Η θεωρία της παρότρυνσης βρήκε οπαδούς και στην πολιτική. Επιφανείς πολιτικοί από το Ηνωμένο Βασίλειο (Cameron), τις ΗΠΑ (Obama), τον Καναδά, την Ιαπωνία, όπως και διεθνείς οργανισμοί είδαν σ’ αυτήν έναν έξυπνο τρόπο, προκειμένου να πείσουν ακόμη περισσότερους πολίτες να ευθυγραμμίσουν την συμπεριφορά τους προς τους κανόνες. Η θεωρία της παρότρυνσης εμφανίστηκε σε μια στιγμή, όπου η διεθνής κοινότητα αναζητούσε εναγωνίως κάτι άλλο πέραν της υπερ-ρύθμισης και της απoρρύθμισης, των δύο βασικών προσεγγίσεων που εκφράζονταν από τους κρατιστές και τους φιλελεύθερους. Γι αυτό, η νέα θεωρία χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «φιλελεύθερος πατερναλισμός». Η παρότρυνση δεν απαγορεύει ούτε επιτάσσει, αλλά κατευθύνει προς την σωστή απόφαση εκείνον που θέλει να αποφασίσει. «Δεν απαγορέυεις το junk food, αλλά βάζεις δίπλα από τη διαφήμιση του χάμπουργκερ ένα φρούτο» είναι μια από τις χαρακτηριστικές αποστροφές των οπαδών της παρότρυνσης.
Σκεφθείτε, για λίγο, την μεταφορά της θεωρίας στα καθ’ ημάς. Σε μια χώρα με τεράστιο πρόβλημα εφαρμογής των νόμων θα ήταν σημαντικό να μπορούσαμε, έστω για κάποια μείζονα θέματα, να πείθαμε περισσότερους πολίτες να τους ακολουθήσουν. Πόσα λιγότερα θύματα θα είχαμε στα τροχαία, πόση λιγότερη αυθαιρεσία και ανομία στην γκρίζα καθημερινότητά μας θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μέσα από μια συστηματική παρότρυνση των πολιτών;
Βεβαίως, έχοντας το πρωτογενές πρόβλημα του πελατειασμού με το νομοθέτη να «κλείνει το μάτι» στην παρανομία είτε μέσω της συγκάλυψης των «δικών του παιδιών» είτε μέσω της εύνοιας σε μια κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι μάταιη.
Ωστόσο, ακόμη και σε μια τόσο πολύ επιβαρυμένη συνθήκη για το κράτος δικαίου, η Παρότρυνση θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για ένα άλλο, τελείως διαφορετικό από τα συνήθη, αφήγημα. Σήμερα, που βρισκόμαστε μπροστά σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, η αλλαγή οπτικής των πραγμάτων φαντάζει επιβεβλημένη.
Στην Ελλάδα, που οι δεξιοί και οι αριστεροί εναλλάσσονταν σ’ έναν και μόνο ρόλο, εκείνο των πελατοκρατών και ρουσφετοπρακτών θα ήταν, σχεδόν επαναστατικό, να εμφανιστεί κάποιος που δεν θα αρκείται στο να κρατά ικανοποιημένους τους δικούς του και να έχει απέναντι όλους τους άλλους, αλλά να υποκινεί τους μεν και τους δε να σκεφτούν ότι υπάρχουν λύσεις που είναι εφικτές και επωφελείς και για τους δύο.
Όσοι, ιδίως, ομνύουν στον φιλελευθερισμό και επαγγέλλονται την απαλλαγή μας από τους εθνολαϊκιστές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα πρέπει να ενδιαφερθούν για το σκούντημα του Richard Thaler. Μπορεί να κάνει ορατή τη διαφορά ανάμεσα σε δύο πολιτικές φιλοσοφίες: Σ’ εκείνη που επιβάλει την πολιτική μέσω απαγορεύσεων και διχοστασιών και σε εκείνη που πείθει και καθοδηγεί.
[1] Thaler, Richard H.; Sunstein, Cass R. (2008). Nudge: Improving Decisions about Health, Wealth, and Happiness. Yale University Press