γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη:
Καλά, επί Κούλη εννοείται ότι θα άνοιγαν τα μαγαζιά και μαζί και οι ουρανοί. Αλλά ας το παραβλέψουμε προς το παρόν. Μετά τις βροχερές και πραγματικά κρύες μέρες για την εποχή (και την Ανάσταση, ωιμέ), θυμήθηκα πως διάβαζα ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Περίπατος στην Παλιά Αθήνα». Ήταν μια μικρή συλλογή από παλιές και σπάνιες φωτογραφίες μιας εντελώς διαφορετικής Αθήνας από τη σημερινή.
Μιας και οι εικόνες της Αθήνας που έχω είναι πρόσφατες και πολύ περιορισμένες, το βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαβάζω οτιδήποτε έχει σχέση με την πόλη του πριν.
Αυτό που έχω παρατηρήσει όμως, είναι πως κάθε φορά, σε κάθε τέτοιο βιβλίο, ο συγγραφέας του δεν μπορεί να κρατηθεί και να μην τοποθετηθεί σε προσωπικό επίπεδο.
Υπάρχει μια φωτογραφία από καρτ ποστάλ της εποχής, κοντά στο 1900, του Κηφισού. Είναι μια έγχρωμη, πανέμορφη φωτογραφία, με ένα γεφυράκι στο βάθος, δυο παιδάκια που πλατσουρίζουν, ένα γαϊδουράκι με ένα κάρο.
Στη λεζάντα διαβάζω: «Ο ποταμός Κηφισός, το 1905, όταν ήταν ακόμη γεωργικό προάστιο. Είχε και αυτός την τύχη του Ιλυσσού. Οι ιθύνοντες αφού έστρωσαν κακόγουστα με πέτρα και σκυρόδεμα τις κοίτες του, τη δεκαετία 1990-2000 επικαλύφθηκε πλήρως για να διαπλατυνθεί η Εθνική Οδός.»
Κι ακόμη μία, από τον Ιλυσσό: «Η κοίτη του άλλοτε Ιερού Ποταμού συνέχισε να καλύπτεται επί Μεταξά (θάπτομεν τον Ιλυσσόν) στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Αργότερα, το 1960, οι εργασίες συνεχίστηκαν για να δημιουργηθεί η οδός Καλλιρόης. Είμαστε ο μοναδικός λαός που αφού κατέστρεψε πρώτα τα ιστορικά – φυσικά ποτάμια της πρωτεύουσας, τα έκανε λεωφόρους.»
Πολλοί αναφέρονται στην Αθήνα ως «κατάντια». Αυτό το έχω ακούσει προσωπικά σε διάφορες συζητήσεις όπου λέω ότι δεν είμαστε από την Αθήνα, όμως ήρθαμε να ζήσουμε εδώ. Η απάντηση σχεδόν πάντα είναι η ίδια: Και φύγατε από τον παράδεισο για να έρθετε στην κατάντια της Αθήνας;
Αν οι Αθηναίοι (γενικεύοντας) θεωρούν την Αθήνα κατάντια, τότε σίγουρα δεν έχουν πάει πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη (και δεν ξέρω οι Θεσσαλονικείς τι γνώμη έχουν πλέον για την πόλη τους – γενικεύοντας πάλι).
Η Θεσσαλονίκη μπορεί να απέκτησε τη Νέα Παραλία που ναι, είναι όμορφη και πραγματικό (ευρωπαϊκών προδιαγραφών όσο γίνεται) στολίδι, όμως μοιάζει από τότε να ζει στη σκιά της.
Είναι λες και ολόκληρο το ενδιαφέρον και μόνη έγνοια να έγινε ξαφνικά αυτή η Νέα Παραλία, αφήνοντας την πραγματική Θεσσαλονίκη (που δεν είναι η Νέα Παραλία) να βουλιάζει στη μιζέρια της.
Στη Νέα Παραλία δεν υπάρχει ούτε πεσμένο φύλλο, αλλά έχετε πάει καθόλου στην Καλαμαριά; Στη Νέα Κρήνη; Στο Κορδελιό;
Μάλλον όχι. Αλλά κι εκεί Θεσσαλονίκη είναι.
Στις δυτικές συνοικίες που υποτίθεται επέλεγες να ζήσεις αν ήθελες περισσότερη άπλα, ησυχία, πράσινο (;) βλέπεις όλο και περισσότερους δρόμους από τους οποίους δεν περνάει πια κανείς. Όχι απλώς κλειστά μαγαζιά, σειρές από κλειστά μαγαζιά, τετράγωνα ολόκληρα στην ευθεία γεμάτα από κλειστά μαγαζιά, κι αν έχει απομείνει από κανένα ανοιχτό, άγνωστο το πόσο θα αντέξει.
Η αγορά της Θεσσαλονίκης έχει γονατίσει και η αγορά ΔΕΝ είναι (μόνο) η Τσιμισκή.
Όταν μιλάμε για μια μεγαλούπολη, τότε δεν μετράμε το κέντρο της ως την αγορά της. Για να επιβιώσει η πόλη χρειάζεται όλες τις μικρές αγορές σε κάθε γειτονιά της.
Κι αυτές έχουν πεθάνει από καιρό.
Κι ύστερα είναι και τα πάρκα.
Στο Βύρωνα δεν έχει υπάρξει μία μέρα που να μην συναντήσω υπαλλήλους του δήμου μέσα στα πάρκα.
Ούτε μία μέρα.
Τώρα το πόσο καλά ή όχι κάποιοι από αυτούς κάνουν τη δουλειά τους, είναι άλλο θέμα, όμως δεν έχει περάσει ούτε μέρα που να μη βρίσκονται εκεί.
Υπάρχουν βέβαια και πάρκα σε πολύ κακή κατάσταση όμως δεδομένων των συνθηκών (όλοι ξέρουμε πού ζούμε, πόσα να περιμένεις;) η γενικότερη εικόνα της περιοχής είναι παραπάνω από ικανοποιητική.
Στη Θεσσαλονίκη αντίθετα και τουλάχιστον στις περιοχές που έχω ζήσει κι έχω γυρίσει, στα πάρκα όχι απλώς δεν πηγαίνει κανείς να τα φροντίσει, αλλά είναι και από μόνα τους μια άθλια κατάσταση, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν κούνιες διαλυμένες.
Δεν υπάρχουν δέντρα.
Βγάλε το πιτσιρίκι μετά το Μάιο άμα θες.
Δεν υπάρχουν παγκάκια. Παγκάκια ρε παιδιά, να καθίσεις.
Δεν υπάρχει νερό.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, υπάρχουν πράγματα στην Αθήνα που τα λες και πολυτέλειες: Μικρές πλατείες με παγκάκια;
Πεζόδρομοι;
Δέντρα και λοφάκια και παρτέρια;
Πάρκα καθαρά;
Κέντρο υγείας που να λειτουργεί;
Τι λέτε ρε σεις. Κι όμως, αυτά στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον δε θα τα βρείτε.
Σίγουρα οι πόλεις μας έχουν γνωρίσει και καλύτερες εποχές. Σίγουρα και η Αθήνα έχει τη σκοτεινή, βρώμικη κι απαράδεκτη πλευρά της.
Όμως έχοντας εικόνες και καθημερινότητα για να συγκρίνω, «κατάντια» δεν τη λες.
Βέβαια, το να φτάνεις να λες «πολυτέλειες» τις αυτονόητες παροχές σε μια πολυπληθή πόλη, κάτι σημαίνει έτσι;
Όπως και το να φτιάχνεις ένα λεύκωμα με παλιές φωτογραφίες της πόλης σου, μη αντέχοντας να μην παρατηρήσεις/κατηγορήσεις τις καταστροφές που έγιναν πάντα στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της προόδου.
& Εκείνος:
Σήμερα σηκώθηκα γύρω στις 6:30 το πρωί (καινούργιο, γεροντίστικο χούι), ήπια στα γρήγορα ένα εσπρεσάκι (παλιό, από τα νιάτα μου χούι) και αφού έβαλα καπέλο και μπουφάν πήγα για τα «πρέπει» τέσσερα χιλιόμετρα περπάτημα στο δάσος που είναι στο πίσω μέρος τους σπιτιού μου. Όχι σε αυτό που είναι στην μπροστά πλευρά, αλλά σε αυτό στην πίσω. Στο δάσος. Πάμε άλλη μια φορά, ΟΧΙ πάρκο, ΟΧΙ άλσος, ΔΑΣΟΣ!
Κατά τη διάρκεια της βόλτας τάισα με φιστίκια που κουβαλάω σχεδόν πάντα στη τσέπη μου σε αυτές τις βόλτες, όλους τους ζητιάνους σκίουρους που συνάντησα και είπα καλημέρα σε μια συστάδα βράχων που ξέρω ότι φωλιάζει ο Όσκαρ, ένας πανέμορφος αλεπούδαρος με μια τεράστια κατακόκκινη φουντωτή ουρά. Συνήθως στην πρωινή μου βόλτα πετυχαίνω και μια οικογένεια από ελάφια αλλά σήμερα περιορίστηκα σε σκίουρους και δυο κουνέλια.
Μετά από άλλο ένα εσπρεσάκι και μερικές δουλειές που έπρεπε να κάνω και πριν τις 11, πήρα το λεωφορείο στο οποίο ΔΕΝ υπάρχει εισιτήριο καθ’ όλη την περίοδο της πανδημίας, και πήγα σε κοντινό εμπορικό κέντρο για να πάρω μελάνια, χαρτί και μερικά άλλα πράγματα που δεν βρίσκω στα γειτονικά μου καταστήματα και στη μία συνάντησα έναν φίλο που μένει στην περιοχή και φάγαμε παρέα γιουβετσάκι με χωριάτικη στο ελληνικό εστιατόριο του κέντρου. Κατά τις τρεις πάλι λεωφορείο ΧΩΡΙΣ εισιτήριο, επιστροφή στο σπίτι, αλλαγή ρούχων και πάλι στο δάσος, της μπροστινής πλευράς αυτή τη φορά, για την απογευματινή μου «πρέπει» βόλτα. ΟΧΙ πάρκο, ΟΧΙ άλσος, ΔΑΣΟΣ!
Αυτή τη φορά και στην «είσοδο» του δάσους αντί για σκίουρους συνάντησα μια ομάδα υπαλλήλων του δήμου που είχε μόλις κάνει έλεγχο καθαριότητας στο δάσος και παράλληλα σιγουρευτεί ότι οι κάδοι αχρήστων ήταν στη θέση τους, κανένας δεν είχε ανάψει καμιά φωτιά και κανένας δεν ενοχλούσε τα ζωάκια. Στο Δάσος.
Ζω σε μια χώρα που αν πετάξεις χαρτί στο δρόμο δεν είναι μόνο ο τρόπος που θα σε κοιτάξει – οποίος σε δει – που θα σε κάνει να ντραπείς αλλά το γεγονός ότι θα έρθει μετά από εσένα για να το μαζέψει και να το πετάξει στο κάδο που θα σε κάνει να νιώσεις σαν σκουλήκι. Σε μια χώρα που ο οδηγός αν υποπτευτεί ότι έχεις σκοπό να διασχίσεις τον δρόμο θα σταματήσει γιατί ο πεζός έχει πάντα την προτεραιότητα του σεβασμού, σε μια χώρα που τους μόνους που έχω δει να σπρώχνουν και να παραπονιούνται σε ουρά ήταν την μια φορά Ιταλός και την άλλη …Έλληνας. Σε μια μεγαλούπολη που ο άγνωστος περαστικός θα σου πει «καλημέρα» κι αν σε δει μπερδεμένο ή χαμένο, θα σε ρωτήσει πως μπορεί να σε βοηθήσει.
Περιμένετε, δεν εξιδανικεύω την Σουηδία. Υπάρχουν όλα τα φρούτα, δυστυχώς. Υπάρχουν ξενοφοβικοί φασίστες, ναζιστές και ρατσιστές ακόμα και στη Σουηδική Βουλή. Αλλά οι περισσότεροι κι όχι από τον καναπέ τους, είναι εκεί για να σου δείξουν – ειδικά του πρόσφυγα και του μετανάστη – ότι οι Σουηδοί ΔΕΝ είναι ξενοφοβικοί, ρατσιστές ή φασίστες ναζιστές. Είναι μια κοινωνία σε αρμόνια με τον άνθρωπο και την φύση που θεώρει τον εαυτό της προστάτη/υπερασπιστή του περιβάλλοντος αν θέλει να επιβιώσει, όπου περιβάλλον δεν είναι μόνο τα λουλουδάκια και τα δεντράκια αλλά και ο άνθρωπος και οι πόλεις. Μεγάλη κουβέντα τώρα και πώς να εξηγήσεις σε δυο γραμμές ότι όταν μιλάμε για περιβάλλον τα στοιχείο άνθρωπος συμπεριλαμβάνεται. Αλλά οι Σουηδοί το καταλαβαίνουν, το ξέρουν.
Αλλά …ποιος τα χέζει τα χαρτάκια στο δρόμο και τα σκιουράκια, άλλη είναι η ερώτησή σας, έτσι δεν είναι; Πάμε λοιπόν στην ερώτηση που σας καίει. Καλά όλα αυτά κι ωραία τα πάρκα, τα δάση και η ανακύκλωση αλλά… η Σουηδία μετράει 4,400 θανάτους σήμερα. Η Ελλάδα χωρίς πάρκα και ανακύκλωση μόνο 176 θανάτους. Και ξέρετε ήδη η αντιπολίτευση έχει αρχίσει να κατηγορεί την κυβέρνηση για ανικανότητα παρόλο ότι ξέρει ότι αν ήταν κυβέρνηση …ακριβώς τα ίδια θα έκανε. Αυτό γιατί συνταγματικά και για κύριο λόγο ότι μια εθνική κρίση δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πολιτική αρένα, την ευθύνη για την αντίδραση στον κοροναϊό ΔΕΝ τον είχε και δεν τον έχει η Σουηδική κυβέρνηση αλλά ο αντίστοιχος υπερκομματικός επιδημιολόγος του Τσιόρδα, κύριος ‘Αντερς Τεγκνέλ. Ο κύριος Αντερς Τεγκνέλ λοιπόν σε πλήρη αντίθεση με τον Τσιόρδα έχει την τελευταία λέξη και η κυβέρνηση απλά εκτελεί χωρίς κουβέντα. Όποια κι αν ήταν ή είναι αυτή η κυβέρνηση. Το δεύτερο που πρέπει να ξέρετε είναι ότι συνταγματικά απαγορεύεται στη Σουηδία το μέτρο της καραντίνας που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, Ιταλία κλπ. Δεν μπορεί η Σουηδική κυβέρνηση να υποχρεώσει τους κατοίκους να μην κυκλοφορούν και να συναναστρέφονται ελεύθερα. Αν το έκανε θα έμπλεκε σε μια σειρά από δίκες που δεν θα τελείωναν καθόλου καλά γι’ αυτούς που έδωσαν την εντολή αδιάφορου του αριθμού των νεκρών.
Κοιτάξτε, το τίμημα των 4,400 νεκρών είναι ΠΑΡΑ πολύ βαρύ αναμφίβολα, αλλά όπως λένε γιατροί και επιδημιολόγοι σε όλο τον κόσμο είμαστε ακόμα μακριά από το …τέλος και κανένας δεν ξέρει ακόμα τι έρχεται, ή γιατί η Σουηδία είχε τόσους νεκρούς ενώ η Ελλάδα τόσους, ή πόσοι θα είναι σε ένα μήνα κι αν η αγέλη βοηθά ή η απομόνωση. Έτσι καλό θα ήταν πριν αρχίσουμε να κρίνουμε να περιμένουμε να δούμε το αποτέλεσμα γιατί …μηδένα προ του τέλους κακάριζε! Αυτό είναι το ένα, το άλλο, το λιγότερο επιστημονικό είναι το πώς αισθάνομαι εγώ και ο ευρύτερος κύκλος μου με μέλη του από χώρες που έχουν πληγεί άσχημα όπως η Ιταλία ή η Ισπανία.
Σαφώς αν ζούσα στην Ελλάδα θα υπάκουα και θα ζούσα όπως οι περισσότεροι την καραντίνα και τα ακόλουθά της πνίγοντας τι όποιες τάσεις φυγής και εξόδου. Αλλά δεν ζω, και το γεγονός ότι συνέχισα να πίνω καφέ με φίλους, να πηγαίνω στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο για βιβλία μια φορά τη βδομάδα και σε δυο εκθέσεις ζωγραφικής τους τελευταίους δυο μήνες μου έχει κάνει καλό. Δεν ένιωσα αυτό το μαύρο σύννεφο του ανυπεράσπιστου και του κυνηγημένου να πλακώνει την ψυχή μου στον καθημερινό εγκλεισμό. Δεν ξέρω για τις επιχειρήσεις και τις μετοχές αλλά εγώ, αν και αντιλαμβάνομαι την επικινδυνότητα και σοβαρότητα της κατάστασης δεν ένιωσα ότι …κινδυνεύω. Ψευδαίσθηση; Πιθανώς! Αλλά αυτή η έστω ψευδαίσθηση κανονικότητας βοήθησε την καθημερινότητα μου. Δεν ένιωσα πιεσμένος. Ένιωσα ότι πραγματικά από σεβασμό στον πλησίον μου κρατάω και κρατάει αποστάσεις, ένιωσα ότι από ενδιαφέρον για μένα δεν υπήρξαν στριμωξίδια και ουρές κι από ενδιαφέρον για τον πλησίον μου δεν ανταλλάξαμε χειραψίες και αγκαλιές. Χωρίς νόμους, πρόστιμα και …χαφιεδιλίκια, όπως αρμόζει στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι αυτό με κάνει να νιώθω καλύτερα που ζω εδώ. Ένιωσα ότι αυτή η αξιοπρέπεια μπροστά σε ένα εθνικό κίνδυνο ένωσε τη Σουηδική κοινωνία περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη σύγχρονη ιστορία της. Στη Σουηδία των 4,400 νεκρών.
Και τώρα θα με συγχωρέσετε αλλά πρέπει να πάω στο ΔΑΣΟΣ για τη βραδινή μου βόλτα. Να ταΐσω και τα σκιουράκια!