Εκείνη
Χθες ακριβώς είδα μια φωτογραφία που με έκανε να γελάσω πολύ. Έδειχνε ένα πάντα κι η λεζάντα έγραφε: Fight Racism. Be a panda. He’s black, he’s white, he’s Asian. Το βρήκα απίστευτα έξυπνο και μερικές φορές αναθεματίζω το φτωχό μυαλό μου που δεν μπορεί να στροφάρει έτσι. Fight Racism, Be a …Panda. Μα πόσο έξυπνο. Εξαιρετικό.
Πάντα (μιας και πιάσαμε τα …πάντα) είχα πρόβλημα στο να κατανοήσω την υπεροχή κάποιας φυλής έναντι μιας άλλης, και συγκεκριμένα της Λευκής (τώρα, κεφαλαίο θέλει εδώ, δε θέλει, το έβαλα για ειρωνικούς λόγους).
Δηλαδή αν ο Θεός ήθελε να δείξει τις προθέσεις του για μια φυλή ανώτερη από τις άλλες, αυτή σίγουρα δε θα ήταν η λευκή, dude! Και είναι ολοφάνερο: Οι λευκοί δεν ξέρουν να χορεύουν. Δεν ξέρουν. Δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε, οι λευκοί μπορούν να μάθουν βήματα, μπορούν να εκτελέσουν χορευτικές φιγούρες, αλλά δεν ξέρουν να χορέψουν. Αυτό και μόνο είναι αρκετός λόγος για να αποκλειστείς αυτομάτως από το διαγωνισμό ΑΦ (Ανώτερης Φυλής, τι, να μην παίξουμε και λίγο; Όλο σοβαρά θα μιλάμε;)
Δηλαδή ξαναλέω, όταν ο Θεός έφτιαξε τον Λούις Άρμστρονγκ και τον BB King, έφτιαξε και το YMCA και τώρα θέλουν κάποιοι να κάνουμε συγκρίσεις;
Αλλά ας αφήσουμε τους μαύρους. Ας πάμε στην άααααααλλη πλευρά της γης. Έχεις τον Μπρους Λι, κι έχεις και τον …Τσακ Νόρις. Αυτό. Δε σας φτάνει;
Τώρα σας δουλεύω, αλλά νομίζω καταλαβαινόμαστε. Δείτε όμως τι γίνεται: Εάν εγώ τώρα αρχίσω και σας κράζω, μας κράζω τέλος πάντων, εμάς εδώ, τους Έλληνες-Έλληνες (ε, αφού σύμφωνα με τα κριτήρια των Φυλών, υπάρχουν οι Έλληνες-Έλληνες/πώς λέμε Μονάχους-Μονάχους, τι να κάνω;) οι περισσότεροι αν όχι όλοι, θα κουνήσετε το κεφάλι, θα πείτε μέσα σας έτσι είναι, καλά τα λέει, ή αν δεν συμφωνήσουν κάποιοι, θα πουν πολύ ευγενικά «ναι, αλλά…»
Εάν εγώ δεν ήμουν εγώ και ήμουν ένα άλλο εγώ που προέκυψε από δυο γονείς που ήρθαν από αλλού, κανείς δε θα διάβαζε αυτά που έχω να πω, γιατί πρώτον: Δε δικαιούμαι να έχω άποψη, είμαι ξένη. Δεύτερον: Κουμάντο και συστάσεις στη χώρα σου, εδώ είσαι …φιλουξενούμενη. Τρίτον: Αν δε σ’ αρέσει, τράβα στη χώρα σου. Και τέταρτον και πέμπτον και έκτον. Αν ο άλλος δε θέλει να ακούσει, μπορεί να βρει χιλιάδες λόγους για να το δικαιολογήσει.
Σημασία έχει πως το ‘χουμε αυτό το χούι με τα γενεαλογικά δέντρα κι αν ο άλλος δεν πάει 45 γενεές πίσω, είναι ξένος. Αλλά κατά την επιλεκτική μνήμη που μας διακρίνει πάντα (νάτο πάλι το πάντα), όλοι μας έχουμε ξεχάσει πως οι παππούδες μας ήρθαν εδώ, από κάπου αλλού. Οι παππούδες λέμε, και οι γιαγιάδες. Αυτοί που μας μεγάλωσαν όταν ήμασταν μικρά. Ή το ξεχάσαμε κι αυτό;
Και στην τελική πόσο βαρετή είναι η ζωή όταν όλοι μας είμαστε ίδιοι και μοιάζουμε κιόλας μεταξύ μας; Στο τέλος δε θα ξέρουμε ποιος σπόρος είναι ποιανού. Καθόλου φαντασία πια; Πάρτε παράδειγμα από τη μουσική. Τα μεγαλύτερα μουσικά κομμάτια έχουν δημιουργηθεί από …προσμίξεις. Δε βαριέστε;
Το θέμα είναι πολύ πολύ σοβαρό, πολύ σοβαρότερο από ίσως τον τρόπο που το αντιμετωπίζω αυτή τη στιγμή, αλλά καμιά φορά κι αυτό είναι απαραίτητο, ή ίσως και πιο αποτελεσματικό. Ακόμα και η ζωή έχει χιούμορ. Δείτε ποιος κάνει ντου στα πιτσιρίκια. Τι όνομα του έδωσε το …τυχερό του. Μπαμ βαράει ο κυνηγός, τρέχει-τρέχει ο λαγός.
Γελάω γιατί ο ρατσισμός είναι τρόπος ζωής. Είναι νοοτροπία, είναι χούι. Δεν έχει να κάνει με τις φυλές και τα φύλα και τα φύλλα μπακλαβά που ακόμα (ακόμα!) τσακωνόμαστε για τον αν είναι τούρκικος ή ελληνικός (έλεος). Όταν είσαι ρατσιστής, κάθε τι που δε σου μοιάζει, κάθε τι που δεν κινείται όπως εσύ, κάθε τι που δε μιλάει όπως εσύ, δε σκέφτεται όπως εσύ, δεν έχει βγάλει ρίζες και μαλλιά από την ίδια ακριβώς πέτρα, ΔΕΝ μπορείς να το επεξεργαστείς. Είναι ξένο. Εξωγήινο. Άλιεν. Εγώ έφυγα από τη Θεσσαλονίκη για να πάω στη Σκόπελο (Ελλάδα κι αυτό, γιου νόου;) και με αντιμετώπιζαν σαν ξένη. Και σαν ξένη έφυγα. Το ίδιο συνέβη και στο Πήλιο, κι ας έζησα μια δεκαετία. Κι ας παντρεύτηκα εκεί κι έκανα παιδιά. Όταν είχα άποψη ξέρετε τι μου έλεγαν; Κάποιοι, όχι όλοι, ποτέ δεν είναι όλοι, πάντα είναι μόνο κάποιοι, αλλά αυτοί οι κάποιοι είναι το αγκάθι στο λαιμό μας. «Εσύ δεν είσαι από δω και δεν ξέρεις.»
Κι εγώ έπαψα να μιλάω. Μέχρι που έφυγα. Ξένος είσαι παντού.
Ο ρατσισμός δεν έχει να κάνει με τις φυλές και τις χώρες. Είναι αρρώστια του φτωχού μυαλού. Του μυαλού που πολύ όμορφα κάποιος (δε θυμάμαι ποιος) χαρακτήρισε ως αλεξίπτωτο, και που θα σε σώσει μόνο όταν ανοίξει.
Τώρα δεν ξέρω πόσοι από σας θέλετε να σκάσετε με τα μούτρα κάτω, αλλά εγώ θα προτιμήσω την ομαλή προσγείωση. Το πολύ-πολύ να πιαστώ σε κανένα κλαδί. Αν ο ρατσισμός δεν είναι βλακεία, τότε τι είναι; Κάντε παρέα με κανέναν μαύρο μπας και σας μάθει να κουνιέστε που μου κάθεστε σαν τα αγγούρια μες τα κλαμπς. Γνωρίστε και κανέναν Μαροκινό, Πακιστανό, Ιορδανό, να σας μάθουν να φτιάχνετε σιροπιαστά να λιγώσετε. Αφήστε και κανέναν Ασιάτη να σας μάθει από πειθαρχία και αυτοκυριαρχία.
That’s Life. Γεμάτη χρώματα, αρώματα, εικόνες και ήχους. Και φαγητά. Και είναι πανέμορφα.
& Εκείνος
Το 1986 βρέθηκα στη Μελβούρνη της Αυστραλίας για επαγγελματικό λόγο, αλλά είχα κανονίσει να φτάσω Σαββατοκύριακο ώστε να έχω το χρόνο να δω έναν σχεδόν αδελφικό φίλο που πριν από λίγο καιρό είχε μετακομίσει στην Αυστραλία από την Βρετάνια. Όπως καταλαβαίνετε περάσαμε ώρες με ιστορίες και ανέκδοτα από τον πρώτο του χρόνο στη χώρα των καγκουρό, γελάσαμε με την αυστραλιανή προφορά και το αυστραλιανό χιούμορ, φυσικά ήπιαμε πολύ αυστραλιανή μπίρα και είπαμε ακόμα πιο πολλά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε αν και κατά κάποιο τρόπο ομογάλακτος με τους Αυστραλούς.
Αν με ρωτήσετε να σας επαναλάβω έστω και μια πρόταση από όσα είπαμε, αδυνατώ. Δεν θυμάμαι το παραμικρό. Το μόνο που θυμάμαι ήταν η μάρκα της αυστραλιανής μπίρας που πίναμε κι αυτό γιατί στη συνέχεια της ζωής μου τη συνάντησα συχνά. Υπάρχει όμως ένα κομμάτι, ένα πολύ μικρό κομμάτι από όλες αυτές τις συζητήσεις που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου. Δεν θυμάμαι τι λέγαμε, μάλλον μιλούσαμε για κάποιες διακοπές δικές μου στην Ελλάδα και γύρισε – λίγο χαλαρωμένος από τη μπίρα, λίγο γιατί πραγματικά το έβρισκε αστείο – και μου είπε: ξέρεις πως σας λένε εδώ στην Αυστραλία; Εννοώντας φυσικά τους Έλληνες. Τον κοίταξα με απορία γιατί τώρα Εγγλέζος ο άνθρωπος και μάλιστα από το Γιόρκσιρ το γεμάτο Πακιστανούς και Ινδούς, σίγουρα είχε ακούσει κάθε μορφής ρατσιστική προσβολή στον τόπο του, άρα αυτή πρέπει να ήταν κάτι το εξαιρετικό για να τον εντυπωσιάσει. Αράπηδες, μου απάντησε και έσκασε σε υστερικά γέλια. Και φυσικά είχε χρησιμοποιήσει μια λέξη που ήταν καθαρά ρατσιστική προσβολή ακόμα και τη δεκαετία του ’80.
Από ότι φαντάζεστε το πήρα προσωπικά και τις επόμενες μέρες το έψαξα. Από τη δεκαετία του ’60 στην Αυστραλία όταν έλεγαν αραπάδες (άλλη είναι η λέξη και είναι πολύ προσβλητική, εδώ χρησιμοποιώ την παράφρασή της) εννοούσαν Έλληνες, Ισπανούς και Γιουγκοσλάβους που ήταν αρκετά μεγάλες μειονότητες ανάμεσα στους μετανάστες τότε. Και το αραπάδες σήμαινε, βρώμικος, κλέφτης, βιαστής, απατεώνας, επικίνδυνος και μη καλοδεχούμενος μετανάστης. Να πάτε στη χώρα σας, βρωμύλοι. Πολλές φορές μάλιστα υπήρχε η υποψία ότι ήταν παράνομοι μετανάστες, και πολλοί Έλληνες έζησαν την προσβολή να τους ζητάνε τα χαρτιά τους ακόμα και στη μέση του δρόμου, ακόμα και Έλληνες που είχαν γεννηθεί στην Αυστραλία.
Στη Φινλανδία και όταν πρωτοπήγα, πολύ πριν μας κάνει ο Σόινι σλόγκαν στις εκλογές, και μετά από μια δολοφονία που είχε διαπράξει Έλληνας, μέσα στο μετρό κι ακούγοντας μια κάποια κυρία – καλοντυμένη, καλοστεκούμενη κλπ. – να μιλάμε με την τότε σύντροφο μου στα αγγλικά για διακοπές στην Ελλάδα, φαίνεται ότι κατέληξε ότι είμαι Έλληνας και την πληροφόρησε στα Φινλανδικά ότι όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι, κλέφτες, βρώμικοι και καλά θα έκανε να με έδιωχνε. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος, αλλά στα όσα χρόνια έχω ζήσει στο εξωτερικό και σε όποια χώρα έχω ζήσει, πάντα υπήρχε κάποιος να μου υπενθυμίσει ότι είμαι ένας βρώμικος παράνομος μετανάστης και καλά θα κάνω να γυρίσω στη χώρα μου γιατί …η ώρα μου πλησιάζει. Και να με λέγανε παράνομο μετανάστη στην Αμερική, στην Αυστραλία ή στην Ιαπωνία, θα είχε και μια δόση λογικής γιατί θα μπορούσε να είναι και αλήθεια, αλλά σαν Έλληνα να με λένε παράνομο μετανάστη στην Ευρώπη είναι λίγο αστείο. Αλλά όπως έχω γράψει πολλές φορές, ο ρατσιστής και ο ξενοφοβικός δεν ζητάνε διαβατήριο ούτε τους ενδιαφέρει τι λέει η ΕΕ ή ο νόμος. Κι εμείς οι Έλληνες μαζί με τους Ισπανούς και τους Ιταλούς δεν είμασταν ποτέ τα «αγαπημένα» παιδιά των Βορειοευρωπαίων.
Η κόρη μου αυτή τη στιγμή, αλλά και πέρσι και πρόπερσι κι όσα χρόνια είναι στο σχολείο από το νηπιαγωγείο και μετά, είχε πάντα να αντιμετωπίσει ένα τσογλανάκι που θα της έκανε τη ζωή μίζερη γιατί το όνομά της δεν είναι φινλανδικό και τα μαλλιά της δεν είναι αρκετά ξανθά, που θα την κοροϊδεύει και θα την λούζει κατά περιόδους με το «να πας στη χώρα σου». Στην κόρη μου που γεννήθηκε στη Φινλανδία κι έχει έρθει στην Ελλάδα μόνο για διακοπές.
Γιατί τα γραφώ αυτά; Γιατί αδυνατώ να καταλάβω τους γονείς που καλέσανε τον Λαγό να κάνει επίδειξη «αντριλίκι» στα οκτάχρονα, για να μην μπουν προσφυγοπούλα στο σχολείο …τους (;). Από πού κι ως πού ένα δημόσιο σχολείο ανήκει στον Λαγό και πέντε ρατσιστές, αυτό για μένα μυστήριο. Αλλά και για τον άλλο που έγραφε προχτές όταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο θέλησε να ευχαριστήσει την Ελλάδα και τους Έλληνες για την υποστήριξή της: «αυτά τα παιδιά είναι καλοδεχούμενα, οι άλλοι οι βρωμιάρηδες είναι τα σκουπίδια, δρόμο κουφάλες από την Ελλάδα μας…» Επιλεκτικά ξεχνώντας ότι όταν ο Γιάννης καθάριζε παράθυρα αυτοκινήτων το πιθανότερο αυτός ο ίδιος να τον είχε κλωτσήσει και να του είχε πει και τα απαραίτητα.
Προσωπική ευχή προς τον Αντετοκούνμπο, μη γυρίσεις παλικάρι μου ποτέ στην Ελλάδα. Γιατί σε κάθε καλό άνθρωπο που θα βρίσκεις, θα βρίσκεις και δυό σαν αυτόν τον αλήτη. Αν δε με πιστεύεις ρώτησε τον Πύρρο ή τον Σοφοκλή να δεις τι θα σου πουν.
Ξέρετε, αυτά που συνέβησαν στο Πέραμα ή αυτά που έγραψε ο έν λόγω κύριος με προσβάλλουν πολύ περισσότερο από αυτά που μου λέει κατάφατσα ο κάθε Φινλανδός Σόινι ή ο κάθε Αυστραλός ρατσιστής, που αυτές τις μέρες με τον δολοφόνο που σκότωνε αδιακρίτως με το αυτοκίνητό του γιατί τράβαγε ζόρι επειδή ήταν κι αυτός σαν τον κάθε λαγό «άνδρας» κι όχι άντρας, έχει λαλήσει. Διάβασα αυτά που γράφανε κάποια αυστραλιανά έντυπα για την ελληνική μαφία και τους βρωμιάρηδες Έλληνες και γέλασα, αλλά όταν διάβασα για το Πέραμα ήθελα να κλάψω από το θυμό μου, κι όταν διάβασα το μήνυμα αυτού του αλήτη σκέφτηκα την κόρη μου και με κόπο συγκρατήθηκα να μην γράψω κάτι από κάτω.
Πόσες φορές θα το πω, κάθε φορά που γράφετε ή λέτε κάτι προσβλητικό για κάποιον μετανάστη ή πρόσφυγα, δικαιολογείτε τον κάθε μαλάκα Φινλανδό, Αυστραλό ή ό,τι άλλο, που λέει τα ίδια σε μας. Ο κάθε πρόσφυγας και ο κάθε μετανάστης στην Ελλάδα έχει ονοματεπώνυμο κι αυτό είναι Θανάσης Καλαμίδας και ζει στη Σκανδιναβία. Αυτό θα πρέπει να βλέπετε γιατί αυτό είναι η μόνη αλήθεια!