Εκείνη
Την πρώτη φορά που ο μεγάλος μου γιος ζήτησε Playmobil του είπα πως ίσως κάποια στιγμή να αγοράσουμε. Και πράγματι είχα σκοπό να το κάνω, αφού το ήθελε τόσο πολύ. Δύσκολο για ένα νήπιο να αντισταθεί σε ένα κάστρο-υπερπαραγωγή, με σημαιάκια, πύργους και τάφρους, ιππότες και ασπίδες και μαύρα πλαστικά άλογα. Αλλά …το κόστος ενός παιχνιδιού τέτοιου είδους είναι απαγορευτικό. Η αλήθεια είναι πως αυτό που ήθελα να αποφύγω περισσότερο ήταν η γκρίνια. Νομίζω πως κανένας γονιός δε θέλει να λέει αυτό το μισητό «Όχι» στα παιδιά του, ειδικά όταν αυτά είναι μικρά και δεν μπορούν να καταλάβουν τα πράγματα έτσι όπως τα καταλαβαίνουμε εμείς. Όμως το κάστρο με τους ιππότες και τα σημαιάκια εξακολουθούσε να είναι ένας βραχνάς που έπρεπε να ξεβραχνιάσει, είτε με το να βρεθεί στο παιδικό δωμάτιο, είτε με το να μη βρεθεί ποτέ. Κι έπρεπε κάπως να το λύσω το θέμα.
Τον πήρα λοιπόν κι εγώ και πήγαμε στο μεγάλο παιχνιδάδικο της περιοχής, αυτό που μάλιστα έχει ένα τεράστιο Playmobil απ’ έξω, που κουνάει και χέρια και πόδια και στρίβει το κεφάλι. Πάλι καλά που δε μιλάει κιόλας να λέει «αγόρασε με, αγόρασέ με». Και μέσα έχει ένα κάστρο σαν την πέτρα του σκανδάλου που μας έχει πάρει το κεφάλι, έτοιμο, στημένο, και δίπλα έχει και ένα άλλο πράγμα στημένο που δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, πάντως έχει πισίνες, νεροτσουλήθρες, ανθρωπάκια με σωσίβια και βαρκάκια και διάφορα τέτοια.
Φυσικά και μπαίνοντας σε ένα τέτοιο μαγαζί πρέπει να δείξεις ότι έχεις σκοπό να διαθέσεις τα 120ευρώ που κοστίζει ένα κάστρο ή μια πισίνα Playmobil για να αποκτήσεις το δικαίωμα να τα πασπατέψεις, αλλιώς αν σε περάσουν για ψιλικατζή θα σου πουν «Παρακαλώ μην πειράζετε». Οπότε κι εγώ φόρεσα το ύφος της χαζομαμάς που ήρθε να ξοδέψει για το βλαστάρι της και τον αφήνω να περιεργαστεί τα 120ευρώ που υποτίθεται θα δώσω.
Έβαλε και το ανθρωπάκι πάνω στο άλογο και το πέρασε μέσα στο κάστρο, έβαλε και τη μπαλίτσα στο κανόνι, έκανε και μπουμ. Και μετά; Πάλι το ίδιο. Κι ύστερα …βαρέθηκε και πέρασε στην πισίνα. Έριξε κανά δυο μπαρμπαδάκια στις τσουλήθρες, έκαναν πλαφ κι αυτό ήταν. Και φύγαμε σε πέντε λεπτά.
«Δε σου άρεσε τελικά, ε;» τον ρώτησα όλο ελπίδα. «Όχι και πάρα πολύ», είπε κι αμέσως μετά: «Ξέρεις να φτιάχνεις αεροπλανάκι;» (ορίστε;;)
Πήρα κι εγώ ένα Α4 κι έφτιαξα μια σαΐτα, ό,τι θυμόμουν τέλος πάντων, της έβαλα και σελοτέιπ στη μύτη μπροστά και με αυτή τη σαΐτα περάσαμε τρεις ολόκληρες ώρες στο Ταπητουργείο του Βύρωνα, γιατί βλέπεις η σαΐτα κάθε φορά κάνει και διαφορετική …πτήση. Ανάλογα το πώς θα τη ρίξεις, προς τα πού θα τη ρίξεις, από πού θα τη ρίξεις και από το πόσο και αν θα φυσάει αέρας. Ενώ τα 120ευρώ, εμ, το κάστρο Playmobil θέλω να πω, είναι πάντα το ίδιο: Μπαλίτσα στο κανόνι, μπουμ το κανόνι, μπαινοβγαίνεις στο κάστρο.
Γιατί τα Playmobil (και δεν έχω προσωπικά μαζί τους, μάλιστα στην ηλικία του γιού μου μάλλον ήθελα κι εγώ) ανήκουν σε αυτή την κατηγορία που ονομάζεται παιχνίδια ρόλων και τα παιδιά λατρεύουν τους ρόλους, αλλά τι να κάνουμε που έχουν και δικό τους μυαλό και δικό τους χαρακτήρα και θέλουν να προσαρμόσουν τους υποτιθέμενους ρόλους στα γούστα τους, αλλά κανένα από αυτά τα παιχνίδια δεν το επιτρέπουν αυτό. Στο κάστρο Playmobil μπορείς μόνο να ρίχνεις κανονιές και να μπαινοβγαίνεις. Ε, πόση ώρα μπορεί να το κάνει ένα νήπιο αυτό; Και γιατί να δώσεις και 120ευρώ για να ρίχνεις κανονιές;
Στο άλλο νήπιο τώρα, το μικρότερο. Που σαν ουρά και σαν ηχώ του μεγάλου, θέλει ό,τι θέλει κι αυτός, λέει ό,τι λέει κι αυτός, κάνει ό,τι κάνει κι αυτός. Αλλά θέλει κι ένα βιολί. Βιολί κιόλας. Γιατί το είδε (μήνες πριν!) στη βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου και θέλει ένα βιολί. Τώρα το τι μπορεί να είναι το βιολί στο μυαλό του και πώς υποτίθεται ότι θα παίξει μ’ αυτό άγνωστο, αλλά το θέλει. Τι να του εξηγήσω τώρα; Και είμαι κατά του έτοιμου ψέματος που έχουμε όλοι οι γονείς για τα μικρά παιδιά «Δεν το πουλάνε αυτό». Το πουλάνε και γι αυτό το έχουν στη βιτρίνα, αλλά …βιολί; Κάπως πρέπει να το λύσω κι αυτό, οπότε πάω κι εγώ και του παίρνω μια κιθάρα. Παιδική μεν, μικρή μεν, αλλά κιθάρα ξύλινη και με χορδές και με πένα. Του έδειξα πώς να την κρατάει, πώς να κρατάει και την πένα, πώς να την κουρδίζει (κούρδισμα να το κάνει ο Θεός) και τον άφησα να γρατζουνάει.
Βγήκαμε και βόλτα με την κιθάρα μαζί γιατί κάθε σημαντικό πράγμα το κουβαλάμε μαζί μας, και με ένα τρίχρονο αυτό το σημαντικό μπορεί να είναι μια κιθάρα, ένα άδειο κουτί από καφέ, μια ξύλινη κουτάλα ή ένα καπάκι από μπολ. Μπορεί να είναι ακόμα και οι γαλότσες τον Αύγουστο.
Καθίσαμε σε ένα παγκάκι στον Άγιο Λάζαρο, ο Αχιλλέας με ύφος Μεξικάνου σε σιέστα με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και την κιθάρα ανάσκελα χαμένος στον κόσμο του, εγώ με την καφεδιά μου να χαζεύω τα περιστέρια και περάσαμε σούπερ. Κανείς πάντως δε μας πέταξε κανένα ψιλό. Ίσως επειδή δεν είχε σομπρέρο.
Μέσα στο σπίτι, το δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια. Και τελικά εμείς μπορεί να τα αγοράζουμε με το σταγονόμετρο, αλλά όλο και κάποιος θα φέρει κάτι με το οποίο θα ασχοληθούν για πέντε λεπτά κι ύστερα θα το ρίξουν στο σωρό με τα υπόλοιπα, και θα έρθουν είτε να μαγειρέψουμε, είτε να ζωγραφίσουμε, είτε να φυτέψουμε σπόρια στις αυγοθήκες και φακές με βαμβάκι στα ντενεκέδια, ή θα βγουν στην αυλή με τις σαΐτες και την κιθάρα. Απλά πράγματα.
Κι όσο μεγαλώνουν, κανένας από τους δύο δε δείχνει να θυμάται το κάστρο Playmobil ή οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι, κι έχουν περάσει πάρα πολλά από τα χέρια τους κι έχουν όλα καταλήξει στα σκουπίδια ή σε άλλα παιδιά. Εδώ δε θυμούνται καν τα παιχνίδια που ήδη έχουν. Όμως θυμούνται πολύ καλά το Schoolwave Festival στο θέατρο Βράχων το καλοκαίρι, τα βότσαλα που μαζέψαμε από τη θάλασσα και τα ζωγράφισαν, τα κρεμμύδια που παράχωσαν σε μια γλάστρα και φύτρωσαν, τη βόλτα στον Κουταλά και το παιχνίδι με τα χαλίκια.
& Εκείνος
Τώρα θα γελάσετε, αλλά έχω δυο αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια σε σχέση με τα παιχνίδια. Η μια έχει να κάνει με ένα πολύ συγκεκριμένο αυτοκινητάκι της matchbox – τα θυμάται άραγε κανένας αυτά τα αυτοκινητάκια; – και η άλλη με μια φιγούρα καραγκιόζη.
Το αυτοκινητάκι μου το είχε πάρει η γιαγιά μου – ή τουλάχιστον έτσι εγώ θυμάμαι – και ήταν ένα κόκκινο εγγλέζικο λεωφορείο, αυτό με τους δυο ορόφους. Και τώρα θα σας εκπλήξω, αλλά αυτό το λεωφορείο, αυτή τη στιγμή, πενήντα και βάλε χρόνια μετά, στολίζει μια γωνιά του γραφείου μου, έχοντας ταξιδέψει μαζί μου σε όλες τις γωνιές αυτής της γης. Απαραίτητο αξεσουάρ πάντα στο σάκο μου.
Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν ξέρω. Ίσως κάποιος ειδικός να έλεγε ότι είναι ένα σωσίβιο χαρούμενων αναμνήσεων ή ίσως μια προσωπική αναφορά σε ανέμελες μέρες, ακόμα και η σύνδεση με κάποιον άνθρωπο που λείπει από κοντά μου. Τίποτα από όλα αυτά και πιθανώς όλα μαζί. Αυτό που εγώ νομίζω ότι έχει σημασία, είναι ότι αυτό το μικρό αυτοκινητάκι με ταξίδεψε πολύ σαν παιδί και στη συνέχεια ταξιδέψαμε παρέα πάλι πολύ. Αλλά πάντα η ουσία ήταν στην λέξη ταξίδι.
Ο καραγκιόζης τώρα δεν εμφανίστηκε ξαφνικά στη ζωή μου. Αυτοί που είναι της γενιάς μου θα θυμούνται ότι ο καραγκιόζης ήταν η ύψιστη μορφή παιδικής ψυχαγωγίας τη δεκαετία του ’60 και ειδικά στην Αθήνα. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχε τηλεόραση στο κάθε δωμάτιο, αλλά για εποχές που δεν υπήρχε τηλεόραση στο κάθε σπίτι. Κι αυτή η τηλεόραση ήταν μαυρόασπρη, μετέδιδε πρόγραμμα γύρω στις πέντε ώρες την ημέρα, τα κανάλια ήταν το εξής ένα: ΕΙΡ – προπάππους την ΕΡΤ και αν παρατηρήσατε χωρίς το Τ της τηλεόρασης – και όχι, δεν υπήρχε παιδικό πρόγραμμα. Ψυχαγωγία για το παιδί ήταν λίγο το ραδιόφωνο και κυρίως η αυλή και η αλάνα. Κάποιοι πιο τυχεροί είχαν στρατιωτάκια, που συνήθως ήταν εύζωνοι, και κάποιοι άλλοι όπως εγώ αυτοκινητάκια. Όλοι μας είχαμε βώλους, ξυλίκι και μπάλες πλαστικές, φτιαγμένες ακόμα κι από κουρελούδες. Αλλά τα σαββατοκύριακα υπήρχε καραγκιόζης.
Τώρα εσάς θα σας ακούγονται τρελά αυτά τα πράγματα και από άλλους αιώνες για να μην πω από άλλους πλανήτες, αλλά ο μεν καραγκιόζης παιζόταν πρωινή παράσταση στα σινεμά της γειτονιάς, τα δε παιδιά που πήγαιναν να δουν την παράσταση, φορούσαν τα καλά τους. Αυτά σε μια Αθήνα και δει ένα Βύρωνα με αλάνες και χωματόδρομους που ίχνη -φαντάσματα μπορείτε να ψηλαφίσετε ακόμα και σήμερα.
Η λίγο μεγαλύτερη μου θεία μου, ήταν τότε στους Οδηγούς. Μεγάλη ιστορία της εποχής που κάποια στιγμή πρέπει να σας γράψω, αλλά μέσα στα άλλα που φτιάχνανε κάποτε, φτιάξανε και φιγούρες του καραγκιόζη. Έτσι βρέθηκα εγώ με φιγούρα του μπάρμπα-Γιώργου, αυτού με το μακρύ βαρύ το χέρι, με τη φουστανέλα, τη γκλίτσα και το τσιγκελωτό μουστάκι και φυσικά στη πλάτη μου, την εμπειρία πολλών παραστάσεων του Σπαθάρη στο Άλσος του Παγκρατίου.
Η μια ερώτηση έφερε την άλλη και για απάντηση στο τέλος βρέθηκε σεντόνι της γιαγιάς που δεν το χρειαζόταν, δυνατός φακός, φιγούρες ζωγραφισμένες στο χαρτόνι με ξυλομπογιές, εμένα σεναριογράφο και με τη βοήθεια του γείτονά μου του Νικόλα, στήθηκε στην αυλή παράσταση καραγκιόζη που μάζευε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Τώρα έγραψα σενάριο και γέλασα μόνος μου. Τι σενάριο; Αφού γελάγανε και γελάγαμε κάθε φορά που ο μπάρμπα-Γιώργος σβέρκωνε τον Καραγκιόζη, από ένα σημείο και ύστερα όλα ξεκινούσαν και τελειώνανε με τον μπάρμπα-Γιώργο να σβέρκωνε κάποιον που όλο φώναζε: «Ωι μανούλα μου, ωι!!! Και που να δείτε τι σβέρκωμα έπεφτε όταν εμφανιζόταν ο Χατζατζάρης, ο Αγάς ή ο κακός όφις. Και τώρα κρατήστε με μην αρχίσω να γράφω και τις ιστορίες που παίζαμε με το σεντόνι της γιαγιάς μπροστά, το φακό από πίσω που κράταγε με τιμή τυχερός εθελοντής και εμένα και τον Νικόλα ανάμεσα, με τις φτιαγμένες στο χέρι με ξυλομπογιές φιγούρες.
Από τα παιδικά μου χρόνια περάσανε πολλά παιχνίδια, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα παιδιά και είμαι σίγουρος ότι κάποια θα ήταν και ακριβά και έξυπνα και εκπαιδευτικά κι ό,τι άλλο θέλετε. Αλλά κοιτάξτε τι μου έμεινε από όλα αυτά. Πέντε δεκαετίες μετά, αυτό που μου έμεινε είναι ένα αυτοκινητάκι και η ανάμνηση από ένα παλιό σεντόνι και το φακό από πίσω. Το ένα με ταξίδευε σε χώρες για μένα τότε μυθικές και το άλλο με ζέσταινε με χαμόγελο. Και έχουν μείνει με τόση δύναμη μέσα μου που τα κουβαλάω όπου κι αν βρίσκομαι, έχουν γίνει …η πολιτεία μου.