γράφει ο δημοσιογράφος Κων/νος Μαργαρίτης
Η ΕΕ παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας, αλλά δεν διαθέτει τα αντανακλαστικά να αντιδράσει.
Οι πολίτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην καθημερινότητα τους και αυτό δημιουργεί εντάσεις και συγχύσεις.
Απαιτούνται λύσεις ουσίας και όχι σχέδια μακροπρόθεσμα.
Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στο εσωτερικό των κρατών-μελών της ΕΕ και αυτό θα αποτυπωθεί στις επερχόμενες ευρωεκλογές.
Έρευνα του ευρωβαρομέτρου δείχνει ότι οι ευρωπαίοι πολίτες πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Περισσότερα από εννέα στα δέκα άτομα που απάντησαν στην έρευνα θεωρούν ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί σοβαρό πρόβλημα (93 %), με σχεδόν οκτώ στα δέκα άτομα (78 %) να το θεωρούν πολύ σοβαρό. Όταν τους ζητήθηκε να επιλέξουν το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, πάνω από το ένα τέταρτο (29 %) επέλεξε είτε την κλιματική αλλαγή (18 %) είτε την υποβάθμιση της φύσης (7 %) είτε τα προβλήματα υγείας που οφείλονται στη ρύπανση (4 %).
Όσον αφορά την απάντηση σε επίπεδο πολιτικής, εννέα στους δέκα Ευρωπαίους (90 %) συμφωνούν ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο, αντισταθμίζοντας παράλληλα τις εναπομένουσες εκπομπές ώστε να καταστεί η ΕΕ κλιματικά ουδέτερη έως το 2050. Σχεδόν εννέα στους δέκα Ευρωπαίους (87 %) πιστεύουν ότι είναι σημαντικό να θέσει η ΕΕ φιλόδοξους στόχους για την αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ το ίδιο ποσοστό πιστεύει ότι είναι σημαντικό η ΕΕ να παράσχει στήριξη για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.
Η πλειονότητα (64 %) των πολιτών της ΕΕ έχουν αναλάβει ήδη σε ατομικό επίπεδο δράση για το κλίμα και προβαίνουν συνειδητά σε βιώσιμες επιλογές στην καθημερινή τους ζωή. Όταν ρωτήθηκαν ποιον θεωρούν αρμόδιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι πολίτες υπογράμμισαν την ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα συνοδεύουν την ατομική δράση, υποδεικνύοντας τις εθνικές κυβερνήσεις (63 %), τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία (58 %) και την ΕΕ (57 %).
Περισσότεροι από οκτώ στους δέκα Ευρωπαίους που συμμετείχαν στην έρευνα (81 %) συμφωνούν ότι οι καθαρές μορφές ενέργειας θα πρέπει να λαμβάνουν μεγαλύτερη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, ακόμη και αν αυτό οδηγήσει σε μείωση των επιδοτήσεων για τα ορυκτά καύσιμα. Τρία τέταρτα των Ευρωπαίων (75 %) πιστεύουν ότι οι επενδύσεις στην οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει να στοχεύουν κυρίως στη νέα πράσινη οικονομία.
Αναγνωρίζεται σαφώς ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής προσφέρει ευκαιρίες στους πολίτες της ΕΕ και στην ευρωπαϊκή οικονομία. Σχεδόν οκτώ στους δέκα Ευρωπαίους (78 %) συμφωνούν ότι η ανάληψη δράσης για το κλίμα θα οδηγήσει σε καινοτομία που θα καταστήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές. Σχεδόν οκτώ στους δέκα (78 %) συμφωνούν ότι η προώθηση της εμπειρογνωσίας της ΕΕ στον τομέα των καθαρών τεχνολογιών σε χώρες εκτός ΕΕ μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην ΕΕ.
Επτά στους δέκα Ευρωπαίους (70 %) πιστεύουν ότι η μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων μπορεί να ωφελήσει οικονομικά την ΕΕ. Περισσότεροι από επτά στους δέκα Ευρωπαίους (74 %) συμφωνούν ότι το κόστος των ζημιών που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή είναι πολύ υψηλότερο από τις επενδύσεις που απαιτούνται για την πράσινη μετάβαση.
Με βάση τις προτάσεις που υπέβαλε η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη έχουν δεσμευτεί να καταστήσουν την ΕΕ κλιματικά ουδέτερη έως το 2050.
Οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να προχωρήσουν σε έργα ουσίας και προοπτικής. Οι πολιτικές για το κλίμα και την ενέργεια να είναι ριζοσπαστικές.
Η Ελλάδα έχει μείνει αρκετά πίσω και αν θέλει να διεκδικήσει «επενδύσεις του μέλλοντος» με διάρκεια οφείλει να δράσει άμεσα. Οι χρόνοι πιέζουν και οι συνθήκες αλλάζουν. Οφείλει η κάθε κυβέρνηση να έχει και εναλλακτικό σχέδιο στην ατζέντα της.