γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη
Θυμάμαι πριν χρόνια, ένα βασανιστικά ζεστό και υγρό καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη, Κυριακή, να είμαστε στη γιαγιά και να βλέπουμε ειδήσεις. Στην Ιταλία, ένας πατέρας πηγαίνοντας στη δουλειά – και πρώτα στο σχολείο να αφήσει το παιδί του – ξέχασε το σχολείο και το παιδί και πήγε κατευθείαν στη δουλειά, αφήνοντας το παιδί στο αυτοκίνητο το οποίο μετά από κάποιες ώρες πέθανε. Θυμάμαι ότι είχα γίνει έξαλλη κι έβριζα τον ηλίθιο, τον άχρηστο πίθηκο, τον δολοφόνο, που δεν του άξιζε να έχει παιδί. Και θυμάμαι τη γιαγιά σοκαρισμένη να λέει «Θεέ μου, πόσα να είχε στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος για να φτάσει να ξεχάσει το παιδί του μέσα στο αυτοκίνητο».
Τότε δεν είχα παιδιά. Αδυνατούσα να καταλάβω το σχόλιο της γιαγιάς. Ήταν αδιανόητο.
Κάποια στιγμή είχα μια φίλη, ίδια ηλικία πάνω κάτω, εκείνη μόνη, χωρίς σύντροφο και παιδιά, εγώ με δυο παιδιά. Όταν μιλούσαμε σοβαρά, ένιωθα σα να μιλούσα με παιδί. Εκείνη ζούσε ακόμη με τους γονείς της και χωρίς κανένα πλάνο διαφορετικό, δε με ρώτησαν να με γεννήσουν μου έλεγε, δική τους ευθύνη η ζωή μου, να με φροντίζουν, να με ταΐζουν όσο χρειαστεί, μα είσαι 32 χρονών της έλεγα, δεν πάει ακριβώς έτσι, ήταν αδύνατο να συνεννοηθούμε, δεν μπορούσε να καταλάβει τη λογική μου και το πιστεύω ότι πράγματι, αυτά που της έλεγα της έμοιαζαν παράλογα. Όπως και σε μένα κάποτε η αντίδραση της γιαγιάς.
Ίσως να ήταν απλώς μια περίπτωση ανεύθυνου, φυγόπονου και κακομαθημένου ενήλικα, ίσως επειδή ήταν μόνο το παιδί κάποιου. Δεν ξέρω.
Πάντως το χάσμα μεταξύ μας ήταν τόσο μεγάλο που η φιλία μας ήταν αδύνατον να κρατήσει. Εκείνη ήταν μόνο παιδί. Εγώ ήμουν και γονιός. Το παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει τον γονέα και ο γονέας ζητούσε κατανόηση κι υπευθυνότητα μα έλειπε κάτι βασικό, ένας διαμεσολαβητής: Ένα παιδί, ανάμεσα στο παιδί και τον γονέα.
Χρόνια πια μετά από εκείνο το καλοκαίρι, με δύο παιδιά, με τσακώνω κάθε πρωί πριν φύγουμε για το σχολείο να μουρμουρίζω θερμοσίφωνας κλειστός, κουζίνα σβηστή, παράθυρα κλειστά, κλειδιά πήρες, βγαίνουμε, κλείδωσες, κι ύστερα προς το μεσημέρι στο κινητό να χτυπάνε ξυπνητήρια δέκα λεπτά πριν το σχόλασμα …για να μην ξεχάσω. Να μην ξεχάσω το αυτονόητο, το αδιανόητο να ξεχαστεί, το σχόλασμα. Και πάλι από την αρχή. Και τη θυμάμαι πολύ συχνά εκείνη τη μέρα τότε, που εγώ ήμουν ακόμα μόνο το παιδί κάποιου (έστω ενήλικο), ενώ η γιαγιά είχε υπάρξει και το παιδί κάποιου αλλά και γονιός.
Και είναι χαοτική η διαφορά μέσα στον ίδιο άνθρωπο όταν είναι ακόμα μόνο το παιδί κάποιου κι όταν είναι το παιδί κάποιου αλλά και γονιός κάποιου άλλου. Το παιδί που είναι μοιάζει να εξαϋλώνεται μέσα σε μια ευθύνη που του ουρλιάζει κάθε μέρα, κάθε λεπτό ΠΡΟΣΕΧΕ! Γιατί είναι γονιός κι είναι ένα βάρος που το νιώθεις κάθε στιγμή ασήκωτο αλλά ακόμα κι αν προσπαθήσεις να θυμηθείς το πώς ζούσες χωρίς αυτό, δεν το καταφέρνεις. Νιώθεις σαν να ήσουν γονιός από πάντα.
Το χάσμα μεταξύ του παιδιού που υπήρξες και του γονέα που είσαι, τις περισσότερες φορές της καθημερινότητάς μας είναι αγεφύρωτο.
Όμως υπάρχουν κάποιες στιγμές προσωπικής αναλαμπής που έρχονται φευγαλέα και θυμάσαι, θυμάσαι όλες εκείνες τις φορές από τότε που ήσουν μόνο το παιδί κάποιου και τα λάθη του γονέα ήταν πάντα τραγικά και ανεπίτρεπτα και ασυγχώρητα, γιατί εσύ ήσουν το παιδί και ο γονιός η ευθύνη κι εσύ δεν είχες καμία ευθύνη, μόνο ο γονιός.
Τις προάλλες περιμένοντας τα παιδιά να σχολάσουν, καθόμουν δίπλα σε μια μαμά με παιδί στην ηλικία του δικού μου, ίδια τάξη, άλλο τμήμα. Έκλαιγε αλλά προσπαθούσε να μην το δείξει κι εγώ το κατάλαβα αλλά έκανα πως δεν κατάλαβα, πιάσαμε κουβέντα στο άσχετο και μετά από δυο-τρία τυπικά τι κάνεις πώς είσαι, άρχισε να τα βγάζει όλα κι εγώ μόνο να ακούω.
Δουλειά δεν είχε σταθερή, ένα μεροκάματο εδώ κι εκεί και όποτε, ρούχα για το παιδί μάζευε από όσα της έδιναν, κάθε Κυριακή έφτιαχνε ένα κέικ και το μοίραζε σε κομμάτια για όλες τις μέρες της εβδομάδας, ένα κομμάτι το πρωί για πρωινό, ένα για κολατσιό στο σχολείο, ένα για το απόγευμα, δεν ακουμπούσε κανείς από αυτό το κέικ ούτε ψίχουλο, να φτάσει για το παιδί γιατί εκείνη υπήρξε κάποτε παιδί κάποιου αλλά τώρα ήταν γονιός κι αυτό εκμηδένιζε το παιδί που υπήρξε και υπήρχε πια μόνο η ευθύνη.
Και δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι μάλλον κι αυτό το παιδί, όπως ίσως και τα δικά μου, όπως κι εγώ κάποτε κι εκείνο το καλοκαίρι στο σπίτι της γιαγιάς, θα βλέπει μόνο τις ευθύνες του γονέα και τα λάθη δε θα επιτρέπονται, και για όσα θα έχει ή δε θα έχει θα φταίει πάντα ο γονιός, μέχρι να υπάρξει κι εκείνο γονιός και καταλάβει.
Κι όλο αυτό είναι ένας κύκλος που γυρίζει χωρίς να καταλήγει πουθενά. Και μόνο όταν παρεμβάλλονται παιδιά ανάμεσα σε μας και τους γονείς μας ο κόσμος μοιάζει να έχει ένα πραγματικό νόημα.
Γιατί τα παιδιά μας θυμίζουν και τα παιδιά που υπήρξαμε εμείς και τις παράλογες αξιώσεις μας, μας θυμίζουν τις ευθύνες των γονιών κι εμείς ως γονείς ξέρουμε πια πως οι γονείς μας δεν ήταν ποτέ υπεράνθρωποι όπως δεν είμαστε κι εμείς, και μάλλον όσο και να προσπαθήσουμε, όσο καλά κι αν τα καταφέρουμε πάντα θα υπάρξει μια ευθύνη κι ένα λάθος να μας κατηγορήσουν τα παιδιά μας. Ίσως. Μέχρι ο κύκλος να ξανακλείσει με ένα ακόμη παιδί ανάμεσα σε μας και τα παιδιά μας.
& Εκείνος
Όταν γεννήθηκε η κόρη μου έκανα μια ευχή και μια υπόσχεση. Η υπόσχεση ήταν ότι κάθε φορά που η κόρη μου θα κάνει κάτι που θα με «ενοχλεί» να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι όταν εγώ ήμουν παιδί, στην ανάλογη ηλικία, έκανα τα ίδια ίσως και χειρότερα. Η ευχή μου ήταν η κόρη μου να μην κάνει αυτά που έκανα εγώ σε αντίστοιχες ηλικίες. Ο συνδυασμός και των δυο με έχει βοηθήσει να επιβιώσω παιδική και εφηβική ηλικία και μόνο όποιος έχει κόρη σε εφηβική ηλικία καταλαβαίνει τι λέω.
Ειρωνεία ή καλύτερα η εκδίκηση των γονιών για όσα τους κάναμε έρχεται με τα δικά μας παιδιά. Η πεμπτουσία του γνωμικού ότι η εκδίκηση είναι πιάτο που τρώγεται κρύο και ο πατέρας μου πρέπει να χόρτασε εκδίκηση με την κόρη μου. Το ευτύχημα; Δεν ήταν τόσο άσχημα όσο ήταν η δικιά μου εφηβεία και το λέω με αναστεναγμό ανακούφισης. Για να σας δώσω να καταλάβετε το μέγεθος της …εφηβείας μου θα σας πω μια μόνο λέξη: μηχανές. Από εκεί και πέρα αφήστε τη φαντασία σας να δει τα υπόλοιπα και συνδυάστε το με τη δεκαετία του ’70.
Υπήρξαν και υπάρχουν στιγμές που δεν καταλαβαίνω τι λέει η κόρη μου ή καλύτερα τι δεν λέει. Κουνάω το κεφάλι μου με κατανόηση, προσπαθώ να φανταστώ και μετράω μέσα μου μέχρι το δέκα για να μην αφήσω την παράνοια να κυριαρχήσει στα όποια άλλα αισθήματα με πλημμυρίζουν. Και κάτι τέτοιες στιγμές θυμάμαι κι εγώ, όπως ακριβώς η Κατερίνα, την γιαγιά μου να λέει ευχή και κατάρα: «περίμενε, θα κάνεις κι εσύ παιδιά και θα καταλάβεις». Και κατάλαβα.
Η κόρη μου με άλλαξε. Υπάρχει ο Θανάσης προ κόρης και ο Θανάσης μετά κόρης. ΘπΚ και ΘμΚ. Δεν συγκρίνονται. Είναι δυο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι και δεν υπάρχει καλύτερος ή χειρότερος. Υπάρχω εγώ αλλά δεν είμαι ακριβώς εγώ. Θα σας δώσω ένα μικρό παράδειγμα.
Πριν από πάρα πολλά χρόνια, μια φορά κι ένα καιρό, εκνευρίστηκα και έβρισα μια κοπέλα γιατί …τόλμησε να πάρει μία …πατάτα από το πιάτο που έτρωγα. Ιδιορρυθμία, τρέλα, όπως θέλετε το λέτε αλλά …δεν μου άρεσε. Η κόρη μου, τριών χρονών, παίρνει ένα καρότο ή κάτι παρόμοιο από το πιάτο μου, το βάζει στο στόμα της δεν της αρέσει και το …φτύνει στο πιάτο μου. Εγώ ατάραχος συνεχίζω να τρώω σπρώχνοντας με το πιρούνι μου στην άκρη το μισοφαγωμένο και φτυμένο καρότο. ΘπΚ και ΘμΚ!
Δυο χρόνια αργότερα πήγαμε για βόλτα στην παραλία που ήταν κοντά στο σπίτι μας. Η κόρη μου, γνωστό αγριοκάτσικο, άρχισε να πηδάει από τον ένα βράχο στον άλλο. Εκείνη την μέρα ένιωσα τα μαλλιά μου να ασπρίζουν. Σαν καρτούν τα ένιωθα να ασπρίζουν σιγά-σιγά, ξεκινώντας από την κορυφή του κεφαλιού και πηγαίνοντας προς τα πίσω. Έβλεπα κάθε γωνιά βράχου σαν υποψήφιο μαχαίρι και με πολύ κόπο συγκρατούσα τον εαυτό μου να μην ουρλιάξει. ΘμΚ!
Και τα δυο παραδείγματα ίσως να ακούγονται ανούσια, λεπτομέρειες μια ζωής με μικρό παιδί κι όμως δείχνουν με μοναδικό τρόπο τι σημαίνει να είσαι γονιός. Θέλετε ένα ακόμα; Την δεύτερη χρονιά μετά τη γέννησή της είχαμε εκλογές και για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν σκέφτηκα τα δικά μου θέλω ή τις δίκες μου ανησυχίες αλλά το δικό της μέλλον. Ξαφνικά στην απόφασή μου ποιόν και τι θα ψηφίσω μπήκε ένα καινούργιο στοιχείο, η κόρη μου. Εγώ ΘμΚ!
Λίγα χρόνια αργότερα – και έχω αναφερθεί στο επεισόδιο πολλές φορές στο παρελθόν – η κόρη μου συνάντησε τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και την ανθρώπινη ηλιθιότητα στο σχολείο της από συμμαθητή της. Ήταν πολύ χειρότερο από τα βράχια και δεν ήμουν εκεί να την προφυλάξω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα απολύτως και κατά κάποιο τρόπο κάποιος δολοφόνησε την παιδικότητα της και την έβαλε βάρβαρα σε ένα κανιβαλιστικό, ανθρωποφάγο κόσμο γεμάτο κακία, μια τερατόμορφη …πραγματικότητα. Ο κόσμος μετά την κόρη!
Θα μπορούσα να αναφερθώ σε εκατοντάδες – στην κυριολεξία εκατοντάδες – παραδείγματα για την διάφορα του ΘπΚ και του ΘμΚ και σας βεβαιώ ότι είμαι ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος, με τα ίδια θέλω και τις ίδιες ευαισθησίες. Αυτό που προστέθηκε είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου πέρα από το σώμα μου. Γιατί η κόρη μου είναι κομμάτι του εαυτού μου, το πιο πολύτιμο, το καλύτερο και το πιο ανθρώπινο και γι’ αυτό αντιμετωπίζω και ανάλογα.
Αυτό δεν θα μπορέσει πότε να το καταλάβει ο ΘπΚ αλλά ούτε η ίδια η κόρη μου μέχρι …να αποκτήσει κι εκείνη παιδιά. Προς το παρόν, απλά με βασανίζει!