Εντάξει, δεν υπήρξαμε και ποτέ φιλομαθείς, τουλάχιστον αναφέρομαι στο κενό (ναι, ως κενό το αναφέρω) από τη δεκαετία του ’80, αυτή που όλοι μας αγαπήσαμε (και πώς όχι; Αφού σε αυτή γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε) μέχρι το – ας πούμε 2010, τη νέα εποχή της ελληνικής κρίσης. Είναι ένα κενό. Αυτή η 30ετία, καταπώς μου φαίνεται σήμερα, είναι ένα κενό. Ίσως αργότερα, οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι του μέλλοντος (αν υπάρξει μέλλον) θα σκύψουν πάνω από αυτή την 30ετία με ενδιαφέρον, ίσως να αναφέρονται στην Ελλάδα εκείνων των χρόνων ως «κενό μνήμης», «αμνησία», «συλλογική μαλάκυνση», κάτι τέτοιο.
Έχει μια λογική: Αν κοιτάξεις πιο πίσω, θα δεις μια Ελλάδα μέσα σε συνεχείς πολέμους. Και τραβάει πολύ πίσω το ιστορικό σκοινί, μέχρι το αθάνατο ’21. Αμέ.
Μάλλον η δεκαετία του ’80 ήταν η πολυπόθητη «ώρα του παιδιού». Εκεί που οι παλιοί πήραν επιτέλους μια ανάσα, οι πόλεμοι τέλειωσαν, οι επαναστάσεις τέλειωσαν, ο εμφύλιος τέλειωσε, ο κομμουνιστικός κίνδυνος εξαλείφθηκε (δις), απέμειναν οι φρόνιμοι, λεφτά υπάρχουν, ο δρόμος της τηλεόρασης ανοίχτηκε, ο καθένας μπορούσε να γίνει διάσημος, τα ταλέντα μπορούν επιτέλουν να αναγνωριστούν, ακούστε τη μουσική που θέλετε, σκόρπισε το πλαστικό χρήμα και τα διακοποδάνεια, είμαστε λεύτεροι.
Τι όχι;
Οι παλιοί σώπασαν, οι νέοι δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική, η Ελλάδα έγινε ποπ χωρίς στοπ, αν δεν άκουγες Βανδή και Βίσση και Νότη πετιόσουν αυτομάτως στην κατηγορία των ψευτοκουλτουριάρηδων, ήσουν κρυφοκομμουνιστής (ακόμα μ’ αυτό ασχολούνται; Ναι.) περιθωριοποιημένος αριστερός που διάβαζε κρυφά τον Οδηγητή κι άκουγε Τσακνή και Μαχαιρίτσα και Panx Romana. Αλλά κανείς δεν ασχολούνταν με την πολιτική. Η πολιτική πέθανε, ζήτω η πολιτική.
Κι αυτομάτως μέσα σε 30 χρόνια που μοιάζουν πολλά, πάρα πολλά αλλά να που πέρασαν τόσο γρήγορα, αποκτάς ορδές νέων πολιτών που δεν έχουν διαβάσει σχεδόν ούτε μια σελίδα βιβλίου στη ζωή τους –όχι, δεν ήμασταν και ποτέ ιδιαίτερα φιλομαθείς, αλλά στα παλιά σπίτια υπήρχε ένας Παπαδιαμάντης, ένα Ροϊδης, ένας Καζαντζάκης, μια «τυχαία» Λιλή Ζωγράφου που ‘χει πει και η μεγαλοσυγγραφέας αεροσυνοδός- δεν ξέρουν Ιστορία γιατί τα παλιά στόματα έκλεισαν για να μην ξύνουν φρεσκοκακαδιασμένες πληγές και τα βιβλία των σχολείων γράφτηκαν για να σε βγάλουν από κει μέσα σωστό πολίτη για όποιον βόλευε κι όχι σωστό άνθρωπο, ορδές αμόρφωτων μη-πολιτικοποιημένων κι αντιπνευματικών νέων ανθρώπων…
…που παλεύουν σήμερα να κατανοήσουν τα ακατανόητα και να ζήσουν σε μια βαθιά οικονομική, κοινωνική, πολιτική κρίση έχοντας ως πολεμοφόδια τη Μενεγάκη, τη Δημουλίδου, το Σαρβάιβορ, το Game of Love, κάτι συνταγές μαγειρικής που δεν πρόκειται να πετύχουν, το Ρουβά, τον Σφακιανάκη και τη Χρυσή Αυγή.
Ε;
Όχι, δε ρίχνω το βάρος της ευθύνης στους νέους που αυτά βρήκαν μπροστά τους και μ’ αυτά έμαθαν να ζουν και πορεύονται ως σήμερα (μόνο). Όταν μιλάς για χώρες, είναι δύσκολο να δείξεις με το δάχτυλο τον έναν και μόνο απόλυτο ένοχο. Είναι πολλά κι αλληλένδετα τα όσα καταλήγουν μια χώρα σε μια κατάσταση Χ. Ούτε όμως την απόλυτη ευθύνη έχουν οι γονείς μας, ή οι παππούδες μας, ή ο οποιοσδήποτε απλός άνθρωπος που βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων και ενήργησε καταπώς του φαινόταν σωστό δεδομένων των συνθηκών.
Τη στιγμή του ιστορικού γίγνεσθαι, έλεγε ο Ραφαηλίδης, δεν μπορείς να ξέρεις τα μελλούμενα. Κρίνεις μετά κι εκ του ασφαλούς, κι είναι εύκολο να ηθικολογείς κατόπιν εορτής, ξεχνώντας βεβαίως ότι όταν μιλάμε συλλογικά η ηθική περισσεύει, γιατί η ηθική αφορά το άτομο και ποτέ λαούς. Πόσο μάλλον την πολιτική.
Όμως, όμως ακόμα κι έτσι, κάθε άνθρωπος με μια στάλα μυαλό στο κεφάλι του κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αρχίσει να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Και τότε θα πρέπει να αρχίσει να αναρωτιέται, να ψάχνει την Ιστορία προς τα πίσω, αναζητώντας απαντήσεις και σε συλλογικό αλλά πάνω απ’ όλα σε προσωπικό επίπεδο, γιατί (να, ακόμα ένα κλισέ) η αλλαγή ξεκινάει από εμάς τους ίδιους και η ρήση του Κοέλιο είναι πολύ όμορφη και ρομαντική για τα δεκαπεντάχρονα και πολύ καλά κάνουν και πιστεύουν ότι αν κάτι το θες πάρα πολύ κι επιμείνεις θα το πετύχεις, όμως όταν περάσεις πια τα 30 δεν περιμένεις από το Σύμπαν να συνομωτήσει για να διαβάσεις κανένα βιβλίο ή να ξεκολλήσεις από την οθόνη της Υπέρτατης Ηλιθιότητας προκειμένου να πάρει το μυαλό σου μπρος και να αρχίσει να δουλεύει (σωστά).
Οι Αμερικάνοι φταίνε, οι πολιτικοί φταίνε, μας πούλησαν οι Ρώσοι, μας παραμύθιασε το Πασόκ, μας πρόδωσε ο Σαμαράς, αλλά πριν από όλους, μας έχει προδώσει η δική μας πνευματική αδράνεια. (Όσο κι αν θέλουν ορισμένοι, όχι, όταν λέω αδράνεια δεν εννοώ να πιάσουμε τα γιαταγάνια και τα κουμπούρια και να οχυρωθούμε στο Σύνταγμα).
Πότε λοιπόν θα ξυπνήσουμε;
& Εκείνος
Πρέπει να είναι πάνω από 15 χρόνια και το πανεπιστήμιο του Ελσίνκι κάνει ένα αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο που εκτός από Φινλανδούς καθηγητές που μίλησαν για το έργο του συμμετέχει και η πολύ γνωστή στη Φινλανδή τραγουδίστρια Άρια Σάγιονμα, που απόδωσε μελοποιημένους στοίχους του Ρίτσου από τον Θεοδωράκη. Ελληνική παρουσία στο κοινό; Ένας, λέγε με Θανάση.
Οι εκδήλωση είχε ανακοινωθεί και προωθηθεί σε τελείως φινλανδικό πνεύμα μήνες νωρίτερα και τελείως συμπτωματικά λίγες μέρες πριν βρέθηκα στο κέντρο του Ελσίνκι σε καφέ που και πάλι συμπτωματικά στο ίδιο καφέ ήταν μια συντρόφια ελλήνων, νέων ανθρώπων, θεωρητικά μορφωμένων που τους ήξερα. Έτσι έκανα και την αναφορά στην εκδήλωση δηλώνοντας ότι θα πάω, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαμε να πάμε όλοι μαζί παρέα – έτσι νόμιζα ο ανόητος – όπου πήρα την απάντηση: «σιγά μην πάμε να ακούσουμε χάνους Φινλανδούς να μας μιλάνε για Έλληνες …κομουνιστές κουλτουριάρηδες.»
Ένα μήνα μετά την εκδήλωση για τον Ρίτσο, ένα γελοίο κατασκεύασμα που αυτοαποκαλείται ελληνική κοινότητα έκανε μια …μουσική εκδήλωση με καλεσμένο έναν τύπο που είχε κερδίσει ένα τηλεοπτικό διαγωνισμό ταλέντων και το ρεπερτόριο του συμπεριελάμβανε Τερζή, Νότη και δεν ξέρω τι άλλο. Έγινε χαμός. Της χαρτοπετσέτας το κάγκελο.
Δεν θέλω να γενικολογώ και τουλάχιστον στον κύκλο μου στην Ελλάδα υπάρχουν εικοσάχρονα που οι γνώσεις τους και η κρίση τους σε αφήνει άλαλο. Υπάρχουν παιδιά που με έχουν κάνει να τα ζηλέψω για τα διαβάσματα τους, βλέπετε τώρα βοηθάει και το ιντερνέτ που εμείς δεν το είχαμε.
Αλλά πολύ φοβάμαι …είναι η μειονότητα.
Και το βλέπω καθημερινά στο διαδίκτυο και ειδικά στα κοινωνικά δίκτυα. Βλέπω μια Ελλάδα αμόρφωτη, πνιγμένη και υποβαθμισμένη στην άγνοια και στην κατευθυνόμενη ενημέρωση κατανάλωσης. Φανατισμένη με το εγώ της και τα σελφις του ανεγκέφαλου κρανίου της.
Μια Ελλάδα που κοιμάται στον καναπέ μετά την πίτσα και αμφιβάλω αν θέλει ή πολύ χειρότερα, αν μπορεί να ξυπνήσει.
Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri, Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!