γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη
Είναι πάρα πολλές οι ιστορίες ανθρώπων την τελευταία δεκαετία που έφυγαν από την Ελλάδα για να βρούνε την τύχη και την ησυχία τους σε άλλη χώρα. Τώρα με την αύξηση (γκουχ) του κατώτατου μισθού είχαμε ακόμη μια αφορμή να ξαναπιάσουμε αυτές τις ιστορίες (που πάντα συνοδεύονται από τις εξής σκέψεις μία: Να φύγω.) Λες και ο άνθρωπος δε μεταναστεύει από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, αλλά τέλος πάντων, ας μείνουμε στα δικά μας.
Κάποιοι τα κατάφεραν και τακτοποιήθηκαν και κάποιοι άλλοι γύρισαν πίσω. Έχω όμως την εντύπωση ότι όλοι υπόλοιποι που παραμένουν στη θέση τους έχουν εντελώς λάθος εικόνα για τους μεν και τους δε.
Αυτός που φεύγει δεν είναι αποτυχημένος ή δειλός και αυτός που μένει πίσω δεν έχει κανένα καθήκον να φυλάει τις Θερμοπύλες ξερωγώ. Αυτός που έχει φύγει κι έχει γυρίσει δεν είναι ούτε υπερευαίσθητος, χαμένος ή κότα. Κι αυτός που αποφάσισε να μείνει και τελικά έφυγε δεν είναι προδότης.
Έλεος κάπου;
Γη της επαγγελίας δεν υπάρχει πουθενά. Κάθε χώρα έχει τους ανθρώπους της και σε κάθε χώρα θα γνωρίσεις καλούς και κακούς ανθρώπους. Όπως κι εδώ.
Κάθε χώρα έχει το κράτος και το σύστημά της κι αλλού λειτουργεί καλύτερα κι αλλού χειρότερα, αλλού το κράτος δουλεύει για τον πολίτη του κι αλλού ο πολίτης δουλεύει για να κάθεται το κράτος. Όπως κι εδώ.
Υπάρχουν αυτοί που θα βολευτούν μια χαρά με ένα βασικό μισθό σε μια δουλειά τυχαία, κι ας είναι εντελώς άσχετη από αυτά που σπούδασαν. Γιατί εκεί – όπου κι αν είναι το εκεί – ίσως το κράτος δουλεύει για τον πολίτη του κι αυτό τους επιτρέπει να ζουν απλά αξιοπρεπώς κι αυτό για κάποιους είναι παραπάνω από αρκετό. Υπάρχουν κι αυτοί που νομίζουν ότι θα κάνουν λεφτά και γυρίζουν πίσω απογοητευμένοι όταν θα διαπιστώσουν ότι δε θα βγάλουν τίποτα παραπάνω από όσα χρειάζονται για να ζουν. Θα ζουν όμως.
Τα πράγματα δεν είναι ρόδινα κι εύκολα πουθενά. Όταν αποφασίζεις να φύγεις το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να νομίζεις ότι θα σε περιμένει η υπεργαμάτη θέση εργασίας και η βαλίτσα με τα λεφτά στο αεροδρόμιο. Θα δουλέψεις, όπως όλοι, θα μαρτυρήσεις, θα φτύσεις αίμα, και κάποτε θα τακτοποιηθείς. Ίσως. Αν στο μεταξύ η νοσταλγία δε σε έχει κάνει να γυρίσεις πίσω. Ή η πολλή συννεφιά. Ή δε σε διώξουν όλοι αυτοί που θα σε βλέπουν και θα σε αντιμετωπίζουν σαν ξένο και παρείσακτο και θα στο λένε και θα στο δείχνουν σε κάθε ευκαιρία. Για πάντα.
Ξένος θα είσαι πάντα. Για πάντα. Κι αυτό το πάντα πρέπει να προετοιμαστείς για να το αντέξεις.
Αν δημιουργήσεις οικογένεια στο εξωτερικό, θα πρέπει να προετοιμαστείς επίσης να αντέξεις το γεγονός ότι τα παιδιά σου δε θα έχουν την ίδια πατρίδα με σένα. Εσένα θα σου λείπει ένας τόπος που τα παιδιά σου δε θα έχουν γνωρίσει ποτέ και τίποτα δε θα τα δένει μαζί του. Θα περάσουν τα χρόνια και θα είσαι τελικά ξένος και για τις δυο πατρίδες σου: Και γι’ αυτή που άφησες πίσω σου αλλά και γι’ αυτή που επέλεξες (ή αναγκάστηκες) να ζήσεις. Τα παιδιά σου θα ανέχονται όλη τη σαπίλα και τη σκατίλα του ρατσισμού κι ας είναι περισσότερο Άγγλοι, Γερμανοί, Φινλανδοί ή Σουηδοί από πολλούς Άγγλους, Γερμανούς, Φινλανδούς ή Σουηδούς. Μα θα έχουν έναν ξένο γονιό και πιθανώς ξένο επίθετο. Πολύ πιθανό μέχρι την εφηβεία τους να ντρέπονται για σένα και για τα σπασμένα, αστεία αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ή σουηδικά σου. Εσύ την προφορά θα την έχεις για πάντα. Εκείνα όχι. Γιατί θα έχουν γεννηθεί εκεί. Μα κι εκείνα θα είναι πάντα ξένα. Όπως εσύ. Κι ας έχουν γεννηθεί εκεί. Κι ας έχουν γνωρίσει για πατρίδα τους μόνο εκείνη, την άλλη χώρα.
Το εκεί μπορεί να γίνει άνετα εδώ. Γιατί κι εδώ έχουν υπάρξει (κι υπάρχουν) άνθρωποι που έκαναν την Ελλάδα πατρίδα τους από επιλογή ή από ανάγκη. Που νιώθουν και αντιμετωπίζονται σαν ξένοι και στις δυο πατρίδες τους, αυτή που άφησαν κι αυτή που ζούνε τώρα. Τα παιδιά τους είναι πολύ περισσότερο Έλληνες από πάρα πολλούς ελληναράδες μα αυτό δε θα τους το μάθει κανείς. Θα πρέπει να ανέχονται τη διάκριση, τον αποκλεισμό, την κοροϊδία, το χλευασμό, την κακοποίηση.
Όπως και τα δικά σου παιδιά αν ήσουν εκεί κι όχι εδώ.
Το καλύτερο που έχεις να κάνεις σαν μετανάστης-είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή- είναι να ξεχάσεις τα όσα ήξερες μέχρι τώρα. Να ξεχάσεις το ποιος ήσουν μέχρι τη στιγμή που έφυγες. Στην πατρίδα που άφησες μπορεί να ήσουν κάποιος. Κι ήσουν κάποιος γιατί έχεις πίσω έναν ολόκληρο μικρό στρατό από συγγενείς, ρίζες, γνωστούς και φίλους. Και παρελθόν και αναμνήσεις. Εκεί που πας είσαι ένα τίποτα. Έχεις φυτρώσει. Μπορεί να έχεις χίλια δυο χαρίσματα, δεξιότητες και ταλέντα, μα θα περάσει υπερβολικά πολύς χρόνος μέχρι να μπορέσεις να τα δείξεις σε κάποιον, γιατί θα παλεύεις να επιβιώσεις πρώτα και μετά να τακτοποιηθείς. Αν τα καταφέρεις ποτέ. Οι αναμνήσεις σου δε θα ενδιαφέρουν κανέναν γιατί δε θα υπάρχει τίποτα οικείο για να ταυτιστούν. Θα τις καταπιείς όλες. Για πάρα πολύ καιρό. Και πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να το αντέξεις και αυτό.
Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις σα μετανάστης είναι να τα ξεχάσεις όλα και να ενσωματωθείς με κάθε τρόπο στον τόπο που ζεις.
Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σαν μετανάστης είναι να ψάξεις να βρεις συμπατριώτες σου και να προσκολληθείς μαζί τους, να γκετοποιηθείς. Δε θα ενσωματωθείς ποτέ σου και πάντα θα σου λείπουν οι φίλοι σου, οι καφετέριες, τα σουβλάκια, οι παραλίες, ή το δεν ξέρω τι.
Το μυαλό του ανθρώπου έχει την εκπληκτική ικανότητα να φιλτράρει τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει(ς). Θα δεις ότι όλα αυτά που σε έδιωξαν εξ αρχής από τη χώρα σου ξαφνικά σου λείπουν και δεν τα βρίσκεις και τόσο άσχημα. (Εκτός αν κάποιος σου έχει ανατινάξει το σπίτι και τη μισή σου οικογένεια). Γιατί το μυαλό σου θα τα έχει φιλτράρει, κι από το μποτιλιάρισμα κάθε πρωί για να φτάσεις στη δουλειά σου θα θυμάσαι την Πλάκα και τις βουκαμβίλιες της, κι από την κίνηση και τα δεκάευρα στις ξαπλώστρες και το τάλιρο για έναν νερουλό καφέ θα θυμάσαι τα ηλιοβασιλέματα και τα μπιτσόμπαρα και τα νησιά, από τις λακούβες στους δρόμους και τις ουρές στα ταμεία και τη γραφειοκρατία θα θυμάσαι τους φίλους σου, τη γειτονιά σου, και όλα ξαφνικά θα σου φαίνονται τόσο όμορφα και θα είσαι με το ένα πόδι στο αεροδρόμιο. Και δε θα ενσωματωθείς ποτέ σου.
Κι αν γυρίσεις πίσω, θα φιλήσεις τα πατώματα και θα χαμογελάς ηλίθια σε όλο τον κόσμο, μέχρι η πραγματικότητα να σε ξυπνήσει με ένα χαστούκι (ή μια μπουνιά στο σαγόνι). Και θα θέλεις ίσως να ξαναφύγεις, ή αν μείνεις, δε θα ενσωματωθείς ξανά ποτέ. Θα είσαι ξένος. Παντού.
Η μετανάστευση είναι μια ιστορία γεμάτη πίκρα. Κανείς δεν αφήνει τον τόπο του αν κάτι πρώτα δεν τον έχει διώξει. Υπάρχουν κι αυτοί που έχουν κάνει πατρίδα το αμάξι τους και γυρνούν όλο τον κόσμο από λόξα, μα αυτοί είναι ταξιδιώτες και όχι μετανάστες και υπάρχει διαφορά ίση με το χάος.
Κάθε γενιά μεταναστών είναι μια γενιά νεκρή. Από τη στιγμή που φεύγεις, να ξέρεις πως δεν υπάρχεις. Τα παιδιά σου μάλλον θα έχουν μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή, όμως εσύ θα έχεις χαθεί. Θα είσαι απλά το μέσο για να έχουν τα παιδιά σου την καλύτερη ζωή που εσύ αναζητούσες. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ενσωματωθείς, να αφήσεις τον τόπο που βρέθηκες να σε αφομοιώσει.
Το πού θα ζήσει κάποιος και πού θα γεννήσει τα παιδιά του είναι δικαίωμά του. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του στερήσει αυτή την προσπάθεια. Το αντίθετο μάλιστα, είναι υποχρέωση όλων μας να βοηθάμε κάθε ξένο να μην είναι πια ξένος. Είναι ο μόνος τρόπος να συνυπάρξουμε. Και θέλω πολύ να συνυπάρχω με όλους τους ανθρώπους γύρω μου. Να μάθω τις ιστορίες και να μαγειρεύω τις συνταγές τους, να χορεύω τους χορούς τους και να κρατήσω όσα έθιμά τους μου αρέσουν και να χαίρομαι με τις χαρές τους και να λυπάμαι με τις λύπες τους και να γιορτάζω κι εγώ με τις γιορτές τους και να βλέπω κρεμασμένα σημαιάκα από όλες τις χώρες του κόσμου στα μπαλκόνια και να ζω σε μια γειτονιά πολύχρωμη κι ελεύθερη. Γιατί δε θέλω να είμαι αυτός ο Έλληνας που διώχνει τα προσφυγάκια από το σχολείο των παιδιών του για να μην το μολύνουν. Δεν είμαι αυτός ο Έλληνας που κάνει τους διπλανούς του να ντρέπονται για την καταγωγή τους και να μιλάνε ψιθυριστά.
Όταν ξεχωρίζεις και διώχνεις τους ανθρώπους τους αναγκάζεις να απομονωθούν και να γκετοποιηθούν και να κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβιώσουν. Κι αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει και την παρανομία. Κι εσύ το ίδιο θα έκανες. Όταν κινδυνεύει η ζωή σου, κοιτάς να σωθείς μ’ όποιον τρόπο μπορείς. Όλοι όσοι αφήνουν τον τόπο τους θέλουν απλά να ζήσουν.
Καλό θα ήταν να τα θυμόμαστε όλα αυτά. Γιατί όλοι μας είμαστε παιδιά προσφύγων και μεταναστών. Όλοι.
& Εκείνος
Κάθε φορά που βλέπω ότι η Κατερίνα ξεκινάει θέμα με τους Έλληνες του εξωτερικού …παίρνω βαθιά ανάσα. Προσοχή, όχι αναστεναγμός, βαθιά ανάσα.
Βλέπετε εγώ ανήκω σε αυτούς που έχουν ακούσει και το «μη μιλάς, είσαι ξένος» αλλά και το «τι μιλάς; Αφού δεν ζεις εδώ.» Εγώ που τώρα όταν έρχομαι στην Ελλάδα νιώθω και λίγο ξένος, ενώ όταν επιστρέφω πίσω νιώθω λίγο στο σπίτι μου. Εγώ που δεν έφυγα από την Ελλάδα ψάχνοντας για δουλειά αλλά και χωρίς να με κυνηγάνε τράπεζες και μνημόνια.
Πριν από αρκετά χρόνια έγραψα ένα δοκίμιο για το τι κάνει κάποιον να μεταναστεύσει και δεν ήταν αναφορά στους Έλληνες μετανάστες αλλά στη πολύχρωμη κοινωνία των μεταναστών από όλο τον κόσμο στην Φιλανδία και συγκεκριμένα στο Ελσίνκι. Αυτό πολύ πριν τα ελληνικά μνημόνια, την οικονομική κρίση στην Ευρώπη και την πρώτη θέση στα εκπαιδευτικά συστήματα της Φιλανδίας κι όταν όλοι νόμιζαν ακόμα ότι η ΝΟΚΙΑ ήταν στην Ιαπωνία.
Η απάντηση με ένα τελείως σχιζοφρενικό τρόπο, κρυβόταν πίσω από την πρώτη ερώτηση που σου κάνουν οι Φιλανδοί όταν σε γνωρίσουν και αφού ξεπεράσουν τα τυπικά. «Μα γιατί στη Φιλανδία;» Και στο λένε με τη συνοδεία μιας χαρακτηριστικής χειρονομίας σαν να θέλουν να σου δείξουν αυτό που σε περιβάλλει, αρκτικό κρύο με θερμοκρασίες πολλές φορές κάτω από τους -20, χιόνι και σκοτάδι έξη με οκτώ μήνες. Και το βλέπεις στα ματιά τους πως όταν ακούν Ελλάδα, Ισπανία, Τουρκία, Ταϊλάνδη, βλέπουν παραλίες με τεράστιες αμμουδιές, ήλιο και ζέστη, ανθρώπους χαμογελαστούς. Γατί στη Φιλανδία λοιπόν;
Υπήρχαν όλες οι λογικές απαντήσεις. Για λόγους οικονομικούς, για να ξεφύγουν από κάτι, γιατί κάποιον ήξεραν, κάτι είχαν ακούσει, κατά τύχη. Υπήρχαν και πολλοί λόγω συντρόφου. Τίποτα δεν ήταν αρκετό, αυτό που έλειπε ήταν γιατί οι περισσότεροι ήταν «φευγάτοι». Γιατί είχαν γεννηθεί φευγάτοι και δεν τους κρατούσαν τα σύνορα της πατρίδας τους, γιατί ήθελαν να γνωρίσουν και να μάθουν, γιατί ήταν περίεργοι.
Βλέπετε δεν φτάνει το οικονομικό, τα μνημόνια ή οτιδήποτε άλλο που θα σε κάνουν να φύγεις αν δεν το έχεις και λίγο μέσα σου το …φευγάτο. Πολύ περισσότερο, τίποτα δεν είναι αρκετό να σε κρατήσει σε μέρη που είναι εξωγήινα και πολλές φορές εχθρικά στο ότι έχει συνηθίσει το μυαλό και το σώμα σου. Πολλοί που μετανάστευσαν λόγω των μνημονίων ήδη ψάχνουν λόγους και δικαιολογίες για να γυρίσουν. Κάποιοι δεν θα γυρίσουν, παρ’ όλες τις δυσκολίες που σας βεβαιώ είναι πολλές. Δεν θα γυρίσουν γιατί ήταν από πάντα φευγάτοι απλά δεν το είχαν καταλάβει μέχρι που έφυγαν.
Σε αυτούς συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ, φευγάτος και περίεργος. Έτοιμος να γευτώ τις πιο παράξενες γεύσεις, να τρέξω σε στέπες με τάρανδους και να κάνω σκι σε παγωμένες λίμνες. Να γνωρίσω ανθρώπους και να ακούσω διαφορετικές γλώσσες. Να δω εκφράσεις και αντιδράσεις. Να γίνω φίλος με Λάπωνα και να μοιραστώ λαχανόσουπα με Ρώσο. Όχι να επισκεφτώ αλλά να ζήσω.
Αυτά από έναν φευγάτο μετανάστη, εγγόνι προσφύγων.
ΥΓ. Έχω γνωρίσει Έλληνες που δεν μπορούν να φανταστούν να μετακομίσουν από Θεσσαλονίκη Αθήνα ακόμα κι όταν πρόκειται για επαγγελματικούς λόγους, όχι να αλλάξουν χώρα. Τίποτα μεμπτό, απλά δεν το …έχουν.
ΥΓ. Το έχω γράψει πολλές φορές θα το ξαναγράψω, κάθε φορά που κάποιος ξένος μετανάστης ή πρόσφυγας ταλαιπωρείται στη Ελλάδα είναι σαν να παίρνει συγχωροχάρτι ο κάθε αλήτης Φιλανδός, Γερμανός, Άγγλος, Γάλλος, Πορτογάλος που έχει ταλαιπωρήσει εμένα ή οποιοδήποτε άλλο Έλληνα στο εξωτερικό.