γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Τον είδα να κάθεται λίγο πιο πέρα, εκείνο το βράδυ. Είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία από την τελευταία μας συνάντηση στο ίδιο μέρος, στο πάρκο αυτό των Πετραλώνων. Βέβαια τότε όλα ήταν διαφορετικά. Ήμασταν παιδιά, από αυτά που μεγαλώνουν σε μια από τις πολλές γειτονιές της πόλης. Χωρίς να το καταλάβουμε ποτέ, οι χαρακτήρες όλων μας διαμορφώθηκαν από πράγματα παρόμοια: ένα μείγμα από κρυμμένα δάκρυα, συναισθήματα που έπρεπε μόνιμα να μένουν ανέκφραστα και λίγο αίμα από τα χέρια ή τα γόνατα. Μεγαλώνοντας προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε από τέτοιες λογικές, να αισθανθούμε παραπάνω. Είπαμε πως τα δάκρυα δεν είναι για τους δειλούς, μα για εκείνους που δεν φοβούνται να ζήσουν. Καλύψαμε τα αίματα με μακρυά μαύρα πουκάμισα και λήθη. Απομακρυνθήκαμε, αλλά κι όσοι παρέμειναν σε αυτή την περιοχή πέτυχαν να εξορίσουν την ανασφάλεια από τις παλιές μας γειτονιές. Μεγαλώσαμε με τον καιρό, ή τουλάχιστον έτσι πείσαμε τους γύρω. Και καταλήξαμε στο ίδιο πάρκο, με ένα μπουκάλι στο χέρι, να αναπολούμε παλιά διδάγματα.
Το φεγγάρι πάνω από το Φιλοπάππου ήταν πάντα διαφορετικό. Για να είμαι ειλικρινής βέβαια, ποτέ δεν κατάφερα να δω το φεγγάρι ίδιο. Πως να το κάνεις όταν έγραψες πάνω του τόσα πράγματα που κρατάς μυστικά; Έχει όνειρα, φόβους, αυταπάτες, όλους τους εαυτούς που άλλαξες μέσα στα χρόνια κοιτάζοντάς το. Κι ο τύπος που καθόταν κοντά μου παρατηρούσε το φεγγάρι με τον ίδιο τρόπο, λες και διάβαζε ή έγραφε νέες σκέψεις πάνω του. Το τσιγάρο του έβγαζε απαλό καπνό, υλικό κατάλληλο συνήθως για γραφές τόσο δύσκολες. Ήταν και αυτός μαυροντυμένος, με το βλέμμα του να θυμίζει εικόνες που ξεχάστηκαν αργά. Τον συμπαθούσα κι ας μην τον ήξερα πλέον καθόλου. Προφανώς ούτε αυτός θα με θυμόταν, αλλά όλα αυτά λίγη σημασία έχουν τέτοια βράδια.
Στο τείχος πίσω μας ένα σύνθημα έγραφε “αγάπη μόνο”. Ναι, καλά. Πες το στη μάνα που έχασε το παιδί της περνώντας το Αιγαίο. Πες το σε όσους ζουν τον πόλεμο. Πες το σε αυτούς που ψάχνουν φαγητό στα σκουπίδια. Πες το και σε αυτούς, που είδαν φίλους να φεύγουν και να μην ξαναγυρίζουν. Σίγουρα, αγάπη μόνο. Κοιτούσα το βλέμμα του διπλανού μου και ένοιωθα όλη την απογοήτευση που έκρυβε η καλοπληρωμένη δουλειά του, με τα bonus και τα ταξίδια. Καλύτερα να χανόταν σε αυτά τα χώματα όταν, πριν χρόνια, έπαιζε το κεφάλι του σε μια κόντρα. Τόση αγάπη που βίωνε τώρα, μέσα στο χρυσό κλουβί του, πως να την αντέξεις;
Ακόμη και ως πλάκα βέβαια, αυτό το σύνθημα δημιουργούσε αρκετά προβλήματα σε όσους το κοιτούσαν. Ελάχιστοι πλέον χρησιμοποιούν τέτοιες “βαριές” εκφράσεις. Δεν έχουν ζήσει πόλεμο, έχουν να φάνε, οι άνθρωποί τους βρίσκονται κοντά τους. Όμως δεν θέλουν να πιστέψουν πως αγαπούν. Το θεωρούν πολύ βαρύ (“too much”, που λένε και οι Άγγλοι), ή πολύ ουτοπικό. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια κοινωνία που τα μέλη της είτε φοβούνται να εκφραστούν, είτε φοβούνται να αισθανθούν. Το πρόβλημα μάλιστα με τους τελευταίους δεν είναι πως δεν το νιώθουν, αλλά πως δεν προσπαθούν καν. Υπάρχει φόβος, ο οποίος όταν αναμιγνύεται με ανασφάλειες και εγωισμούς -που όλοι μας έχουμε χιλιάδες- δημιουργεί συναισθηματική απομόνωση. Και ξυπνάμε άδειοι, παρατηρώντας τους γύρω με απάθεια ή κρυφή ζήλια. Αλλά ναι, λέξεις είναι μόνο και να μην το κουράζουμε περαιτέρω. Γι’ αυτό ας πάει κάποιος να ρίξει λίγη μπογιά σε αυτόν τον διαολεμένο τον τοίχο, να τελειώνει η ιστορία.
Δεν ξέρω τί μπορεί να σκεφτόταν εκείνο το βράδυ. Έδειχνε απλά να θέλει να χαρίσει όλες τις έγνοιες του στο μπουκάλι που πέταξε στον κάδο. Τα μάτια του θόλωναν από την κούραση και το αλκοόλ. Ήταν σχεδόν χαλαρός πλέον. Όλη η φαινομενική ηρεμία όμως που προσπαθούσε να καλλιεργήσει τερματίστηκε απότομα, όταν μπροστά μας περπάτησαν τέσσερις νέοι άντρες, όλοι με το ένα χέρι στην τσέπη. Κάποιος απ’ αυτούς είχε ελεύθερο το δεξί, πράγμα που σήμαινε πιθανότατα πως ήταν αριστερόχειρας. Πέρασαν χαιρετώντας μας χαμογελαστά -πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο στις 3 τα ξημερώματα- και μας ανάγκασαν να ανταλλάξουμε μια σύντομη ματιά. Σηκώθηκε πρώτος προς το μέρος μου, πετώντας το τσιγάρο από το στόμα. Κοιτάξαμε για λίγο αμίλητοι τον τοίχο με το σύνθημα και τους ελάχιστους περαστικούς, που το αγνοούσαν επιδεικτικά. Κατάλαβα τη σκόπιμα ψυχρή έκφραση του προσώπου του, καθώς με άγγιξε ελαφρά στον ώμο. “Πέρασαν χρόνια, μικρέ. Κι εγώ δεν αγαπάω” φώναζαν τα μάτια του, μπας και το πιστέψει. “Ούτε αυτό το πάρκο, ούτε τους ανθρώπους που προσπάθησαν να με αγγίξουν, ούτε εμένα τον ίδιο”. Δεν μπορούσε όμως να το πει, γιατί αν πράγματι τα εννοούσε αυτά, δεν θα καθόταν τέτοια ώρα σε αυτό το μέρος. Έφυγε με γρήγορα βήματα, ξέροντας πως το “επανειδείν” δεν θα ερχόταν πιθανότατα ποτέ.