Τη «θρησκευτική ελευθερία» υποτίθεται ότι την καθιερώνει το άρθρο 13 με ορισμένες επιφυλάξεις ωστόσο. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 προσδιορίζει ότι κάθε «γνωστή» θρησκεία είναι ελεύθερη και προστατεύεται. Ποια είναι «γνωστή» θρησκεία και ποιος προσδίδει αυτόν τον χαρακτηρισμό μένει ασαφές. Επίσης, στην ίδια παράγραφο ποιες λατρευτικές ενέργειες είναι δυνατόν να προσβάλλουν τη «δημόσια τάξη» ή τα «χρηστά ήθη», παραμένει εξίσου ασαφές. Για παράδειγμα θρησκευτική τελετή, η οποία επιβάλλει στην έναρξη και στη λήξη της ενδεχόμενα εναγκαλισμό μεταξύ των παρευρισκομένων και ανταλλαγή ασπασμών είναι δυνατόν να προσβάλλει τα χρηστά ήθη; Και ποίου; Του γείτονα; Του Μητροπολίτη Σεραφείμ; Της θειας μου της Αμερσούδας; Φοιτήτριας της αναρχικής οργάνωσης Ρουβίκωνας;
Το πρόβλημα με την παράγραφο αυτή επιδεινώνεται όταν στο τέλος αναφέρεται ότι ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. Πάλι εδώ επικρατεί η πιο μεγάλη ασάφεια. Και η κατάσταση αυτή επιτρέπει στις Κυκλάδες ας πούμε να θεωρείται προσηλυτισμός η αποπλάνηση Ορθοδόξου και η μετατροπή του σε Καθολικό, ενώ αντιθέτως εορτάζεται μετά φανών και λαμπάδων και με την παρουσία όλων των αρχών οποιαδήποτε αντίστροφη κίνηση Καθολικού προς την «επικρατούσα».
Τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργεί αυτό το συνταγματικό τουρλουμπούκι τα επιλύει η καθημερινή ζωή με την εφαρμογή της παραδοσιακής αρετής μας, που μας επέτρεψε να επιβιώσουμε μετά από τέσσερις αιώνες οθωμανική κατοχή και τυραννία. Πριν από το 1981 η άμβλωση ήταν θέμα που αφορούσε το κράτος και γενικά απαγορευόταν. Στην ίδια εποχή κλινικές εξειδικευμένες σε αυτήν την δραστηριότητα είχαν δημιουργήσει τεράστιες περιουσίες (δύο απ’ αυτούς τους κλινικάρχες ήταν βουλευτές της κεντροαριστεράς). Η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση στον αριθμό αμβλώσεων ανά 1000 γυναίκες από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ , ο πληθυσμός κατρακυλούσε προς τη στασιμότητα και οι ορθόδοξοι ταγοί μας αγρόν ηγόραζαν.
Θέλετε και άλλο παράδειγμα; Όταν εισήχθη η δυνατότητα επιλογής μεταξύ πολιτικού και θρησκευτικού γάμου ή του συνδυασμού και των δύο από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, οι έξαλλες μετακομμουνίστριες φεμινίστριες μάς κατηγορούσαν για προδοσία και βεβαίως ΚΚΕ (Εξ. και Εσ.) καταψήφισαν τη σχετική πρόταση μαζί με τη Νέα Δημοκρατία, που δεν ήθελε να πικράνει τους ιερωμένους. Τότε η Εκκλησία είχε καταδικάσει όσους έκαναν πολιτικό γάμο, είχε απαγορεύσει το συνδυασμό των δύο μορφών συζυγικής δέσμευσης και είχε απειλήσει ότι τα παιδιά που θα αποκτούσαν μεσ’ στην αμαρτία οι συμβιώνοντες μετά από πολιτικό γάμο δεν θα μπορούν να βαφτιστούν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Οι ακραίοι μάς κορόιδευαν λέγοντας ότι κανείς δεν θα κάνει πολιτικό γάμο, γιατί ο ελληνικός λαός επιθυμεί τη λάμψη και τη γοητεία της θρησκευτικής τελετής. Και πραγματικά, για μερικά χρόνια, οι πολιτικοί γάμοι ήταν μονοψήφιο ποσοστό του συνόλου. Σήμερα όμως αποτελούν το 50% περίπου και κατέχουν εδώ και μερικά χρόνια σταθερά την πρώτη θέση.
Αν η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία του Χριστού θέλει να είναι πράγματι επικρατούσα, πρέπει να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία με τα έργα και την πνευματική της παρουσία. Και αν οι «ριζοσπάστες» που μας κυβερνούν θέλουν να ρυθμίσουν συνταγματικά το ζήτημα ας καταργήσουν όλες αυτές τις διατάξεις, που καθιερώνουν τη θρησκευτική ανελευθερία και καταπιέζουν τις συνειδήσεις.
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης δεν έχει ανάγκη από άλλη προστασία πέραν της πρώτης παραγράφου του άρθρου 13. Και το άρθρο 3 είναι εντελώς περιττό. Ας τολμήσουν λοιπόν τα Τσιπράκια που ναρκισσεύονται στα μέσα ενημέρωσης, των οποίων απεργάζονται την υποδούλωση. Ο κόσμος τους πήρε χαμπάρι. Το τζάμπα τελείωσε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο ΒΗΜΑ και το pangalos.gr