Φτάνει μόνο η κεντρική στόχευση; Υποστηρίζω, ασφαλώς όχι! Πολλά πράγματα χρειάζεται να γίνουν πριν ή καθ’ οδόν προς τη λύση και έτσι να δείχνουμε ότι πράγματι την εννοούμε και εάν υπάρχουν πιθανότητες να προκύψει να καθίσταται ολοένα και πιο στέρεη. Ειδικότερα:
1. Πώς γίνεται να θέλουμε να γίνουμε ένα φυσιολογικό κράτος όταν δεν τολμούμε να κάνουμε τα αυτονόητα; Είμαστε η μόνη χώρα χωρίς κρατικό ύμνο! Είμαστε η μόνη χώρα που συγχύζει τα στοιχειώδη, που επιμένει να μην ξεχωρίζει το σεβασμό στα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τα στοιχεία της εθνικής καταγωγής όπως εθνικός ύμνος, σημαία, παραδόσεις με το σεβασμό στα εξωτερικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ανεξάρτητο κράτος όπως κρατικός ύμνος, σημαία, θεσμοί. Έχουμε και τα δύο, εκφράζουμε σεβασμό και στα δύο αλλά αυτό για δεκαετίες παραμένει ένα εσκεμμένα άλυτο ζήτημα. Απλά μάς λείπει η στοιχειώδης τόλμη να αντιμετωπίσουμε τη δημαγωγία, αυτή που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να μάς αφήσει μισούς στο όνομα μιας δήθεν αποδυνάμωσης της εθνικής καθαρότητας!
2. Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς προέρχεται από τις τάξεις του ελληνικού στρατού. Υπάρχει άλλο ανάλογο παράδειγμα σε κράτος-μέλος της ΕΕ; Όταν συνεδριάζουν οι αρχηγοί των στρατιωτικών επιτελείων των κρατών- μελών στις Βρυξέλλες νομίζουμε ότι οι άλλοι είναι κουτόφραγκοι; Γιατί η Εθνική Φρουρά να μην έχει επικεφαλής κύπριο αξιωματικό, αφού οι ηγέτες της νήσου δηλώνουν ότι θέλουν να είμαστε ένα φυσιολογικό κράτος;
3. Οι βυζαντινού τύπου πρακτικές μας, δεν συνάδουν με την επιδίωξη του ενός και φυσιολογικού κράτους. Είναι ένα διάσημο δείγμα γραφής καθώς το κυπριακό σχολείο αποτυπώνει την πρακτική της τήρησης σχολικής αργίας στην ονομαστική εορτή του Αρχιεπισκόπου. Επίσης: όταν τα πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς τοποθετεί εικόνες της Αγίας Βαρβάρας πάνω στα οχήματα που κουβαλούν τα πυροβόλα, τι ακριβώς θέλουμε να δείξουμε; Ότι είμαστε ένα φυσιολογικό κράτος ή ότι διατηρούμε με περηφάνεια τις βυζαντινές μας «παρακαταθήκες»; Ότι αλλάζουμε για να μεγαλώνουμε την Κύπρο ή ότι μένουμε πίσω για να κρατούμε την Κύπρο μικρή και φοβισμένη;
4. Ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας αξιολογείται, κατά το μάλλον ή ήττον, από τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενημερώνει τον Αρχιεπίσκοπο, ή έστω διαβάζει τις επιθυμίες του ώστε ο Υπουργός που σκέφτεται να διορίσει να τυγχάνει της «έγκρισής» του. Δείχνει αυτό σύγχρονη σκέψη ή φανερώνει με έργα την υποταγή της κοσμικής εξουσίας, όπως αυτή εκπηγάζει από το σύνταγμα της Κύπρου, σε μια ακόμα αναχρονιστική πρακτική; Δείχνει αυτό προσπάθειες για να αποκολλήσουμε τον εαυτό μας από παλαιές πρακτικές που δεν συνάδουν με την ιδιότητα της νήσου ως μέλους μιας ευρύτερης, πολυεθνικής κοινότητας ή ότι μια μη εκλεγμένη δομή εξουσίας έχει λόγο επί των θεμάτων της εκπαίδευσης;
5. Η χρεοκοπία της οικονομίας το 2013 δεν προέκυψε από το μηδέν. Όλοι γνωρίζουν ότι οι πρακτικές της αδιαφάνειας, της διαπλοκής και της συγκάλυψης οδήγησαν την οικονομία σε κατάρρευση, στο κούρεμα καταθέσεων, στην παρατεταμένη κρίση. Οι σημερινές καταγγελίες για τη λεηλασία πάνω στις τουρκοκυπριακές περιουσίες, δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πόσο εκτεταμένη ήταν η διαφθορά σε έναν ακόμα συγκεκριμένο τομέα. Στο φυσιολογικό κράτος οι εποπτικές αρχές έγκαιρα ελέγχουν, αποτρέπουν, διορθώνουν. Στο φυσιολογικό κράτος υπάρχει λογοδοσία, επιβολή ποινών από το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Σε ένα μη φυσιολογικό κράτος οι εποπτικές αρχές αδρανούν, σιωπούν, κάνουν πλάτες και έτσι η λεηλασία του δημόσιου πλούτου παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις και παρά ταύτα κανένας δεν αναγνωρίζει καμμιά ευθύνη και για τίποτα.
Λοιπόν, δεν αρκεί να λέμε ότι μάς αρέσει η έννοια «φυσιολογικό κράτος». Το υπερασπιζόμαστε; Το αναδεικνύουμε με τη συνέπεια ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις μας; Εν τέλει το πιστεύουμε και προσπαθούμε γι’ αυτό ή απλώς υποκρινόμαστε ότι μας αρέσει γιατί έχουμε άλλες προτεραιότητες;