλοπουλάκης. “Και τώρα τι κάνουμε;” Ρώτησαν ταυτόχρονα Πίπης και του Πρόβειου Γιαουρτιού η Πέτσα.
“Μα τον Αρπάχτρη μου ήρθε πονηρή ιδέα και σχέδιο.” Έβγαλε κραυγή ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης. “Φέρτε μου τη βιντεοταινία μα τα βαφτίσια του Τσίμπλα. Να δούμε ποιοι ήταν οι καλεσμένοι και να απομαγνητοφωνήσουμε τι λέει ο Παππάς. Κάτι θα λέει ο Παππάς, δεν μπορεί, ο Παππάς είναι.”
Τέλος Β’ επεισοδίου