του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Κίνησε πολύ πρωί για τη δουλειά του. Η γη των ατελέσφορων παρέμενε ξένη των βλεμμάτων του. Αυτών που κάθε στιγμή με σπουδή τα άλλαζε, προσβλέποντας στον εξωραϊσμό των εικόνων του. Μισούσε τη μιζέρια. Ένιωθε να του πετροβολά τον εγκέφαλο με την αυθάδη αισθητική της. Προέκρινε έτσι με τις συσσωρευμένες του δυνάμεις τον κόσμο τής χαράς, στη θέση κάθε εφτάψυχης απογοήτευσης. Είναι όμως εφικτή μια παρόμοια θεώρηση σε κάθε περίσταση;
Είναι, αν πιστεύουμε στο Αίσιον τής Τελικής της (με Τ κεφαλαίο) έκβασης.
Αυτή η κραταιά πεποίθηση-πίστη πάντως ήταν δομική της ψυχοσύνθεσής του.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ίδιος «απολάμβανε» τις δοκιμασίες με στωϊκότητα μάρτυρα ή ακόμα καλύτερα, με παρρησία βαπτιστή που ξέπλενε διαρκώς τα «δυσανεκτικά» στην κολυμβήθρα του μυαλού του και τα άφηνε με την αίσια ουσία τους. Αυτήν αναζητούσε άλλωστε σε κάθε επίσκεψη που τους προόριζε.
Γεννήθηκε με εντολή χαράς, ένα ξημέρωμα Κυριακής, με μάτια ορθάνοιχτα να επιδοκιμάζουν το πρώτο του μπάνιο από τα «χαλεπά» της γέννας του.
Η φωνή του δεν ήταν τσιριχτή –όπως νόμιζαν οι άλλοι-, αντιθέτως ήταν ένα ξέσπασμα εκκωφαντικού ενθουσιασμού απόλυτα δικαιολογημένου. Άψευστη απόδειξη άλλωστε ήταν στη συνέχεια, τα χαμόγελα όλων όσων τον πρωτοείδαν μετά την πολύωρη αναμονή τους έξω από την αίθουσα τοκετών. Σε απόλυτη σύμπνοια δηλαδή με τη δική του θεώρηση για τα κοσμικά τεκταινόμενα.
Βέβαια είναι γεγονός ότι δεν τα είχε απολαύσει για πολύ. Επειδή ήταν πρόωρος, τον είχαν πάρει μετά την πρώτη εκείνη ανταλλαγή βλεμμάτων και τον είχαν βάλει σε ένα γυάλινο δωματιάκι –σαν θερμοκοιτίδα- πανταχόθεν ελεύθερο, για να έχει ανεμπόδιστη θέα και με θερμοκρασία τόση όσο να μην κρυώνει, ούτε όμως και να φλέγεται. Καλή αρχή για τον παράδεισο που… υποπτευόταν, καθ’ ον χρόνο απολάμβανε –κολυμβητής ανέμελος- τον προηγούμενο που άφησε. Κάτι πονάκια μοναχά –μικρά ξυπνητηράκια- τον σκουντούσαν κατά καιρούς, για να του υπενθυμίζουν ότι καλός ο εφησυχασμός, αλλά ακόμα καλύτερα τα «ωραία» που τον περίμεναν, οπότε αυτονόητα προτιμητέα η εγρήγορση από την κατατονική συμμετοχή. Αυτά ήταν άλλωστε που του θύμιζαν με τον τρόπο τους πως ήταν ζωντανός. Χαιρόταν λοιπόν και φώναζε πάλι με ενθουσιασμό, που όλοι οι άλλοι –τι ανόητοι Θεέ μου- τον παρεξηγούσαν και τον μετέφραζαν ως κλάμα πόνου.
Μετά την πρώτη εγκατάσταση της θερμοκοιτίδας,- πάνω που βαριόταν δηλαδή-, άλλαξε χώρο και σαν να μη έφτανε αυτό, κάτι μαλακό ερχόταν και γαλήνευε το στόμα του, κάτι που είχε και ένα ενδιαφέρον ρόφημα. Ζεστό και θρεπτικό, αλλά κυρίως συναινετικό τής καλής του διάθεσης. Του άρεσε. Λίγο παραπάνω από το προηγούμενο νερουλό χαμομηλάκι, που κι αυτό καλό ήταν, αφού του μαλάκωνε την κοιλίτσα και του γλύκαινε τον οισοφάγο. Ήταν και κάτι άλλα ωστόσο που διαβαθμίστηκαν ως σημαντικά. Η ύπαρξη ενός υγρού που πότιζε τα σκέλια του, όπως και κάτι τουρτουρίσματα του τρυφερού του πωπού από αέρια, που εν αντιθέσει με τα υγρά του εκκρίματα δραπέτευαν αόρατα. Το προσωπικό του ξενοδοχείου πάντως και σ’αυτήν την περίεργη κατάσταση ανταποκρινόταν τάχιστα. Αν γεννιόταν πάλι, στο ίδιο θα ξαναπήγαινε. Μετά ήταν και οι κουβέντες οι καλές, που δρόσιζαν τ΄αυτιά του από κάτι “παράξενους” που έρχονταν τακτικά και έσκυβαν από πάνω του και χαίρονταν το ίδιο με κείνον. Ούτως ή άλλως βέβαια δεν γινόταν να είναι διαφορετικά, αφού παράδεισος με στενοχωρημένους ενοίκους δεν νοείται.
Ωωππ! Στην τελευταία σκέψη του συννέφιασε. Ήταν η πρώτη φορά που κλονίστηκε. Γιατί ενοίκους; Δεν θα ήταν μόνιμος εκεί που βρέθηκε;
Ήταν η χρονική στιγμή που ξεκίνησε στο μυαλό του η περιπέτεια των “αντιθέτων” να χαράζει τη σιγουριά τού παραδείσου του. Αυτή η προσωρινότητα άρχισε να τού ενσταλάζει την αμφιβολία. Ώστε ο παράδεισος ενδέχεται να ήταν μη-παράδεισος; Κι αυτά τα καλοπιάσματα στην αρχή, ενδέχεται να έκρυβαν κάτι άλλο, πιο δυσοίωνο; Και οι πόνοι του να μην ήταν θαυμαστικά ξεσπάσματα, και, και …;
Θεέ μου αυτές οι ερωτήσεις; Γιατί μου τις έδωσες; Για ποια διλήμματα με προορίζεις;
Ο παράδεισος από τότε άρχισε κάπως να ξεθωριάζει. Όμως η αρχή λένε πως είναι το ήμισυ τού παντός και … κατά τη γνώμη του η αρχή ήταν καλή. Ωωππ, να το πάλι. Εκεί αναστατώθηκε στ’ αλήθεια. Τι σήμαινε καλό. Αμέσως μετά όμως χαμογέλασε πλατειά σαν να κατάλαβε. Τα αντίθετα που σκέφτηκε νωρίτερα. Να γιατί λοιπόν όλα αυτά. Αν δεν ξέρεις το αντίθετο; Τον πόνο, την ασχήμια…. Αυταπόδεικτο.
Ένα ουράνιο πλάσμα γεννήθηκε στη γη. Με τη χαρά του Παράδεισου.
Μετά αναρωτήθηκε. Τον έχασε προσωρινά. Έως να τον ανακαλύψει εκ νέου.
Μέσα του. Ο Παράδεισος του παραδόθηκε για μια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε. Με την απαίτηση και την προσδοκία να γεννηθεί μέσα του. Η γέννα θα ήταν συνεχής.
Σηκώθηκε με τη σιγουριά της ΧΑΡΑΣ. Εκείνο το πρωϊνό, που κινούσε για τη δουλειά του, ήταν η τελευταία γέννα του, πριν την επόμενη φυσικά.