Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου έλεγε ότι η Ελλάδα βρίσκεται 100 χρόνια πίσω από την Αμερική. Τότε δεν καταλάβαινα τι εννοούσε κι αν καταλάβαινα ως ένα σημείο, η κουβέντα του είχε να κάνει στο μυαλό μου με την πρόοδο στην επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη. Και ναι, ως προς αυτό είχε δίκιο! Μεγαλώνοντας όμως συνειδητοποίησα, ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν κυρίως αυτή η τάση μας να αντιγράφουμε πιστά και να αφομοιώνουμε αλόγιστα, κάθε στοιχείο που η μακρινή ήπειρος ξέβραζε στον τόπο μας με καθυστέρηση ετών και γινόταν κακέκτυπο των αμερικανικών ηθών και συνηθειών, αντικαθιστώντας βάναυσα – συχνά βίαια – καθετί ελληνικό. Και τώρα σας μιλάει ένας άνθρωπος πολύ ανοιχτός στις πολιτισμικές και πολιτιστικές προσμίξεις, με μεγάλο σεβασμό στους πολιτισμούς, τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες των λαών όλου του κόσμου. Εξίσου όμως και του δικού μας!
Το ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ως λαός, δεν είναι σύμπτωση. Ούτε μας φταίνε οι παγκόσμιες συνωμοσίες. Για να υπάρξουν θύτες, είναι απαραίτητο να υπάρξουν πρόθυμα θύματα. Και εμείς, που την προηγούμενη Παρασκευή σταθήκαμε αλόγιστα στις ατελείωτες ουρές για ένα δωρεάν κραγιόν μιας Black Friday, είμαστε – δυστυχώς – τα καλύτερα πρόθυμα θύματα ενός εγκλήματος που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα. Πώς λοιπόν με τόση ελαφρότητα που μας διακρίνει, με τόση ανικανότητα να αναπτύξουμε στοιχειωδώς την κρίση μας, θα μπορούσαμε να πάρουμε στα χέρια μας την τύχη του τόπου μας;
Μαύρη Παρασκευή και του μπογιατζή ο κόπανος, κόπανοι, που καταπίνετε αμάσητο ό,τι σας σερβίρει ο καθένας! Και μάλιστα στις 25 του μηνός – δεν έχει σημασία, αν ήταν του Νοέμβρη ή άλλου μήνα – στις 25 οποιουδήποτε μηνός, που στην Ελλάδα δεν κυκλοφορεί ούτε 2ευρω για ψωμί και όλοι περιμένουν να πάει 28, μετά τις 5 το απόγευμα, για να στηθούν στις ουρές έξω από τις τράπεζες και να εισπράξουν το… επίδομα της σύνταξης! Κι όσοι δεν έχουν σύνταξη, περιμένουν μέχρι την 1η του επόμενου μηνός, τον πενιχρό μισθό τους!
28 Νοεμβρίου και στις 7 το απόγευμα γυρνώντας από τη δουλειά, με τη θερμοκρασία να έχει πέσει αισθητά και τη βροχή να σε μουσκεύει πατόκορφα, στάθηκα για πολλοστή φορά στην ουρά, για να εισπράξω τη σύνταξη της μάνας μου. Το ίδιο πρωί είχα πάει στο γραφείο, έχοντας στο πορτοφόλι μου 2 ευρώ! 2 ευρώ! Ολόκληρα… Η κοπέλα του τυροπιτάδικου απ’ όπου αγοράζω καθημερινά τον καφέ μου, το ίδιο πρωί μου έλεγε, ότι είχε να σταυρώσει πελάτη 4 – 5 μέρες! Η κίνηση στο μαγαζί θα ξανάρχιζε με την πληρωμή των συντάξεων και των μισθών. Και παρόλα αυτά, μυαλό κουκούτσι εμείς… Μαύρες Παρασκευές και πράσινα άλογα!…
Πείτε με αντιδραστική, δεν με νοιάζει. Καλύτερα αντιδραστική και να δουλεύει ο εγκέφαλος, παρά χάπατο που καταπίνει χόρτο αμάσητο! Στις 25 του μηνός δεν είχα μία στο πορτοφόλι μου. Θα ήθελα πολύ να είχα 3 χιλιάρικα, να βγω στην αγορά και να τα ξεσκίσω, αγοράζοντας όποια μ@λακία μου κατέβαινε στο κεφάλι! Δεν είχα όμως! Βγήκα από το σπίτι, μόνο και μόνο για να πάω να μαζέψω τον γιο μου από το φροντιστήριο, επειδή έβρεχε πολύ. Μετά επιστρέψαμε και ρίχτηκα με τα μούτρα στον Παπαδιαμάντη. Και την επομένη, αποφάσισα να στολίσω! Νωρίς φέτος!
Πέρυσι μου πήρε 5 ολόκληρες βδομάδες να τελειώσω με τις χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες. Έμπαινα, έβγαινα και κυριολεκτικά σερνόμουν από κακή διάθεση, λες και μια εσωτερική αρνητική δύναμη με εμπόδιζε και με τράβαγε πίσω. Φέτος πήρα την απόφαση να αντιδράσω. Να αντιδράσω στην ανέχεια της Μαύρης Παρασκευής και της μαύρης κι άραχνης κατάστασης που επικρατεί σ’ αυτόν τον δύσμοιρο τόπο. Όλο το Σαββατοκύριακο σκοτώθηκα στις δουλειές, μιμούμενη τις παπαδιαμαντικές νοικοκυρές. Έπλυνα κουρτίνες και τα γυαλικά του μπουφέ της γιαγιάς, έστρωσα χαλιά, στόλισα το δένδρο. Έξω έκανε ψοφόκρυο, έριχνε το Θεό με το Θεό κι εγώ μπαινόβγαινα στο μπαλκόνι, να απλώνω, να μαζεύω, να σιδερώνω, να στρώνω.
Σε μια από τις εξορμήσεις μου στη βεράντα, μέσα στην πυκνή βροχή, το βλέμμα μου θολό προσπαθούσε να διακρίνει μια φιγούρα που έψαχνε στον σκουπιδοτενεκέ κάτω από το σπίτι μου. Η βροχή συνέχιζε καταρρακτώδης και ανελέητη, το ίδιο κι ο ψιλόλιγνος άνδρας. Κάποια στιγμή, αφού δεν βρήκε τίποτα χρήσιμο μέσα στα σκουπίδια, σε μιαν ανέλπιδη προσπάθειά του να προστατευθεί από το νερό, κοίταξε για λίγο προς τα πάνω. Όχι εμένα. Τη νεραντζιά δίπλα στον κάδο. Την ταρακούνησε και έπεσαν 2 – 3 νεράντζια. Τα έφαγε αχόρταγα, κάνοντας μια μπουκιά το καθένα. Ένα νεαρό παλικάρι, δυο μέτρα μπόι, ίσαμε τον γιο μου. Μου ‘ρθε να βάλω τα κλάματα. Μου ‘ρθε να του φωνάξω, «στάσου μια στιγμή, μη φεύγεις, αγόρι μου! στάσου να σου κατεβάσω ένα πιάτο ζεστή κοτόσουπα!»
Πόσο ντράπηκα! Πόσο ντρέπομαι!.. Μαύρη Κυριακή, παραμονή μιας ακόμα μαύρης Δευτέρας, παραμονές Χριστουγέννων 2016. Αυτός είναι ο τόπος μου κι αυτή η αλήθεια του! Μαύρη η αλήθεια του, χρόνια τώρα. Γέροντες, που καταβρέχονται στη βροχή για ένα μέρισμα της πραγματικής σύνταξης που τους αναλογεί. Πεινασμένα παλικάρια, που ψάχνουν στους κάδους απορριμμάτων, να χορτάσουν την πείνα τους με τ’ αποφάγια μας. Και νεραντζιές, που ακόμα καρποφορούν στα πεζοδρόμια της Αθήνας. Ένα τοπίο τόσο παπαδιαμαντικό, τόσο κοντά στην εποχή του συγγραφέα που έγραψε τα βιώματά του από τα χρόνια της αγωνίας για την επιβίωση, που είναι ν’ ανατριχιάζεις με τις ομοιότητες. Όμως αυτή είναι η μαύρη αλήθεια μας κι αυτήν πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Όλα τ’ άλλα είναι παραμύθια της Χαλιμάς, ερχόμενα εκ δυσμών!…
ΥΓ. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε επίσης στη γενέτειρά του, στις 3 Ιανουαρίου του 1911.
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!