Μου πήρε πολύ ώρα να συνέλθω και φαντάζομαι ότι όλα έπαιξαν το ρόλο τους, η ίδια ηλικία, ο ίδιος επαγγελματικός χώρος, οι ίδιες επαγγελματικές ρίζες, η απόσταση …αυτή η γ@μημένη η απόσταση. Και μετά …μετά τι το ήθελα; Άρχισα να κοιτάζω τα τελευταία μηνύματα που ανταλλάξαμε, πάλι σε αυτό το αναθεματισμένο το φατσοβιβλίο, και δεν ήταν πολύ καιρό πριν. Να, κάτι βδομάδες που είχαμε «μιλήσει». Κι άρχισα να κοιτάζω και τα άλλα, τα πιο πριν. Εκείνα που μιλούσαμε για τον «χώρο», για τη γελοιογραφία, για γνωστούς από εκείνες τις εποχές που δούλευα κι εγώ στην Ελλάδα, για την ανεργία. Για τις αδικίες.
Και όσο διάβαζα θύμωνα. Θύμωνα όλο και περισσότερο.
Ξέρετε, υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση στην Ελλάδα σχετικά με τη δημοσιογραφία και γενικότερα τον χώρο του τύπου. Όταν λες δημοσιογράφος όλοι περιμένουν να δουν το καγιέν στη γωνία και τη βίλλα στο Ψυχικό. Όλοι νομίζουν ότι όλοι όσοι δουλεύουν στις εφημερίδες κουβαλάνε και την γκλαμουριά των γeνικός εισαγγελάτων και αυτιάδων πρετεντέρηδων ή δεν ξέρω τι άλλο. Και στο τέλος κολλάνε και την ταμπέλα, «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι», λες και όλοι έχουν πιει από το νερό του Στρασβούργου που έχει πιει το κάθε μαξιλαρωτό σπυράκι της δημοσιογραφίας.
Οι περισσότεροι στο χώρο, ακόμα και τις πιο καλές εποχές, εκείνες που παίζανε στα χρηματιστήρια και οι αστέρες των εκδοτών κονομάγανε εκατομμύρια, ζούσαν μια απλή κι αξιοπρεπή ζωή. Αυτή που ζει ο κάθε εργαζόμενος. Και ξέρετε και κάτι, για τους πολλούς αυτή η δουλειά είχε και έχει γίνει η απόλυτα απαιτητική ερωμένη. Πολύ απαιτητική ερωμένη γιατί είχε πολλά ξενύχτια, πολλές μέρες σερί στο τρέξιμο, στο πραγματικό τρέξιμο για ένα ρεπορτάζ, ώρες άπειρες που ποτέ δεν θα πληρωνόντουσαν. Αλλά είπαμε ήταν και είναι ερωμένη. Την αγαπάς αυτή τη δουλειά γι’ αυτό την κάνεις. Της δίνεσαι απόλυτα θυσιάζοντας ακόμα και την οικογένεια για να μην πω τους πόσους έχουν θυσιάσει την ίδια τη ζωή τους.
Πριν από μερικά χρόνια η ένωση των δημοσιογράφων της Φιλανδίας έκανε μισοσοβαρά μισοαστεία, μια έρευνα για το τι χαρακτηρίζει έναν δημοσιογράφο. Τα χαρακτηριστικά έτσι όπως βγήκαν με τη σειρά που βγήκαν είναι τα παρακάτω:
- Πολλοί κακοί καφέδες καθημερινά.
- Πολλά τσιγάρα.
- Τουλάχιστον δυο διαζύγια και οι ανάλογες διατροφές.
- Κακό φαγητό, ετοιματζίδικο και κυρίως βρώμικο.
- Φτηνιάρικο ποτό σε διαφορετικές ώρες της ημέρας.
- Καθόλου κοινωνική ζωή.
Τώρα σε αυτά προσθέστε ότι ο συγκεκριμένος χώρος έχει από τα μεγαλύτερα ποσοστά καρδιοπαθειών και αλκοολισμού.
Μπορείτε να δείτε πόσο θλιβερή είναι αυτή η εικόνα;
Κι όμως όποιον και να ρωτήσετε από το χώρο θα σας πει ότι αυτή τη δουλειά δεν την αλλάζει με τίποτα. Δεν αλλάζει με τίποτα το να δει το όνομά του τυπωμένο ακόμα και στην οθόνη. Σαν τον κλόουν και το χειροκρότημα.
Ο φίλος που έφυγε ήταν δημοσιογράφος άλλα πάνω από όλα ήταν γελοιογράφος. Περίεργο τώρα έτσι όπως το έγραψα. Πάνω από όλα. Ξέρετε, μια εικόνα χίλιες λέξεις …και άλλα παρόμοια. Οι γελοιογράφοι γενικά θεωρούνται οι ροκ σταρ των εντύπων. Μπορείτε να φανταστείτε έντυπο χωρίς γελοιογραφία; Όχι. Εδώ ακόμα και στο διαδίκτυο οι πολλοί έχουν αρχίσει να το καταλαβαίνουν και έχουν αρχίσει να προσθέτουν στα σάιτ τους γελοιογραφίες. Αλλά αυτή η δόξα και αναγνωρισιμότητα είναι μόνο βιτρίνα. Στην πραγματικότητα οι γελοιογράφοι είναι από τους χειρότερα αμειβόμενους του χώρου. Τρεις τέσσερεις είναι αυτοί που ζουν από τη γελοιογραφία, οι υπόλοιποι για να μαζέψουν ένα εισόδημα ή δουλεύουν σε καμιά δεκαριά εφημερίδες-περιοδικά και κάνουν ταυτόχρονα και δουλειές για διάφορα διαφημιστικά γραφεία, εκδοτικούς οίκους ή έχουν άλλη δουλειά να τους ταΐζει.
Δεν θέλω να αναφέρω ονόματα, άλλα από αυτούς τους γελοιογράφους που όλοι σας συνέχεια αναπαράγετε στο φατσοβιβλίο ξεκαρδισμένοι, είναι από μηχανικοί μέχρι ακτινολόγοι. Τα επαγγέλματα πραγματικά για πραγματικούς γελοιογράφους. Οι πολλοί δεν πληρώνονται καν.
Κι όμως δεν μπορείτε να φανταστείτε έντυπο χωρίς γελοιογραφία, έτσι δεν είναι;
Και η ανεργία. Η ανεργία στους γελοιογράφους υπήρχε από τότε που ξεκίνησα εγώ. Σε αυτά τα πάνω από τριάντα χρόνια έχω δει εκατοντάδες – εγώ έχω δει – ταλέντα να απελπίζονται μετά από λίγο διάστημα και να τα παρατάνε. Γιατί πόσο να χορεύει νηστικό το αρκούδι; Εγώ ο ίδιος, είδα λεφτά όταν άρχισα να γράφω. Αυτά που έπαιρνα σαν γελοιογράφος δεν φτάνανε ούτε για να ταΐσεις τα περιστέρια στο Ζάππειο ένα μεσημέρι. Πριν από τριανταπέντε περίπου χρόνια, που για πρώτη φορά πληρώθηκα για τα σκίτσα μου κι όταν ο μηνιαίος μισθός ήταν 12.000 δραχμές, εγώ έπαιρνα για 2-3 σκίτσα την ημέρα, επτά ημέρες τη βδομάδα, 500 δραχμές. Τον μήνα! Ίσα που πληρωνόταν το χαρτί, τα πενάκια και το μελάνι, άντε και τα εισιτήρια κάθε μέρα στα λεωφορεία.
Και θα μου πείτε τώρα, σιγά τι κάνει ένας γελοιογράφος, ατάκες και σκιτσάκια. Σιωπή. Κάθε μέρα πέρναγα τρεις ώρες περίπου στο αρχείο διαβάζοντας τις εφημερίδες της ημέρας για να δω τι θα με εμπνεύσει, μετά πέρναγα άλλο ένα δίωρο στο πολιτικό μιλώντας και ακούγοντας τους πολιτικούς συντάκτες να λένε αυτά που θα έμπαιναν την επόμενη ή κάποια μικροπολιτικά, τίποτα κουτσομπολιά. Και τέλος άλλες δυο με τρεις ώρες να σχεδιάσω αυτό που θα παρέδιδα. Και σε αυτό εγώ ήμουν και τυχερός γιατί το σκίτσο μου είναι γενικά αφαιρετικό και δεν μου παίρνει πολύ ώρα. Για προσθέστε τα όλα αυτά. Πώς σας φαίνονται τώρα οι 500 δραχμές το μήνα; Ξέρετε τι είναι 500 δραχμές; Λιγότερο από δυο ευρώ. Βέβαια τότε το σουβλάκι έκανε ένα τριαντάρικο αλλά με 500 δραχμές ούτε σουβλάκια δεν μπορούσες να τρως κάθε μέρα. Έτσι στο τέλος δούλευα σε επτά εφημερίδες και τέσσερα περιοδικά. Παραγωγή πάνω από 10 γελοιογραφίες και σκίτσα την ημέρα για να φτάνω τις 9.000 δραχμές τον μήνα όταν το βασικό ήταν 12,000. Τα ποσά που αναφέρω είναι αληθινά και δεν είναι εποχές μνημονίων. Απεναντίας είναι από τις καλές εποχές. Είχα φτάσει στο σημείο να παρακαλάω επαρχιακά έντυπα και εφημερίδες – που πλήρωναν καλά αλλά δεν ήταν καθημερινά, περισσότερο εβδομαδιαία ή μηνιαία – για να συμπληρώνω κάποιο ποσό γιατί μόνο το ενοίκιο μου εκείνη την εποχή ήταν 6.000 δραχμές σε μια τρύπα στο Παγκράτι.
Πώς το είπατε; ‘Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι’, έτσι δεν λένε;
Σε όλα αυτά και ο φίλος μου. Την ίδια ζωή, την ίδια πάλη. Το ίδιο μεράκι και την ίδια τρέλα. Εγώ ύστερα έφυγα και ενώ στην αρχή προσπάθησα με τη γελοιογραφία, μετά όμως μπήκα σε άλλης μορφής γαλέρες. Εκείνος συνέχισε, στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα που το βασικό ήταν 12.000 δραχμές, αλλά για έναν γελοιογράφο το ποσό δεν πιανόταν ακόμα κι αν έκανε το χέρι του μοτεράκι. Και για να καταφέρει να μαζέψει το ποσό έγινε και διορθωτής, έγινε και ρεπόρτερ, έγινε και το παιδί για όλες τις δουλειές. Μέχρι υπεύθυνος εξωτερικού ρεπορτάζ έγινε, με το μπλοκάκι από το ένα χέρι και το πενάκι από το άλλο γιατί είπαμε, γελοιογράφος πάντα. Για να συμπληρώσει ο μισθός, για το μεράκι, για το μελάνι ρε γαμώτο. Γιατί βλέπετε δεν είναι όλοι γeνικός εισαγγελάτοι και αυτιάδες πρετεντέρηδες.
Είπα τώρα διορθωτής. Ξέρει κανένας ότι όλα τα έντυπα έχουν διορθωτές; Ανθρώπους που διαβάζουν πριν από εσάς για σας όλα τα κείμενα; Έχετε δει ποτέ το όνομα τους πουθενά; Σε κάποια εφημερίδα, σε κάποιο έντυπο; Ποτέ! Κι όμως είναι εκεί όσες ώρες είναι και οι δημοσιογράφοι και πολλές φορές και μετά, αφού έχουν φύγει οι δημοσιογράφοι. Αυτοί να δείτε μισθούς που παίρνουν. Αυτοί είναι για να κάνουν ακόμα και τους γελοιογράφους να νιώθουν καλύτερα.
Αλλά πώς το είπατε; ‘Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι’, έτσι δεν λένε;
Εγώ έφυγα, αλλά ο φίλος μου συνεχισε να τα ζει όλα αυτά. Και μετά ήρθαν και τα χειροτέρα. Γιατί κάπου στα μέσα του ’80 αρχίσαν να μπαίνουν στον τύπο και οι …κομματικοί «δημοσιογράφοι». Γιοι, κόρες, ανίψια κι ανιψιές βουλευτών και πολιτευτών που χτίζανε βιογραφικό για μελλοντική θέση στο κοινοβούλιο. Εκεί έγινε της αδικίας το κάγκελο. Και ο φίλος μου το έζησε κι αυτό. Σε τέτοιο βαθμό που είδε και το ταμείο της ανεργίας. Το ελληνικό ταμείο ανεργίας. Την ομιχλώδη ανυπαρξία του συνδικαλιστικού οργάνου που υποτίθεται ότι πλήρωνε τόσα χρόνια για να τον υπερασπίζεται. Τα είδε κι αυτά ο φίλος μου. Ο γελοιογράφος. Ο δημοσιογράφος. Ο ‘αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι’.
Κι εγώ θυμώνω όλο και πιο πολύ αυτή τη στιγμή. Γιατί σε αδικήσανε πολλοί, βρε Ντένις. Αλλά σε αγαπήσανε και πολλοί. Σε αγαπήσανε γιατί όλοι μας ξέραμε αυτή την υπερβολικά ευγενική σου ψυχή. Έναν από τους πιο ευγενικούς ανθρώπους στο χώρο. Η Καναδική ευγένεια που λέγαμε και γελάγαμε με το αστείο που λίγοι καταλαβαίναν.
Δεν πιστεύω σε παράδεισους και πνεύματα, αλλά αν υπάρχει παράδεισος για σένα βρε Ντένις είμαι σίγουρος ότι είσαι εκεί και σκιτσάρεις τον πολυαγαπημένο σου Λουί Ντε Φινές.
Καλό σου ταξίδι φίλε μου.
ΥΓ1 Είμαι πολύ κακός σε αυτά τα σημειώματα και δεν ξέρω τι να γράψω για την γυναίκα του και την κόρη του που έμειναν πίσω. Ίσως το μόνο που μπορώ να γράψω είναι ότι η σκέψη όλων όσων αγάπησαν τον Ντένις είναι κοντά τους και στο μέτρο που μπορούν – και σίγουρα δεν συγκρίνεται με το δικό τους – όλοι θρηνούν το φίλο τους.
ΥΓ2 Τα σκίτσα είναι από την προσωπική σελίδα στο φατσοβιβλίο του Ντένις Τζαννάτου.
Θάνος Καλαμίδας
**********************************************************
Ο Διονύσης Τζαννάτος γεννήθηκε το 1960 στο Τορόντο του Καναδά. Στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας ενώ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του το 1981 ως σκιτσογράφος στο περιοδικό «Μοντέρνο Τραγούδι». Το 1984 εργάστηκε στην ομογενειακή εφημερίδα «Ελληνοκαναδική Εβδομάδα» ενώ από το 1988 και έως το κλείσιμο της εφημερίδας εργάστηκε στον «Ελεύθερο» ως υπεύθυνος του εξωτερικού δελτίου και ως σκιτσογράφος. Εργάστηκε επίσης στις εφημερίδες «DERBY» και «SPORTDAY». Είχε λάβει μέρος σε πολλές εκθέσεις γελοιογραφίας και είχε εικονογραφήσει σχολικά βιβλία στην αγγλική γλώσσα.
Ο Διονύσης Τζαννάτος υπήρξε ένας ευγενής, πράος και καλοσυνάτος δημοσιογράφος, ο οποίος εργάστηκε τίμια και με συνέπεια χωρίς ποτέ να δημιουργήσει τριβές και προβλήματα.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ συλλυπείται τη σύζυγό του Αγγελική και την αγαπημένη του κόρη Ελμίνα και αποχαιρετά τον καλό συνάδελφο, ο οποίος «έφυγε» απρόσμενα σκορπώντας λύπη σε όλους μας.
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε περισσότερα άρθρα του Θάνου Καλαμίδα!