γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Παρότι σποραδικά οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης αναφέρονται σε δεξιά πολιτική, εντούτοις ,στο φαντασιακό τους επιδιώκουν να νικήσουν το Μητσοτάκη. Το πάθος τους εστιάζει σε προσωπικές λαβές και αιτιάσεις παρά σε πολιτικές προσεγγίσεις, με τη στρέβλωση να σχετίζεται με τις κεντροαριστερές πολιτικές του Κυριάκου.
Σωστά λοιπόν ο Τεμπονέρας είχε θέσει το ερώτημα «πώς» και όχι «ποιος». Στην αντιπολίτευση τα βαρίδια είναι οι ηγεσίες τους. Με μια αντιληπτή έκπτωση στη σύγχρονη πραγματικότητα και ορατό τον κίνδυνο νέων αυταπατών, πορεύονται χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αφήγημα, παρά με τα Τέμπη και τις υποκλοπές.
Ο πρώτος ουδέποτε υπήρξε «αριστερός», αλλά πάντα ήταν και θα συνεχίσει να είναι ένας κοσμοπολίτης ελιτίστας. Ένας «πολιτικά» απαίδευτος επίδοξος της εξουσίας, τυχοδιώκτης της εικόνας, που εναλλάσσει τις θέσεις του κατά το αρεστό άκουσμα των εκάστοτε παριστάμενων. Με προίκα αλλοτριωμένες συνειδήσεις και χωρίς καμία ταξική αριστερή συνείδηση, σταδιακά αλλά σταθερά αποτάσσεται το «συριζαικό» παρελθόν, με ένα μανδύα ηθικού και πολιτικού εκφυλισμού. Μετά την ολοσχερή κατάρρευση του κομμουνισμού άλλωστε, οι λογής «προοδευτικοί» εγκατέλειψαν κάθε ιδεολογία, αντικαθιστώντας την ιστορική δέσμευση της ταξικής πάλης με την πολιτική των δικαιωμάτων.
Αγκάλιασαν τις ελίτ, καθότι οι ίδιοι έγιναν μέρος μιας φεουδαρχικής ολιγαρχίας που ασπάζεται την ατζέντα για το κλίμα, τα δικαιώματα, τη λαθρομετανάστευση, την παγκοσμιοποίηση. Για τον έτερο διεκδικητή της κεντροαριστεράς ο πολιτικός χρόνος λιγοστεύει. Η περίοδος που αποτελούσε το ΠΑΣΟΚ χώρο υποδοχής δυσαρεστημένων ή διαφωνούντων τελείωσε. Για δεύτερη φορά το πολιτικό στίγμα των υποκλοπών δεν συγκινεί, ούτε αρκεί να γεμίσει τις κάλπες, ενόσω πολιτικός λόγος δεν χτίζεται.
Περιγράφουν τα προβλήματα αλλά αδυνατούν να προσφέρουν λύσεις καταφεύγοντας σε λογικές πλάνες και χονδροειδείς νοητικές κατασκευές. Οι επαμφοτερίζουσες και αλλοπρόσαλλές επιλογές μάλιστα, τόσο στα ιδιωτικά ΑΕΙ όσο και στα ζητήματα ταυτότητας, περισσότερο προσέφεραν σύγχυση και αποπροσανατολισμό, παρά έφεραν νέους ψηφοφόρους.
Με ασαφή συνθήματα για την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ταύτιση με τον νεοφιλελεύθερο περιβαλλοντισμό, αδυνατούν να προτείνουν κάποια «αλλαγή», έστω και ψευδεπίγραφη. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να επανεφεύρουν τον εγχώριο σοσιαλισμό καθώς ούτε διακρίνεται αλλά και συχνά ταυτίζεται με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Ο κατακερματισμός των δυνάμεων της κεντροαριστεράς καθιστά εμφανές το αδιέξοδο του σοσιαλιστικού προτάγματος. Καθώς αστικοποιήθηκαν, αποδεχόμενοι την κανονικότητα του ρεαλισμού και της κυβερνησιμότητας, έχασαν την αποδοχή των παραδοσιακών ψηφοφόρων, της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων. Τάση που βιώνει ολόκληρη η Ευρώπη και έχει οδηγήσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στο ναδίρ.