γράφει ο Δημήτρης Κοντογιάννης.
Όλοι μας καταλαβαίνουμε την ανάγκη για απομόνωση, λόγω της πανδημίας, όπως επίσης όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτή η απομόνωση δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα, λόγω της οικονομίας. Η εξίσωση ανάμεσα στον κίνδυνο του κορωνοϊού και τον κίνδυνο από το πλήγμα στην οικονομία δεν είναι εύκολο να λυθεί και, ανάλογα με την κοσμοθεωρία και τα προσωπικά βιώματα του καθενός, η απάντηση μπορεί να διαφέρει αρκετά. Ποιος είναι όμως αυτός που πρέπει να λύσει αυτή την εξίσωση; Αν η απάντησή σας ήταν «μα φυσικά το κράτος», πάμε να δούμε τι γίνεται στην άλλη μεριά του Ατλαντικού με το αγαπημένο τους παιχνίδι, το μπέιζμπολ.
Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με το συγκεκριμένο άθλημα, επιτρέψτε μου μία μικρή παρένθεση.
Φέρτε στο μυαλό σας τον κολλημένο φίλο σας που μαζεύει αναμνηστικά της αγαπημένης του ομάδας. Μπορεί να είναι εισιτήρια, συλλεκτικά κασκόλ από τα εκτός έδρας παιχνίδια, μπλούζα και καπέλο από τους πανηγυρισμούς για το πρωτάθλημα κλπ. Προφανώς αυτός ο άνθρωπος ξοδεύει αρκετό χρόνο και χρήμα στην αγαπημένη του ασχολία. Και όμως, ο μέσος πωρωμένος ποδοσφαιρόφιλος με τη συλλογή του σε σύγκριση με τον αντίστοιχο οπαδό του μπέιζμπολ είναι σαν τον δεκαεξάχρονο που συλλέγει CD του αγαπημένου του συγκροτήματος απέναντι στον πενηντάρη που έχει γεμίσει δυο βιβλιοθήκες από όλη την ιστορία της ροκ.
Όπως καταλαβαίνετε, όταν σε ένα άθλημα το πιθανό κοινό είναι κάθε εβδομάδα μεγαλύτερο από όλη την Ευρώπη, οι τηλεθεάσεις, τα συμβόλαια των παικτών αλλά και οι απαιτήσεις είναι αντίστοιχα πολύ μεγαλύτερες. Παρόλα αυτά, το σωματείο παικτών μπέιζμπολ είναι πανίσχυρο και, χωρίς την έγκρισή του, σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Είναι μάλιστα διάσημο για την προστασία που προσφέρει στους παίκτες, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν την αξίζουν όπως το σκάνδαλο για το πώς οι πρωταθλητές του 2017 έκλεβαν για τουλάχιστον δύο συνεχόμενες σεζόν ακόμα και την ώρα του τελικού –χαρακτηρίζεται από πολλούς το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών και αυτό στο άθλημα που απογείωσε το ντόπινγκ- για το οποίο χάρη στο σωματείο κανένας παίχτης δεν τιμωρήθηκε. Άρα, για να ξεκινήσει αυτή η πολύπαθη σεζόν, έπρεπε οπωσδήποτε πρώτα οι παίκτες να δώσουν την έγκρισή τους.
Μετά από μαραθώνιες διαβουλεύσεις και αφού εξετάστηκαν όλα τα πιθανά σενάρια, κατέληξαν να περιορίσουν την κανονική σεζόν στα 60 παιχνίδια για κάθε ομάδα αντί για 162 που είναι φυσιολογικά (για όσους παραξενεύονται, εξηγώ στο τέλος γιατί υπάρχουν τόσα παιχνίδια), και να διεξαχθούν κανονικά οι τελικοί. Όλα τα παιχνίδια θα γίνονταν χωρίς κοινό και, αν υπήρχε λόγος αναβολής, μετά από κάποιες ημέρες θα υπήρχε επαναληπτικό παιχνίδι. Όποιος παίχτης επιθυμεί, έχει την δυνατότητα του «opt-out», να μείνει δηλαδή εκτός για τη διάρκεια αυτής της σεζόν χωρίς να μετράει ως πειθαρχικό παράπτωμα και χωρίς να πληρώνεται τον μισθό του.
Φανταστείτε τα χαμένα έσοδα κάθε σταθμού, όταν καταλήγει να δείχνει 100 παιχνίδια λιγότερα. Φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι να βρουν αυτές οι ομάδες-κολοσσοί τα χρήματα που απαιτούνται για να τροφοδοτήσουν όχι μόνο τη βασική τους ομάδα, αλλά και τις 5 ακαδημίες που υποχρεωτικά έχει η κάθε μία από τις 30 βασικές ομάδες, μαζί με όλο το αντίστοιχο προσωπικό σε κάθε ένα από τα 6 στάδιά της. Και όμως, το αυστηρότατο σωματείο των παιχτών που αρχικά ήθελε μόνο 50 παιχνίδια για τη σεζόν υποχώρησε τελικά στα μόλις 60. Και μετά άρχισαν τα χτυπήματα.
Στην ομάδα που παρακολουθώ, τους Red Sox, ένας από τους βασικότερους παίχτες της (ο «άσος» της αυτή τη σεζόν, για όσους γνωρίζουν) βρέθηκε πριν κάποιους μήνες θετικός στον κορωνοϊό. Μόλις όμως ξεπέρασε την ασθένεια, διαπιστώθηκε ότι ο COVID-19 του άφησε μυοκαρδίτιδα και αποκλείεται να παίξει αυτή τη σεζόν, στερώντας ουσιαστικά οποιεσδήποτε ελπίδες για κάποια καλή πορεία φέτος. Μπορεί να σκέφτεστε κάποιοι «έλα μωρέ, κάποιο πρόβλημα θα είχε από πριν και δεν θα το είχαν βρει», να σας θυμίσω ότι δεν μιλάμε για ελληνικό πρωτάθλημα. Μιλάμε για ομάδες όχι εκατομμυρίων, αλλά δισεκατομμυρίων, με τους κορυφαίους γιατρούς στον κόσμο και για έναν 27χρονο υπεραθλητή που, όπως όλοι οι κορυφαίοι στη θέση του, μπορεί να πετάξει την μπάλα με το χέρι του με ταχύτητες πάνω από 150 χλμ/ώρα 100 φορές συνεχόμενα –όχι με το μπαστούνι, με το χέρι του.
Αυτά είδε ο 28χρονος Mike Trout (τον βλέπετε στην φωτό), ο καλύτερος παίχτης όλων εποχών στο μπέιζμπολ ο οποίος περιμένει το πρώτο του παιδί στο τέλος του Αυγούστου. Συμβουλευόμενος λοιπόν τους προαναφερθέντες καλύτερους αθλητικούς γιατρούς του κόσμου, ανακοίνωσε ότι ίσως να απέχει από αυτή τη σεζόν, ακόμα και αν χάσει τα τριαντακάτι εκατομμύρια που θα έβγαζε και τα διάφορα ρεκόρ που θα ξαναέσπαγε. Φαντάζεστε τι θα γινόταν αν ο Michael Jordan στα 28 του ανακοίνωνε ότι δεν θα παίξει για μία σεζόν λόγω κορωνοϊού; Προφανώς όλο το NBA θα έπεφτε πάνω του για να του αλλάξει γνώμη. Το ίδιο έγινε λοιπόν και με τον Mike Trout που αποφάσισε να παίξει για τα πρώτα παιχνίδια, αλλά να βγει σε μία εκτεταμένη άδεια πατρότητας μετά από την πρώτη εβδομάδα, χάνοντας σχεδόν όλη την υπόλοιπη σεζόν.
Μα, θα σκεφτεί κάποιος, τι στραβό μπορεί να γίνει μέσα σε μία εβδομάδα;
Το πρώτο παιχνίδι για τους Miami Marlins ήταν την προηγούμενη Κυριακή απέναντι στους Philadelphia Phillies. Λίγο πριν ξεκινήσει το παιχνίδι, ένας παίχτης των Marlins διαγνώστηκε θετικός στον κορωνοϊό. Ο παίχτης αποκλείστηκε από τον αγώνα και οι δύο ομάδες αποφάσισαν να διεξαχθεί το παιχνίδι.
Μία εβδομάδα μετά, αντί για 6 ή 7 παιχνίδια η κάθε μία αυτές οι ομάδες έχουν μόνο το πρώτο της προηγούμενης Κυριακής. Πλέον έχουν διαγνωστεί θετικοί η μισή ομάδα των Marlins και αρκετοί των Phillies, δείχνοντας ότι παρά τους εξαντλητικούς ελέγχους αρκούσε ένα άτομο για να κολλήσει τους πάντες, ενώ θετικά δείγματα βγαίνουν και σε άλλες ομάδες που δεν είχαν επαφή με τις δύο που προαναφέραμε.
Εδώ λοιπόν, ποιος φταίει για όλους αυτούς που κόλλησαν και τις επιπτώσεις από την ασθένειά τους; Φταίει το κράτος των ΗΠΑ που δεν έθεσε ένα αυστηρότερο πλαίσιο; Φταίει η διοργανώτρια ομοσπονδία για τους κανόνες που έθεσε οι οποίοι, παρά την αυστηρότητά τους, προφανώς δεν ήταν αρκετοί; Φταίνε οι ομάδες που αποφάσισαν να διεξαχθεί ένα παιχνίδι με προφανείς κινδύνους για όλους τους εμπλεκόμενους; Φταίνε οι παίχτες που δεν πάτησαν πόδι, είτε οι ίδιοι αποχωρώντας μαζικά είτε το σωματείο τους, για να μη διεξαχθεί το παιχνίδι; Φταίνε οι γιατροί που δεν άσκησαν την όποια πίεση μπορούσαν να ασκήσουν για την αναβολή του παιχνιδιού;
Όπως και να έχει, οι παίχτες που πληρώνονται πολύ καλά για να συμμετέχουν είχαν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν και να προστατέψουν τους φυσιοθεραπευτές, τους προπονητές, τους μάγειρες, τους οδηγούς και όλο το προσωπικό που ασχολείται μαζί τους και δεν είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν να μη πάνε στη δουλειά τους λόγω κορωνοϊού. Ζύγισαν την κατάσταση με βάση τις γνώσεις και τις προσλαμβάνουσες πληροφορίες τους και έκριναν ότι έπρεπε να παίξουν το συγκεκριμένο παιχνίδι, ίσως ακόμα και για να προφυλάξουν τη δουλειά όλου αυτού του προσωπικού.
Αυτή την περίοδο όλοι καλούμαστε να κάνουμε κάποιες επιλογές. Άλλες είναι απλές –όπως το να μη πάρουμε ταξί για να πάμε νοσοκομείο αν βήχουμε- και άλλες κάπως πιο δύσκολες –όπως το να απέχουμε από ένα πάρτυ που θα είναι όλοι οι φίλοι μας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορούμε να σταματήσουμε για πάντα την οικονομία και, όσο γραφικό και αν ακούγεται, χρειαζόμαστε οπωσδήποτε τα χρήματα από τον τουρισμό και την εποχική οικονομία. Αναγκαστικά, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι όλοι –κράτος, φορείς, επιχειρήσεις και ο καθένας μας ξεχωριστά- έχουμε υποχρεώσεις και ευθύνες απέναντι στον συνάνθρωπό μας.
Στις ΗΠΑ σε μία περίπτωση απέτυχε το κράτος, στην συνέχεια απέτυχαν δύο επιχειρήσεις δισεκατομμυρίων, απέτυχαν οι κορυφαίοι γιατροί που είχαν για συμβούλους, απέτυχε ένα πανίσχυρο σωματείο και απέτυχαν και δεκάδες παίχτες για να πληρώσουν τελικά τις συνέπειες άτομα τα οποία δεν είχαν τρόπο να τις αποφύγουν. Δεν είναι κάτι παράλογο, όλοι αποτυγχάνουμε κάποια στιγμή, χωρίς απαραίτητα να φταίμε εμείς. Όταν όμως το κράτος δεν καταφέρνει να μας προστατέψει όπως θα έπρεπε γιατί, για παράδειγμα, έχει ήδη βγάλει όλα τα λεωφορεία που έχει στον δρόμο, ακόμα και τα σαπάκια, και πάλι δεν είναι αρκετά, όταν στη συνέχεια αποτυγχάνει η αστυνομία γιατί ήδη κάνει ελέγχους αλλά δεν μπορεί να βρίσκεται σε κάθε λεωφορείο για να βλέπει ποιος φοράει μάσκα και ποιος όχι, όταν αποτυγχάνει ο πολίτης και μπαίνει στο λεωφορείο χωρίς μάσκα, οι υπόλοιποι επιβάτες του λεωφορείου τι πρέπει να κάνουν;
Ειλικρινά, πετάξτε τους έξω. Όταν δείτε τον μπαγλαμά να μπαίνει στο σούπερ μάρκετ χωρίς μάσκα και να κόβει βόλτα στους διαδρόμους σκουντουφλώντας σε κάθε δεύτερο πελάτη, πετάχτε τον μπαγλαμά έξω. Το κατάλαβαν ακόμα και οι Αμερικάνοι, έστω και αν χρειάστηκε αυτή η παρανοϊκή εβδομάδα στο αγαπημένο τους άθλημα. Αν περνιόμαστε για έξυπνοι, ας το καταλάβουμε και εμείς.
Ηθικό δίδαγμα; Φορέστε μάσκες ρε!
(Για όσους απορούν για τα 162 παιχνίδια ανά σεζόν του μπέιζμπολ: Δεν κουράζονται όλοι οι παίχτες το ίδιο. Κάποιοι παίζουν μία φορά ανά 5 παιχνίδια, κάποιοι 2 ή 3 φορές ανά 5 παιχνίδια, κάποιοι σχεδόν σε κάθε παιχνίδι. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ξεκούραστο για αυτούς που καταλήγουν να έχουν παίξει 150 παιχνίδια και πρέπει να μείνουν «ζεσταμένοι» για 3-4 ώρες κάθε φορά.
Φανταστείτε λοιπόν τον μέσο Έλληνα οπαδό που βλέπει την ομάδα του να παίζει δύο φορές την εβδομάδα στην καλύτερη των περιπτώσεων και συγκρίνετέ το με εκείνον που την βλέπει 6 φορές την εβδομάδα για 6-7 συνεχόμενους μήνες. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι κανονισμοί έχουν μείνει σχεδόν ίδιοι από το 1900 μέχρι και σήμερα, καταλαβαίνετε γιατί είναι τόσο τρελαμένοι οι Αμερικάνοι με αυτό το άθλημα.)