Ας δούμε όμως αρχικά κάποια από τα στραβά του τωρινού εκλογικού νόμου. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 είχαμε μια μεγάλη πρωτοτυπία για την Ελλάδα: η Νέα Δημοκρατία ως πρώτο κόμμα είχε 18,85%, χωρίς όμως να είναι πρωτοπόρος, αφού το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκε στο «Εκτός Βουλής» με 19,02%. Με άλλα λόγια, μία στις πέντε ψήφους πήγε στον βρόντο. Ένα ορθολογικό εκλογικό σύστημα θα θεωρούσε ότι ο λαός δεν θέλει ένα κόμμα που συγκεντρώνει λιγότερο από 20% να πάρει 50 έδρες μποναμά για να μπορεί να διαπραγματευτεί την εξουσία από θέση ισχύος.
Μπορεί επίσης να θεωρούμε εύλογο, για εθνικούς λόγους, να παραμένει πάση θυσία το όριο του 3% για την εισδοχή στη Βουλή, ακόμα και όταν το σχεδόν 20% «Εκτός Βουλής» δεν εκφράζεται με την ψήφο του και τέσσερα κόμματα έχουν πάνω από 2%. Δεν είναι όμως καθόλου λογικό να μη μπορούν να εκλεγούν ανεξάρτητοι, μη κομματικοποιημένοι υποψήφιοι. Δεν είναι δυνατόν ένας ανεξάρτητος υποψήφιος, για παράδειγμα στη β’ Αθηνών, να μπορεί να είναι πρώτος μπροστά από τους δεκάδες Βουλευτές που εκλέγονται έχοντας συγκεντρώσει χιλιάδες σταυρούς, αλλά να μείνει εκτός Βουλής επειδή δεν συγκεντρώνει πανελλαδικά -ο ανεξάρτητος- πάνω από 3%.
Το πιο προφανές όμως πρόβλημα του εκλογικού νόμου είναι η κατανομή των περιφερειών. Υπάρχουν χώρες με πενταπλάσιο πληθυσμό από εμάς, και όμως η μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της Ευρώπης βρίσκεται στην Ελλάδα. Ακόμα και στην όψη της η β’ Αθηνών είναι περίεργη, με αυτή την μεγάλη τρύπα που της αφήνει στη μέση η α’ Αθηνών. Προφανώς μέσα από το χάος που προκύπτει από τους περισσότερο από ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους ευνοημένοι είναι συγκεκριμένα άτομα: όσοι έχουν καλό εκλογικό μηχανισμό λόγω προτίμησης του κόμματος στο πρόσωπό τους ή λόγω κληρονομιάς, όσοι έχουν πολλά λεφτά για προεκλογική καμπάνια ή όποιοι ήταν από πριν διάσημοι. Αν χωριστούν όμως περιφέρειες όπως η β’ Αθηνών ή το πρώην Υπόλοιπο (νυν Αττική) σε μικρότερες, τότε από που θα βρεθούν οι έδρες για να εκπροσωπηθούν τα μικρότερα κόμματα; Από που θα προκύψουν οι έδρες για το μπόνους των 50 εδρών αν όχι από την β’ Αθηνών;
Μπορεί εκ πρώτης όψεως να φάινεται ότι ο υπάρχον εκλογικός νόμος δεν αφήνει να εκφραστούν σωστά οι επιθυμίες κάποιων πολιτών, αλλά τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Σε πολλές περιπτώσεις ο εκλογικός νόμος δεν αφήνει να εκφραστούν σωστά οι επιλογές σχεδόν όλων των πολιτών. Αρκεί αντί για κομματικά να δούμε ανθρωποκεντρικά τις εκλογές και αντί για κόμματα να δούμε αντιπροσώπους. Τότε το ποσοστό των ατόμων που δεν εκφράζονται οι προτιμήσεις τους εκτοξεύεται.
Στις 8 μονοεδρικές περιφέρειες του 2012 (πλέον μερικές έχουν αλλάξει για να προσαρμοστούν με την απογραφή), προφανώς εξελέγησαν 8 συνολικά Βουλευτές. Ό,τι ποσοστό και αν μάζεψαν τα αντίπαλα κόμματα, όσες ψήφους και αν πήραν οι συνυποψήφιοί τους από το ίδιο κόμμα, τίποτα από αυτά δεν μετράει. Το μόνο που μετράει είναι ποιος είναι πρώτος σε σταυρούς στο πρώτο σε ψήφους κόμμα. Αν αθροίσουμε τους σταυρούς των Βουλευτών που τελικά μας εκπροσώπησαν για δυόμισι χρόνια και προήλθαν από Γρεβενά, Ευρυτανία, Ζάκυνθο, Θεσπρωτία, Κεφαλλονιά, Λευκάδα, Σάμο και Φωκίδα, θα βρούμε 17593 σταυρούς σε σύνολο 198451 ψηφοφόρων. Στη Βουλή δηλαδή αντιπροσωπεύθηκε από άτομο της επιλογής του το 8,87%. Ακούγεται αυτό δημοκρατικό, το να διαλέγει αντιπροσώπους λιγότερο από το 10% όσων ψήφισαν; *
Για να είμαι ξεκάθαρος, σε καμία περίπτωση δεν αδικούνται οι υποψήφιοι Βουλευτές. Αυτοί ήξεραν εξ αρχής τους κανόνες εκλογής και με βάση αυτούς αποφάσισαν να είναι υποψήφιοι. Αυτοί που αδικούνται είναι το σχεδόν 90% των πολιτών, των οποίων η προτίμηση σε κάποιο πρόσωπο δεν είχε καμία σημασία. Σίγουρα αυτό δεν μπορεί να ονομάζεται Δημοκρατία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την επιλογή της νομοθετικής εξουσίας.
Αυτή την επιλογή όμως, το να αγνοείται δηλαδή συνειδητά το 90% των πολιτών, την ανέχονται εδώ και χρόνια όλα τα κόμματα. Έχουν υπάρξει κατά καιρούς φωνές από πολλούς χώρους που επισημαίνουν την αδικία του συστήματος, κανείς όμως δεν έχει καταθέσει κάποια οργανωμένη πρόταση προς κάποια πιο σύγχρονη διαδικασία εκλογής όπως η εναλλακτική ψήφος, ή η μονή μεταβιβάσιμη ψήφος.
Μόνο δύο ειδών προτάσεις έχουν ακουστεί αυτό τον καιρό. Η μία είναι του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων αριστερών κομμάτων για απλή αναλογική, χωρίς τις 50 έδρες στο πρώτο κόμμα. Παραβλέποντας το ότι, όσο πλησιάζει η εξουσία, η πρόταση αυτή εξαφανίζεται, ας θυμηθούμε τι γινόταν παλιότερα όταν είχαμε απλή αναλογική: Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ μακροπρόθεσμα κατάπιναν κάθε προσπάθεια για νέα κόμματα, συγκέντρωναν πάνω από 80% και μερικές φορές αδυνατούσαν να σχηματίσουν Κυβέρνηση, αφού δεν είχαν 151 Βουλευτές.
Το άλλο είδος πρότασης είναι να μειωθούν οι Βουλευτές, όπως κατά καιρούς έχουν προτείνει ο Γιώργος Παπανδρέου, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Σταύρος Θεοδωράκης. Να δημιουργηθούν δηλαδή ακόμα περισσότερες μονοεδρικές, με ακόμα λιγότερη αντιπροσώπευση και ακόμα μεγαλύτερη την ισχύ των κομματικών μηχανισμών. Ποιος άλλωστε ευνοείται περισσότερο από τη μείωση των Βουλευτών από εκείνους που έχουν κληρονομήσει ή δημιουργήσει με χρήματα έναν πανίσχυρο εκλογικό μηχανισμό; Ο Παπανδρέου μάλιστα είχε προτείνει εκλογή πάνω από 100 Βουλευτών μέσα από λίστα, χωρίς ψήφο. Απόλυτη δηλαδή αδιαφορία για τα θέλω του λαού και πλήρης παραχώρηση της εξουσίας στα παιδιά του κομματικού σωλήνα.
Υπάρχουν θετικές προτάσεις, όπως η πριμοδότηση με περισσότερες έδρες στο πρώτο κόμμα αναλογικά με το ποσοστό το οποίο συγκεντρώνει. Ακόμα και αυτές όμως συνοδεύονται από άλλες κομματικές προεκλογικές δεσμεύσεις για λιγότερους Βουλευτές, περισσότερες μονοεδρικές, περίεργες λίστες και τελικά χειρότερη αντιπροσώπευση. Οι σωστές αλλαγές στον εκλογικό νόμο δεν γίνεται να προέλθουν μέσα από τις προεκλογικές δεσμεύσεις ενός κόμματος, αλλά μόνο όπως προβλέπει το πνεύμα του Συντάγματος. Μέσα δηλαδή από εκτενή διάλογο στη Βουλή και με την ελεύθερη γνώμη των νομοθετών-αντιπροσώπων.
Σε 13 και σήμερα δημιουργούμε ένα νέο κοινοβούλιο και, αν έχουμε για παράδειγμα τα τελευταία δυόμισι χρόνια όπου η κομματική πειθαρχία είναι χαλαρότερη από ποτέ, είναι η ευκαιρία μας να πιέσουμε για να αλλάξουν τα πράγματα. Από τώρα μπορούμε να ρωτάμε τους υποψήφιους Βουλευτές για τον εκλογικό νόμο που εκείνοι θεωρούν σωστό. Ακόμα και μετά την εκλογή τους, μπορούμε να τους πιέσουμε προς ένα ορθολογικότερο εκλογικό σύστημα. Είναι υποχρέωσή τους να ακούν τα θέλω μας σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους, όχι μόνο όταν αυτή έχει πια τελειώσει, και είναι υποχρέωσή μας ως ενεργοί πολίτες να εκφράσουμε αυτά τα θέλω μας σε αυτούς που μας αντιπροσωπεύουν.
Δημήτρης Κοντογιάννης
Ενδεικτικά παραθέτω ένα βίντεο του CGPGREY (στα αγγλικά) για ένα από τα πιο σύγχρονα μοντέλα εκλογής, την μονή μεταβιβάσιμη ψήφο. Ήδη χρησιμοποιείται σε Αυστραλία και Ιρλανδία και πολλές άλλες χώρες. Με εκλογικά συστήματα όπως αυτό ή όπως η εναλλακτική ψήφος μπορεί να υπάρξει σωστή αντιπροσώπευση στις μονοεδρικές και καλύτερη διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών. Για να το δείτε πατήστε εδώ. Παρατηρείστε τον αριθμό των εδρών που θεωρείται σωστός ανά εκλογική περιφέρεια.
*Ακόμα και αν αντί για το σύνολο των ψηφοφόρων πάρουμε μόνο αυτούς που ψήφισαν κάποιο κόμμα που πέρασε τελικά πανελλαδικά το όριο του 3%, το ποσοστό φτάνει μόλις το 11,38%. Για τη διαδικασία προστέθηκαν οι σταυροί των υποψηφίων του νικητήριου κόμματος που τελικά δεν εξελέγησαν στις συνολικές ψήφους των άλλων κομμάτων που πανελλαδικά πέρασαν το 3%, αφαιρώντας έτσι τις ψήφους υπέρ του νικητήριου κόμματος, υπέρ κάποιου μη κοινοβουλευτικού κόμματος, τις λευκές και τις άκυρες. Καταλήγουμε έτσι σε σύνολο 154550 ψήφων, εκ των οποίων οι 17593 στους υποψηφίους που εξελέγησαν. Από εκεί προκύπτει το 11,38%